Για περισσότερο από δύο αιώνες, απολαμβάνουν τις λαμπερές φυσαλίδες της Veuve Clicquot σε παλάτια και κοινοβούλια όλου του κόσμου. Η πορτοκαλί ετικέτα της, εξάλλου, έχει αποθανατιστεί πολλές φορές στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία. Ο Τσέχωφ εκθειάζει τις αρετές αυτού του «θησαυρού» σε ένα διήγημα με τίτλο «Σαμπάνια», στα μυθιστορήματα του Ίαν Φλέμινγκ ήταν το αγαπημένο ποτό του Τζέιμς Μποντ, στην «Καζαμπλάνκα», ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ έπινε το ένα ποτήρι μετά το άλλο προσπαθώντας να κατακτήσει την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, ενώ ακόμη και ο Λόρδος Γκράνταμ έφερνε κάπου-κάπου ένα δυο μπουκάλια της συγκεκριμένης μάρκας στον «Πύργο του Ντάουντον». Το πιθανότερο όμως είναι ότι όλοι αυτοί οι ευυπόληπτοι θαυμαστές της θα είχαν μάλλον εκπλαγεί, μαθαίνοντας ότι η σαμπάνια Veuve Clicquot είναι δημιούργημα μια γυναίκας και μάλιστα χήρας όπως λέει και το όνομά της (Veuve στα γαλλικά σημαίνει χήρα).
Η μαντάμ Μπαρμπ Νικόλ Κλικό, ήταν μια αριστοκράτισσα που όταν ο άντρας της πέθανε, ανέλαβε η ίδια την επιχείρησή του. Κατάφερε μάλιστα με τις πρωτότυπες μεθόδους της να αλλάξει το «πρόσωπο» της σαμπάνιας για πάντα. Σήμερα η Veuve Clicquot εξακολουθεί να γίνεται με τα ίδια αυστηρά πρότυπα που επέβαλε η πρωτοπόρος μαντάμ Κλικό. Η μεγάλη κυρία της Καμπανίας (La Grande Dame de la Champagne) έφτιαχνε σαμπάνια με σταφύλια από τους αμπελώνες της στο Μπουζί της βορειοανατολικής Γαλλίας και την έστελνε σε όλο τον κόσμο, αψηφώντας ακόμη και τις απαγορεύσεις του Ναπολέοντα. Εφάρμοσε καινοτόμες τεχνικές παραγωγής, δημιούργησε τη ροζ σαμπάνια, παρουσίασε μια νέα κομψή φιάλη μπουκάλι αλλά και τον πρώτο vintage αφρώδη οίνο (από την ιδιαίτερα εντυπωσιακή σοδειά του 1810). Και όλα αυτά δίνοντας καθημερινά αγώνες για να πείσει τους πάντες και τους πελάτες της σε χώρες μακρινές όπως η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, ότι μια αστή χήρα μπορούσε επίσης να είναι ηγέτης του κλάδου της σαμπάνιας.
Αυτή την εβδομάδα, η Veuve Clicquot τιμά τα 150 χρόνια από το θάνατό της με μια έκθεση στο Ανατολικό Λονδίνο αφιερωμένη στη χήρα Κλικό. Τέσσερα μπαρ σαμπάνιας θα παρουσιάσουν διαφορετικές πτυχές της ζωής της, σε ένα μάλιστα από αυτά παρουσιάζεται το γραφείο από το οποίο διηύθυνε η μαντάμ Κλικό την επιχείρησή της, αποστέλλοντας και λαμβάνοντας κάθε χρόνο από τους πελάτες της περισσότερες από 7.000 επιστολές.
«Η ζωή της ήταν ένα μεγάλο επίτευγμα», λέει στην βρετανική Telegraph η Ιζαμπέλ Πιερ, ιστορικός του οίκου Veuve Clicquot. «Ως ιστορικός και ως γυναίκα, το πιο συναρπαστικό πράγμα για μένα, είναι ο τρόπος με τον οποίο άλλαξε όλους τους κανόνες της εποχής, λέγοντας:« Ναι, είμαι γυναίκα, αλλά θα διευθύνω αυτή την εταιρεία, χωρίς σύζυγο», λέει η Γαλλίδα ιστορικός επισημαίνοντας ότι «το 1805 ήταν μια εποχή που οι γυναίκες θεωρούνταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας και δεν είχαν τη δυνατότητα να εργάζονται πόσο μάλλον να διευθύνουν μια επιχείρηση. Αντί λοιπόν για μια πολύ άνετη ζωή που θα μπορούσε να έχει, αφήνοντας τη διεύθυνση του Οίκου στους χρηματοοικονομικούς συμβούλους του συζύγου της, αποφάσισε να αγωνιστεί αναλαμβάνοντας η ίδια τη διεύθυνση της επιχείρησής της και να αναλάβει.»
Το ξεκίνημα της καριέρας της ήταν επισφαλές εξαιτίας των αποκλεισμών που επέβαλε ο Ναπολέων το 1806. Στόχος της διακοπής των εμπορικών δεσμών μεταξύ των ελεγχόμενων από τη Γαλλία εδαφών και της Μεγάλης Βρετανίας ήταν να παραλύσει το βρετανικό εμπόριο. Από την άλλη πλευρά όμως και ο αποκλεισμός που επέβαλε η Βρετανία στις γαλλικές ακτές αποτελούσε επίσης τεράστια απειλή για την επιχείρηση της μαντάμ Κλικό. Καθώς οι περισσότεροι πελάτες της βρίσκονταν εκτός Γαλλίας, τής ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τους παραδίδει την σαμπάνια τους.
Πίστευε όμως στο μέλλον της εταιρείας και κατάφερε να καθιερώσει τη σαμπάνια της σε όλες τις βασιλικές αυλές της Ευρώπης, το 1814, μάλιστα ο οίκος της ήταν ο πρώτος που μετέφερε τα προϊόντα του στη Ρωσία παρ’ όλο τον αποκλεισμό. Το 1815, μετά την άρση του αποκλεισμού, η παραγωγή της έφτασε τις 100.000 φιάλες το χρόνο και η επιτυχία της ήταν τεράστια. Αρχικά η μαντάμ Κλικό διέθετε μόλις 40 στρέμματα αμπελώνων, άρχισε όμως αμέσως να επενδύει σε γη. Το 1866 όταν απεβίωσε οι αμπελώνες της ξεπερνούσαν τα 400 στρέμματα ενώ σήμερα η Veuve κατέχει σχεδόν 4.000 στρέμματα από τα οποία παράγονται πολλά εκατομμύρια φιάλες το χρόνο.
Καινοτομίες
Η σαμπάνια Veuve Clicquot εξακολουθεί να είναι η ίδια καθώς οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι σχεδόν οι ίδιες με αυτές που είχε επινοήσει η μαντάμ Κλικό στο εξοχικό της σπίτι στο Μπουζί το 1800. Τον 17ο αιώνα, ένας Βενεδικτίνος μοναχός, ο Ντομ Πιερ Περινιόν εμπνεύστηκε και εφάρμοσε νέες τεχνικές μετατρέποντας σε σαμπάνια το αφρώδες κρασί που έφτιαχναν ήδη από τον 7ο αιώνα τα μοναστήρια για να έχουν μια πηγή εισοδήματος. Παρ’ όλα αυτά, το «κρασί του Διαβόλου», όπως λεγόταν, έπρεπε να τιθασευτεί, καθώς ήταν θολό με κολλώδεις ίνες, που χάλαγαν τη γεύση του. Η μαντάμ Κλικό θα τα άλλαζε όλα αυτά, με μια καινοτομία που ονομάζεται «riddling rack» (ανακλινόμενο ράφι).
«Στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν αποσταλεί στους πελάτες, η σαμπάνια έπρεπε να μεταγγίζεται σε άλλο μπουκάλι για να απαλλαγεί από το ίζημα» εξηγεί η Πιέρ. Έτσι όμως ερχόταν σε επαφή με τον αέρα και οξειδωνόταν, πράγμα που μείωνε την ποιότητά της», λέει. Ψάχνοντας να βρει ένα τρόπο να απαλλαγεί από το ίζημα χωρίς να αλλάζει μπουκάλι, το 1816 η μαντάμ Κλικό έφτιαξε ένα εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Σε ένα τραπέζι, άνοιξε τρύπες με διάμετρο όσο το πώμα της φιάλης. Η ιδέα ήταν ότι θα γύριζε τα μπουκάλια και θα τα τοποθετούσε ανάποδα στο ράφι, έτσι ώστε το ίζημα να συγκεντρωθεί πίσω από το φελλό. Μετά το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να ανοίξεις το μπουκάλι και να αδειάσεις προσεκτικά το ίζημα, αντί να μεταφέρεις όλο το υγρό σε άλλο μπουκάλι. Οι σύγχρονοί της ήταν επιφυλακτικοί με αυτή την ιδέα (κυρίως επειδή διατυπώθηκε από μια γυναίκα), η πρωτότυπη μέθοδος της μαντάμ Κλικό, όμως, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Αν και οι μηχανές μπορούν τώρα να το κάνουν πιο γρήγορα, στον οίκο Veuve Cliquot γυρίζουν με το χέρι ειδικές φιάλες, όπως τις Cuvée Grande Dame αλλά και μεγάλα μπουκάλια των τριών λίτρων.
Η επιρροή της μαντάμ Κλικό ήταν μεγάλη όχι μόνο στη δική της επιχείρηση αλλά σε ολόκληρο τον κλάδο. Η ροζ σαμπάνια εξακολουθεί να γίνεται με τη μέθοδο της ανάμειξης ερυθρών και λευκών σταφυλιών, και όχι με τον χρωματισμό του λευκού κρασιού με καρπούς κουφοξυλιάς, όπως γινόταν παλιότερα. Και οι περισσότερες φιάλες σαμπάνιας που κυκλοφορούν έχουν το ίδιο κομψό σχήμα που επέμενε εκείνη ότι πρέπει να έχουν. «Όταν βλέπουν τα πορτρέτα της μαντάμ Κλικό, οι άνθρωποι νομίζουν ότι ήταν μια ηλικιωμένη κυρία,» λέει η Ιζαμπέλ Πιέρ, «ήταν όμως μόλις 27 ετών όταν ήταν χήρεψε και προσπάθησε να παράγει την καλύτερη σαμπάνια στη Γαλλία.»
Σε επιστολή της με ημερομηνία 1814, όταν οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι πλησίαζαν στο τέλος τους, η μαντάμ Κλικό έγραφε: «Θυμάστε πέρυσι πόσο στενοχωρημένη ένιωθα; Η δουλειά ήταν θολή κι εγώ απελπισμένη. Όταν οι Ρώσοι διέσχισαν το Ρήνο, η θλίψη μου δεν θα μπορούσε να είναι πιο βαθιά. Αλλά και πάλι, μετά από όλες αυτές τις ατυχίες, τώρα κάνω μια τίμια δουλειά και ελπίζω ότι θα συνεχίσει να πηγαίνει καλά». Πράγματι, τα κατάφερε. 200 χρόνια αργότερα, η επιτυχία της είναι αναμφισβήτητη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News