Πριν από 3-4 χρόνια, μου ζήτησαν να γράψω ένα κείμενο για τα μουσικά βραβεία Grammy εκείνης της χρονιάς. Πιθανώς επειδή είμαι ένας άνθρωπος που ακούει και ασχολείται πολύ με τη μουσική και τρέχω στις συναυλίες. Επιασα, λοιπόν, τη λίστα των νικητών και προς μεγάλο μου τρόμο διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να γράψω, πολύ απλά διότι δεν ήξερα σχεδόν κανέναν από αυτούς, πολλώ δε μάλλον από όσους ήταν υποψήφιοι. Ούτε τις κατηγορίες καταλάβαινα ακριβώς, δηλαδή γιατί πρέπει να υπάρχουν 50 διαφορετικά είδη ραπ;
Και δεν σκοπεύω και να τους μάθω, διότι προτιμώ να παίξω ρωσική ρουλέτα με έξι σφαίρες, παρά να εντρυφήσω στην κορεατική ποπ (γνωστή ως K-Pop). Συγνώμη Gen-Z, σε όλα μπορούμε να τα βρούμε, αλλά μουσικά μόνο όταν ακούτε ανθρώπινα πράγματα.
Ανθρώπινα πράγματα δεν εννοώ απαραίτητα τους Pink Floyd, που καλό είναι να τους ακούτε κι αυτούς (και κάποιοι το κάνετε), αλλά και άλλα πιο φρέσκα, που να ακούγονται όμως.
Παρομοίως ένοιωσα σήμερα, διαβάζοντας ένα άρθρο των Financial Times για το περίφημο μουσικό φεστιβάλ του Glastonbury και με αυτήν την αφορμή μπήκα στο YouTube να δω κάποια βίντεο. Το άρθρο ξεκινά με τους βασικούς headliners (που σημαίνει αυτός που κλείνει το πρόγραμμα, όπως ο Ρέμος στα μπουζούκια), τους Coldplay, μετά μιλάει για τη Dua Lipa και μετά με έχασε εντελώς.
Από τους Coldplay ήδη με είχε χάσει, βέβαια, διότι προσωπικά θεωρώ ότι είναι βαρετοί και υπερεκτιμημένοι, άποψη την οποία συμμερίζεται και ο αρθρογράφος των FT, αν και επισημαίνει -όπως είδαμε κι εδώ εξάλλου- ότι ο κόσμος έχει άλλη άποψη. «Πάρα πολύ από τα πάντα· τελείωσε και ήθελα να πάω να ξαπλώσω σε μια σκοτεινή και ήσυχη γωνία», γράφει, το οποίο δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Τους Coldplay παρακολούθησαν στην κεντρική σκηνή του Gralstonbury, 100.000 άνθρωποι, από τους 210.000 που παρεβρέθηκαν στο Φεστιβάλ. Ηταν μια παράσταση σχεδιασμένη «για να φαίνεται από το διάστημα» γράφουν οι FT, με πυροτεχνήματα, λέιζερ, σημαίες και ηλεκτρονικά βραχιολάκια που αναβόσβηναν.
Οι Coldplay είχαν μαζί τους και έναν μικρό στρατό από καλεσμένους, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν ο Μάικλ Τζ. Φοξ, ο ηθοποιός που πάσχει από Πάρκινσον, καθώς όπως είπε ο Κρις Μάρτιν, «ήταν έμπνευση για το συγκρότημα από τότε που έπαιξε κιθάρα στην ταινία Back to the Future».
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν εκπλήσσει, ούτε το υπερθέαμα, ούτε η υπερβολή. Τα χρήματα πλέον δεν είναι στα cd και τους δίσκους, αλλά στις συναυλίες. Στην εποχή μας καθένας έχει ελεύθερη πρόσβαση στη μουσική ενός καλλιτέχνη, πριν ακόμη αυτή κυκλοφορήσει στην αγορά. Και όχι απαραίτητα παράνομα, το YouTube ας πούμε, συχνά ανεβάζει εγκεκριμένα από τους καλλιτέχνες κομμάτια, ως «πρόγευση» της επερχόμενης δουλειάς τους. Κάπως πρέπει να ζήσουν κι αυτοί οι άνθρωποι, γι’ αυτό οι συναυλίες έχουν γίνει πλέον τόσο μόδα, αλλά και τόσο μεγάλα γεγονότα.
Ο frontman (που σημαίνει ο τραγουδιστής, αλλά κυρίως αυτός που ξέρουν όλοι και παντρεύεται τη διάσημη ηθοποιό, ενώ τα άλλα μέλη του συγκροτήματος μπορεί να είναι πολύ καλύτεροι μουσικοί) του συγκροτήματος, Κρις Μάρτιν, επέλεξε πολύ προσεκτικά τα λόγια του όταν μίλησε για «ένα φεστιβάλ, πρότυπο συμπεριληπτικότητας, σε έναν διχασμένο κόσμο». Αυτή ήταν μια νύχτα, «για τους Ισραηλινούς αλλά και για τους Παλαιστίνιους, τους Ουκρανούς αλλά και για τους ειρηνικούς Ρώσους», είπε.
Λογικό. Οι Coldplay είναι υπερβολικά «τεράστιο γκρουπ» για να στρατευτούν, εξάλλου η καριέρα τους βασίζεται στη «στρογγύλευση» των πάντων: από τη δημόσια εικόνα του ίδιου του Μάρτιν ως τη μουσική τους, ποτέ και τίποτε δεν προκαλεί την παραμικρή έκπληξη ή αμφισβήτηση. Γι’ αυτό και είναι τόσο απελπιστικά βαρετοί. Και γι’ αυτό τους καλούν τα μουσικά φεστιβάλ, τα οποία δείχνουν παγιδευμένα σε ένα χορό εκατομμυρίων και την αναγκαία πολιτική ορθότητα.
Την προηγούμενη βραδιά, headliner ήταν η Dua Lipa, που εμένα δεν μου αρέσει (μουσικά), αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Η ίδια δεν θέλησε να κάνει καμία δήλωση ούτε υπέρ ούτε κατά οποιουδήποτε και αρκέστηκε να τραγουδάει με τη συνοδεία εντυπωσιακών χορευτικών. Το Glastonbury έχει εφαρμόσει μια καινοτομία, μια εξέδρα που ξεκινάει από το σκηνή και διασχίζει την πλατεία, ώστε οι καλλιτέχνες να μπορούν να βρίσκονται ανάμεσα στο κοινό. Αυτό, διαβάζω, είναι must πλέον στις συναυλίες και τα μουσικά φεστιβάλ. Ασε που βοηθάει και στην έτερη πηγή εκατομμυρίων, την τηλεοπτική κάλυψη.
Κάποια στιγμή, η Lipa είπε στους θεατές να σηκωθούν από τους καναπέδες τους και να χορέψουν. Δεν εννοούσε προφανώς όσους ήταν εκεί, αλλά όσους την έβλεπαν από την τηλεόραση ή το ίντερνετ.
Πέρυσι, την εμφάνιση του Ελτον Τζον παρακολούθησαν περισσότεροι από 7 εκατομμύρια άνθρωποι στην τηλεόραση κι έτσι το Glastonbury επέκτεινε τη συμφωνία μετάδοσης με το BBC. Φέτος θα υπάρχουν περισσότερες από 125 ώρες τηλεοπτικής και ραδιοφωνικής κάλυψης, οι πιο πολλές από ποτέ.
Κάποιοι τηλεθεατές κατηγόρησαν τη Lipa ότι τραγουδάει με playback, κάτι που η ίδια αρνήθηκε. Ισως αυτό να οφείλεται στην μικρή καθυστέρηση που έχει το οπτικό σήμα σε σχέση με τον ήχο. Αλλά και πάλι, κανείς δεν ξέρει. Η συμφωνία με το BBC, με τη δημόσια χρηματοδότησή του, ανάγκασε πάντως το Glastonbury να ανοιχτεί. Σε αντίθεση με τους περσινούς headliners, που ήταν αποκλειστικά άντρες, φέτος κατάφερε να βρει τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ της διεύρυνσης και της απήχησης. Αλλά και της πολιτικής ορθότητας.
Εδώ ξεκινάει το «τυφλό» σημείο, για μένα και μάλλον για πολλούς από εσάς: Τρίτη headliner είναι η SZA, αγαπημένη της Gen-Z (διαβάζω), της οποίας φυσικός βιότοπος είναι το TikTok. «Το Glastonbury γράφει ιστορία» ήταν το σλόγκαν σε ένα πανό. Δεν ξέρω. Θα λένε άραγε με υπερηφάνεια οι σημερινοί Gen-Z στα εγγόνια τους ότι «είδαν την SZA» επί σκηνής, όπως εμείς θα λέμε μέχρι να πεθάνουμε ότι είδαμε τον Μπάουι; Βασικά, θα θυμάται κανείς την SZA σε έξι μήνες, όταν ένα άλλο τρεντ στο TikTok θα την έχει καταπιεί; Αμφιβάλω.
Το Glastonbury φιλοξένησε φέτος για πρώτη φορά ένα K-Pop boy-band (που σημαίνει μόνο αγοράκια, όλα όμορφα και με τουπέ, που δεν έχει σημασία τι τραγουδάνε, σημασία έχει ότι κάνουν τα κοριτσάκια να τρελαίνονται).
Οι Seventeen, λοιπόν, παρά το όνομά τους, έχουν 13 μέλη και πέρυσι πούλησαν τους περισσότερους δίσκους παγκοσμίως πίσω μόνο από την Τέιλορ Σουίφτ. Μη ρωτάτε, δεν ξέρω κανένα τραγούδι τους, κανέναν από τους 13 και κανέναν που να έχει αγοράσει δίσκο τους.
Ολα αυτά μπερδεύτηκαν γλυκά με μια νότα νοσταλγίας, όταν ο Σερ Μάικλ Εϊβις, συνιδρυτής του Φεστιβάλ ανέβηκε στη σκηνή, στο αναπηρικό του καροτσάκι, και τραγούδησε Φρανκ Σινάτρα. Ο Εϊβις συντηρεί –από το 1970, όταν έγινε το πρώτο Φεστιβάλ– φάρμα γαλακτοπαραγωγής, στον ίδιο χώρο. Και κάθε χρόνο ανοίγει το Φεστιβάλ τραγουδώντας ο ίδιος.
Κατά τα λοιπά, το φεστιβάλ είχε τα πάντα: Ραπ, χορευτική μουσική, προγκρέσιβ ροκ από το 1979, αφρομπίτ, λάτιν, φανκ και σόουλ, αρκετή ζέστη και λίγη ραπ ακόμη.
Ο κόσμος έχει αλλάξει πάρα πολύ από την εποχή του Γούντστοκ και του πρώτου Glastonbury. Η μουσική επίσης. Και αλλάζει καθημερινά. Ολο αυτό που είδα και διάβασα, δεν μου δημιούργησε καμία επιθυμία «να ήμουν εκεί», όχι τόσο γιατί δεν θα απολάμβανα τη μουσική, όμως.
Η ανάγκη για συμπερίληψη αλλά και να «μην ενοχληθεί κανείς», να παίζουμε «για Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους» (τους ίδιους τους ρώτησε άραγε κανείς;) και να μην γίνει το φεστιβάλ μπουρλότο με κάποιον σαν τον Ρότζερ Γουότερς, έχει ισοπεδώσει αυτό που υπήρξε η πεμπτουσία της μουσικής, ιδιαίτερα της ροκ, αλλά και της ραπ αργότερα: Την εκρηκτικότητα. Την επαναστατικότητα. Ακόμη και την ίδια την άποψη.
Η μουσική δείχνει να απορροφήθηκε από το σύστημα: Χρήματα και TikTok καθορίζουν τα πάντα. Συνεχίζει να φτιάχνεται από τις ίδιες επτά νότες, αλλά σε μεγάλο βαθμό δείχνει σαν να έχει χάσει την ψυχή της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News