Είναι μαγικό, είναι παιδικό, είναι κάτι σαν όνειρο μιας νύχτας καλοκαιρινής, κι ας έχει το όνομά του κάτι το απωθητικό. “Μαλλί της γριάς” σου λέει ο άλλος οπότε που θα πάει το μυαλό σου αν δεν έχεις βρεθεί ποτέ σε πανηγύρι ελληνικό; Ασ’ το όμως αυτό καλύτερα γιατί είναι σίγουρο ότι έχεις πάει, αφού δεν υπάρχει πόλη ή χωριό σε νησί και σε βουνό χωρίς άγιο προστάτη που την ημέρα της γιορτής του, εννοείται και την παραμονή, να μην γίνεται πανηγύρι με παζάρι κάπου εκεί γύρω από την εκκλησία που φέρει το όνομά του.
Λάμπες λουξ, θυμάμαι, κάτι νύχτες χλιαρές με χώματα και χαλικάκια να μου τρίβουν τα δάχτυλα, γιατί ακόμα και πάνινα όταν φόραγες αυτά κατάφερναν να εισχωρήσουν μέσα στο παπούτσι. Πάγκους με τσίγκινα παιχνίδια, σβούρες και βατραχάκια, δηλαδή κάτι κουκλάκια της συμφοράς, ρολογάκια, ψεύτικα δαχτυλίδια τσίγκινα κι αυτά και άλλα μπιχλιμπίδια – αναμνηστικά των διακοπών, τσίκνα από σουβλάκια και παραδίπλα στα κάρβουνα να ψήνονται καλαμπόκια. Και μέσα σ’ αυτό τον κακό χαμό ένας μάγος – πλανόδιος πωλητής να τυλίγει σαν τουλούπα γύρω από ένα καλαμάκι, άσπρο ή ροζ μαλλί της γριάς.
Από την αρχή μέχρι το τέλος με μάγευε αυτή η διαδικασία, ακόμα και τώρα με μαγεύει και μ’ αρέσει να βλέπω στο Youtube κινέζους δεξιοτέχνες να φτιάχνουν περίτεχνο μαλλί της γριάς σαν λουλούδι τεράστιο. Είναι πολύχρωμο το δικό τους, μπορεί να κάνουν και διαγωνισμούς, δεν ξέρω, εμένα όμως μου αρκεί αυτό το απαλό ροζ συννεφάκι από ζάχαρη που μετατρέπεται σε λεπτεπίλεπτα νήματα καθώς λιώνει, πετάγεται από τις τρυπίτσες του περιστρεφόμενου δοχείου και φυγοκεντρίζεται μέσα στον κάδο.
Το μυαλό μου κάνει παιχνίδια τώρα, γίνομαι πάλι παιδί, εκείνο το παιδί που δοκίμασε για πρώτη φορά μαλλί της γριάς κάπου στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Τότε λένε πως εφευρέθηκε αυτή η γλυκιά λιχουδιά που δίνει χαρά σε μικρούς και μεγάλους από τη Γερμανία μέχρι το Μπαγκλαντές και από την Αμερική μέχρι την Κίνα και την Αυστραλία. Αλλοι πάλι λένε πως οι Ιταλοί ήξεραν το κόλπο να το φτιάχνουν πολύ νωρίτερα. Ηταν βέβαια χειροποίητο, το μηχάνημα ήταν εφεύρεση ενός ζαχαροπλάστη και ενός οδοντίατρου στο Νάσβιλ του Τενεσί. Ναι οδοντίατρος ήταν ο Ουίλιαμ Μόρισον, καλά διαβάσατε. Αχ βρε μάνα, που μου έβαζες τις φωνές, γιατί κάνει κακό στα δόντια, γιατί κολλάει στη μούρη και στα μαλλιά και «άντε γρήγορα τώρα να πλυθείς να μη σε φάνε οι σφήκες».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News