«Δεν υπάρχει θάλασσα στον Κήπο της Εδέμ. Η παρουσία της δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στο τοπίο που δημιούργησε ο Θεός, καθώς ο ωκεανός είναι αυτό που απομένει από την αδιαφοροποίητη ουσία στην οποία ο Υψιστος έδωσε μορφή», γράφει ο Μάρκο Μπελπολίτι σε άρθρο του στην La Repubblica. «Η θάλασσα είναι στην πραγματικότητα η “Μεγάλη Αβυσσος”, ένας τόπος μυστηριωδών συμβάντων και όντων, πάνω από τον οποίο αιωρούνταν αρχικά το θείο πνεύμα. Στη συνέχεια τα ύδατα εισέβαλαν στη Γη και με τον Κατακλυσμό ο κόσμος έπεσε ξανά στο χάος», προσθέτει ο διακεκριμένος ιταλός συγγραφέας και ακαδημαϊκός, καθηγητής Κριτικής της Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Μπέργκαμο.
Σημειώνει επίσης πως στον κλασικό κόσμο, πολύ λίγοι αγαπούσαν τη θάλασσα και εκτιμούσαν τις παραλίες, το οριακό σημείο μεταξύ της γης και των υδάτων, ενώ ακόμα λιγότεροι ήταν εκείνοι που τολμούσαν να αντιμετωπίσουν τα κύματα για να κάνουν μπάνιο. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι έχτιζαν τις βίλες τους σε παράκτιες περιοχές, ωστόσο, σίγουρα δεν τις έχτιζαν και δεν κατέλυαν σε αυτές για να κάνουν διακοπές, τουλάχιστον όπως νοούνται σήμερα αυτές. «Πώς οι παραλίες και οι αμμώδεις ακτές κατέστησαν τόσο δημοφιλή μέρη;», διερωτάται ο Μπελπολίτι στο κείμενό του.
Εξηγεί πως «καταρχάς ήταν απαραίτητο η θάλασσα να πάψει να θεωρείται τόπος τρομερός και να μετατραπεί από αινιγματικό μέρος σε αισθητικό αντικείμενο». Οι πρώτοι που γοητεύτηκαν από τις θάλασσες και τις ακτές ήταν οι μπαρόκ ποιητές. Αναφέρει ενδεικτικά πως το 1628 ο γάλλος Σεντ-Αμάν περιέγραψε γραπτώς ότι παρέμεινε σε έναν ψηλό βράχο επί ώρες, συλλογιζόμενος τον ορίζοντα, παρατηρώντας τους γλάρους να πετούν στο κενό, ακούγοντας το κρώξιμό τους.
Ο Μπελπολίτι επικαλείται τον επιφανή γάλλο ιστορικό Αλέν Κορμπάν, ο οποίος στο βιβλίο του «Επικράτεια του Κενού: η Δύση και η Απόλαυση της Ακτής» εξηγεί πώς μεταξύ 1690 και 1730 ένα φαινόμενο ονόματι φυσική θεολογία στη Γαλλία και ψυχοθεολογία στην Αγγλία εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Δύση: «οι πιστοί επιστήμονες περιλαμβάνουν τον φυσικό κόσμο στον προβληματισμό τους για τη δημιουργία του σύμφωνα με τη θεία βούληση. Με αυτόν τον τρόπο η φυσική θεολογία παράγει μια πραγματική “παιδεία του ματιού”: το τοπίο είναι το θέαμα που έχει προσφέρει ο Θεός στους ανθρώπους. Δεν βρισκόμαστε ακόμη στην εφεύρεση της θάλασσας, αλλά έχει επέλθει μια αλλαγή όσον αφορά τη σύλληψή της», συνοψίζει ο ιταλός πανεπιστημιακός.
Κάποια στιγμή στη Βόρεια Ευρώπη προέκυψε το ενδιαφέρον για το περπάτημα και την πεζοπορία κατά μήκος των ακτών. Στη Νότια Ευρώπη, όμως, κατά μήκος των παραλιών της Μεσογείου, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι λαοί των ακτών ανέκαθεν είχαν σχέση με τη θάλασσα αλλά ήταν επαγγελματική και σίγουρα δεν έβλεπαν τη θάλασσα ως χόμπι ή απόλαυση, αν και δεν περιφρονούσαν το μπάνιο στα νερά της. «Η ανακάλυψη της θάλασσας είναι σε μεγάλο βαθμό μια ιστορία που αφορά τις εύπορες τάξεις του Βορρά και εκδηλώνεται μέσα από την αποκάλυψη της Φύσης ως ένα χώρο στον οποίο μπορεί κάποιος να βιώσει το σώμα του», σημειώνει ο Μπελπολίτι.
Το 1750 άρχισαν να καθιερώνονται οι καταλύσεις σε θαλάσσια λουτρά ως μέσο καταπολέμησης της μελαγχολίας (του μποντλερικού «spleen»), ως μέσο κατευνασμού των νέων ανησυχιών που απασχολούσαν τις άρχουσες τάξεις κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα. «Το spleen, ενθαρρύνοντας τα ταξίδια ως θεραπεία, αυξάνει την κινητικότητα των ατόμων, η οποία συνοδεύεται από αύξηση της κυκλοφορίας των αγαθών. Επιπλέον, η ωχρότητα και η λεπτότητα των σωμάτων, που τόσο εκτιμούνταν στο παρελθόν, προκαλούν τώρα φόβο. Οι εύπορες τάξεις πείθουν τους εαυτούς τους ότι δεν έχουν το ίδιο σθένος που έχουν οι εργατικές τάξεις χάρη στη σκληρότητα της δουλειάς τους. Η υψηλή κοινωνία της εποχής αρχίζει να φοβάται τις δικές της τεχνητές επιθυμίες, τη νωθρότητα και τις αυξανόμενες νευρώσεις. Η προοδευτική επιτυχία της θάλασσας πηγάζει επίσης από ένα περίεργο παράδοξο: “Η θάλασσα καθίσταται σωτήρια, τροφοδοτεί την ελπίδα γιατί εμπνέει φόβο”», αναφέρει ο ιταλός συγγραφέας.
Επιστρέφοντας στο βιβλίο του Αλέν Κορμπάν γράφει πως ο γάλλος ιστορικός εστιάζει ιδιαίτερα σε αυτό το θέμα που αφορά την ανάγκη αποκατάστασης της αρμονίας μεταξύ σώματος και ψυχής και τερματισμού της απώλειας ζωτικής ενέργειας. Κάποια στιγμή η θάλασσα μετατρέπεται σε θεραπεία και το νερό της γίνεται φάρμακο. Ακόμη και ο Φράνσις Μπέικον το 1638 είχε γράψει ενθαρρυντικά ότι το μπάνιο σε κρύα νερά προάγει τη μακροζωία. Κάπως έτσι προέκυψαν τα παραθαλάσσια θέρετρα κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα. Μεταξύ αυτών, για λόγους που σχετίζονται με την αγγλική μοναρχία, επρόκειτο να ξεχωρίσει το Μπράιτον. Το πρώτο λουτρό χτίστηκε στην πόλη το 1769 και ήταν το πρώτο σανατόριο στον κόσμο.
Η θάλασσα έπρεπε να είναι κρύα, αλμυρή και ταραγμένη ενώ όσον αφορά την έκθεση του σώματος, ειδικά των γυναικών, καθώς η σεμνότητα δεν μπορούσε να παραβιαστεί, άρχισαν να φοριούνται φαρδιά μαγιό. Αυτό, όμως, αφορούσε μόνον τους ευγενείς, για τα μπάνια του λαού υπήρχαν άλλοι κανόνες. Στη Μεσόγειο, για παράδειγμα, μπάνιο στη θάλασσα έκαναν μόνον οι άνδρες, κολυμπώντας, κατά βάση, γυμνοί.
«Οι ταξιδιώτες που κατεβαίνουν στην Ιταλία συναντούν μια άλλη αισθητική, σε απόλυτη αρμονία με την κουλτούρα της νεοκλασικής ομορφιάς της περιόδου. Το 1787 ο Γκαίτε ως φιλοξενούμενος στο Ποζιλίπο (συνοικία της Νάπολης, ΣτΜ) μετά το μεσημεριανό γεύμα παρατηρεί μια δεκαριά νεαρά αγόρια να κολυμπούν στη θάλασσα, τόσο “όμορφα να τα βλέπεις”.
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Περιήγησης όσοι πηγαίνουν νότια ανακαλύπτουν τη δύναμη της απεραντοσύνης και ταυτόχρονα το πάθος για τη θάλασσα. Αυτή είναι η έλευση του τουρίστα, που δεν αντιλαμβάνεται πλέον τον δεσμό του ανθρώπου με τον μακρόκοσμο: η φύση έχει μετατραπεί σε θέαμα. Το καλοκαίρι του 1789, ενώ ο Λουδοβίκος 16ος καλείται να αντιμετωπίσει την επανάσταση στο Παρίσι, ο βασιλιάς της Αγγλίας και η οικογένειά του απολαμβάνουν την εγγύτητα στη θάλασσας, μας πληροφορεί ο Μπελπολίτι.
Δεν ήταν, όμως, όλοι χαρούμενοι με την έλευση των μπάνιων και των παραθαλάσσιων διακοπών. Η Τζέιν Οστεν, για παράδειγμα, το 1817 περιέγραψε για πρώτη φορά σε ένα μυθιστόρημα («Sanditon») την κοινωνική ζωής γύρω από τις βίλες που άρχισαν σταδιακά να ανεγείρονται στις παραλίες. Στο βιβλίο, που έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου της συγγραφέα, περιγράφεται με καυστικό τρόπο η ανοησία, σύμφωνα με την Οστεν, όσων αποφάσισαν να αρχίσουν να κάνουν διακοπές εκεί .
«Η Οστεν βάλλει κατά της τάσης της αστικής τάξης να ξεκουράζεται, μιμούμενη σημαντικούς ανθρώπους και κατά της νέας κοινωνικής νοοτροπίας. Ολοι οι χαρακτήρες ανήκουν στον κόσμο εκείνης της αστικής τάξης που υποκαθιστά τους ανθρώπους που ζούσαν και δούλευαν στις παραλίες. Η θάλασσα, επομένως, δεν ανακαλύφθηκε από τους ρομαντικούς […] Το Μπράιτον, η εποχική πρωτεύουσα του βασιλείου, εμφανίζεται εντελώς κατάμεστο από αριστοκρατία. Οπως και στο μυθιστόρημα, η αστική τάξη, τουλάχιστον στην Αγγλία, βγαίνει στη θάλασσα, ακολουθώντας εκείνους που προηγήθηκαν. Ηταν η αυλή και οι ευγενείς που επέβαλαν τη νέα μόδα. Το 1841 ο σιδηρόδρομος μεταφέρει μαζικά ανθρώπους στο Μπράιτον και αρχίζουν οι καλοκαιρινές διακοπές», σημειώνει ο ιταλός συγγραφέας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News