Κάποτε ρώτησαν τον Γούντι Αλεν γιατί έχει πάντα τους ίδιους τίτλους αρχής και τέλους στις ταινίες του (με την ίδια γραμματοσειρά) αντί να κάνει κάτι πιο ευφάνταστο. Η απάντηση που έδωσε εκείνος ήταν από τσιγκούνικη ως απολύτως πειθαρχημένα λογική: «Προτιμώ να ξοδεύω τα χρήματα που έχω για κάτι άλλο στην ταινία παρά στους τίτλους».
Μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεται ο Γούντι. Επίσης καταλαβαίνω τι θα πει διαχείριση προϋπολογισμού, οπότε το σέβομαι αυτό που λέει. Αλλά μου αρέσουν οι τίτλοι τέλους στις ταινίες. Ποτέ δεν σηκώνομαι από το κάθισμα στο σινεμά προτού φτάσουν έστω στις «Βοηθούς μανικιουρίστ». Επίσης η μουσική του τέλους, αφήνει κάτι από την ταινία που σε ακολουθεί και ταν βγαίνεις στον δρόμο.
Υπάρχει όμως και μία ταινία που ξέρω, η οποία τελειώνει χωρίς καμία σήμανση. Είναι «Τα πουλιά» του Χίτσκοκ. Στο τέλος απλώς σκοτεινιάζει η οθόνη. Κι εσύ που έβλεπες τόση ώρα τα πουλιά να γεμίζουν την αίθουσα μένεις με την αίσθηση ότι το κακό μπορεί και να μην έχει τελειώσει… Ότι μπορεί να δεις πουλιά καθώς επιστρέφεις σπίτι σου.
https://www.youtube.com/watch?v=eP0O1BKu3zk.
Η αλήθεια πάντως είναι πως τα πρώτα χρόνια του σινεμά το τέλος των ταινιών περιοριζόταν στο «The End». Τότε όλα τα ονόματα των συντελεστών αναφέρονταν στην αρχή της ταινίας.
Την αλλαγή την έκανε ο «Φράνκεσταϊν» (1931). Ο σκηνοθέτης, Τζέιμς Γουέιλ όταν τελειώνει η ταινία εμφανίζει τη φράση «Το καλό καστ αξίζει να επαναλαμβάνεται» και εκεί προσθέτει το όνομα του θρυλικού πρωταγωνιστή, του Μπόρις Καρλόφ, το οποίο στους τίτλους έναρξης δεν αναφερόταν – στη θέση του υπήρχε μόνο ένα ερωτηματικό.
Ο Γουέιλ έπαιξε με την ιδέα. Όμως την καθιέρωση των τίτλων τέλους την επέβαλαν, βασικά, τα εργασιακά. Τα στούντιο στο Χόλιγουντ τη δεκαετία του 1930 είχαν αρχίσει να μην είναι πια απολύτως παντοδύναμα. Τα συνδικάτα δυνάμωναν. Τα σπέσιαλ εφέ γίνονταν δημοφιλή, οπότε οι δημιουργοί τους έπρεπε να αναφέρονται.
Τελικά καθώς τα γυρίσματα γίνονταν όλο και πιο περίπλοκα και καθώς το προσωπικό αυξανόταν ολοένα και αποκτούσε περισσότερα δικαιώματα οι τίτλοι γίνονταν όλο και πιο μακρινάρια…
Πλέον δηλαδή αν καθίσεις να τους διαβάσεις, μαθαίνεις επαγγέλματα που δεν φανταζόσουν ποτέ ότι υπήρχαν. Μαθαίνεις ποιος είναι ο βοηθός του βοηθού. Μαθαίνεις τι σημαίνει σινεμά. Πόσους ανθρώπους πρέπει να διαχειριστεί ο σκηνοθέτης για να γυρίσει την ταινία του μέσα σε σύντομο χρόνο (τρεις μήνες πρόβες, τρεις μήνες γύρισμα, τρεις μήνες εργαστήρια). Αποκτάς μια ιδέα του πόσο πολύ ακριβά μπορεί να κοστίζει μια ταινία. Και σέβεσαι την κινηματογραφική δουλειά περισσότερο.
Καταλύτης πάντως για τη μεταφορά των τίτλων από την έναρξη στο τέλος, υπήρξαν δύο σπουδαίες ταινίες. Cult, και για το τέλος τους.
Η πρώτη είναι το «Οσα παίρνει ο άνεμος» (1939) που τελειώνει με την περίφημη ατάκα: «Εξάλλου, αύριο είναι μια καινούργια μέρα». «Τάρα».
Και η δεύτερη, είναι η «Καζαμπλάνκα» (1942). Οπου πάνω στο απλό «The End» πέφτει η ατάκα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ που δίνει την τελευταία ώθηση στην ταινία για να μπει στον γαλαξία των αριστουργημάτων: «Λουί, νομίζω ότι αυτή είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας». Μετά ακούγονται οι πρώτες νότες της Μασσαλιώτιδας.
https://www.youtube.com/watch?v=rtA_xiISKRo
Ένα χρόνο πριν, ο Ορσον Γουέλς στον «Πολίτη Κέιν» (1941) έριξε τους τίτλους τέλους σαν αυλαία με τους ηθοποιούς να βγαίνουν για το χειροκρότημα. Εξάλλου ο Ορσον ήταν το παιδί θαύμα του βρετανικού θεάτρου ως τότε που έγινε θρύλος του σινεμά. Αλλά είχε και χιούμορ. Στους «Υπέροχους Αμπερσονς» (1942) οι τίτλοι λέγονται φωναχτά στο τέλος: «Εγώ έγραψα το σενάριο και σκηνοθέτησα την ταινία. Είμαι ο Ορσον Γουελς».
Σε άλλο πιο καλλιτεχνικό στιλ, στον «Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες» (1956), ο σκηνοθέτης Μάικλ Αντερσον εισάγει τα κινούμενα σχέδια του Σολ Μπας στους τίτλους τέλους και αναπαριστά με αυτά τα σημεία κλειδιά της ταινίας.
Και σας θυμίζω και το «West Side Story» (1961), όπου οι τίτλοι τέλους είναι γραμμένοι σε στιλ γκράφιτι. Εδώ δηλαδή εικαστική προσέγγιση της παράθεσης ονομάτων υποστηρίζει το κόνσεπτ της ταινίας.
Μετά στις δεκαετίες 1960 και 1970 καταφθάνουν οι υπερπαραγωγές «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, «Ο Νονός» και το «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα, «Ο πόλεμος των Αστρων» του Τζορτζ Λούκας και οι τίτλοι τέλους μεγάλωσαν πια, πολύ. Και τότε ή μάλλον από τότε κόλλησαν στο τέλος. Αλλοτε με ατάκα κι άλλοτε χωρίς ατάκα. Πόσο ωραία όμως είναι η ατάκα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στον «Υπέροχο Γκάτσμπυ» (2013): «Ετσι πάντα αγωνιζόμαστε κόντρα στο ρεύμα, που μας ρίχνει αδιάκοπα πίσω, στο παρελθόν».
Επίσης εκεί πάνω στους τίτλους βλέπουμε πολύ συχνά και παραλειπόμενα από την ταινία. Η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο ήταν στην κωμωδία με τίτλο «Hooper» (1978), του Χαλ Νίνταμ με πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Ρέινολντς. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας κασκαντέρ. Ο σκηνοθέτης επίσης έχει εργαστεί ως κασκαντέρ. Ο σκηνοθέτης ήξερε πώς να προβάλλει αυτή την επικίνδυνη και παράξενη δουλειά με σκόρπια πλάνα και με χιούμορ. Και σκέφτηκε να το κάνει εκτός σεναρίου.
Το ίδιο έκανε εν συνεχεία και ο Τσάκι Τσαν, ο οποίος είχε στα πρώτα βήματα της καριέρας του έναν βοηθητικό ρόλο στην ταινία «The Cannonball Run» (1981) του Χαλ Νίνταμ και ενθουσιάστηκε με την ιδέα των κασκαντέρ. Αντέγραψε λοιπόν το στιλ «παραλειπόμενα» σε όλες τις ταινίες που γύρισε αργότερα. Μάλιστα στους τίτλους τέλους του «Χαμός στο Μπρονξ» φαίνεται πως ο Τσαν στα γυρίσματα έσπασε το χέρι του.
Ορισμένοι ηθοποιοί δεν τα ήθελαν αυτά. Για παράδειγμα ο Πίτερ Σέλερς είχε εκνευριστεί πολύ στην τελευταία ταινία της ζωής του, το «Να Είσαι Εκεί, Κύριε Τσανς» (1979), όταν ο σκηνοθέτης της, Χαλ Ασμπι, έβαλε στους τίτλους παραλειπόμενα. Ο βρετανός κωμικός στη συγκεκριμένη ταινία είχε δώσει μια καταπληκτική ερμηνεία. Και θεωρούσε πως έχασε το Οσκαρ εξαιτίας αυτών των παραλειπόμενων που χαλούσαν τον απαλά κωμικό και ταυτόχρονα σχεδόν δραματικό χαρακτήρα που έπλασε για τον ήρωα. Τελικά ο Σέλερς πήρε Χρυσή Σφαίρα και πέθανε την επόμενη χρονιά σε ηλικία 55 ετών.
Ωστόσο για να πούμε την αλήθεια σε ορισμένες ταινίες τα παραλειπόμενα κάνουν καλό. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το «Κάτι τρέχει με τη Μαίρη» (1998). Ένα άλλο είναι το «Slumdog Millionaire» (2008) που μετά το δράμα, τη μιζέρια και την αγωνία που ζεις βλέποντας την ταινία, στο τέλος παίρνεις δωράκι έναν ομαδικό χορό Μπόλιγουντ στον σιδηροδρομικό και βγαίνεις από την αίθουσα ανάλαφρος.
Υπάρχουν βέβαια και εικαστικοί τίτλοι τέλους που κάθεσαι και τους χαζεύεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι τα κόμικς στην οικογενειακή ταινία «Γουόλ-Υ» (2008). Ένα άλλο παράδειγμα είναι τα ζωγραφιστά πλάνα του «Σέρλοκ Χολμς» (2009).
Μικρά έργα τέχνης και πλάκας είναι και οι παλιότεροι θεότρελοι τίτλοι με κόνσεπτ που δίνουν έξτρα χαρακτήρα στο περιεχόμενο της ταινίας. Όπως αυτοί του «Μια απίθανη… απίθανη πτήση» (1980) όπου αναφέρονται ως συντελεστές… ο Κάρολος Ντίκενς και ο Αδόλφος Χίτλερ! Ή εκείνοι οι ανεκδιήγητοι των Monty Python με κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου το «The End of the Film» στο «Νόημα της ζωής» (1983), με το χέρι (του Θεού) που βγαίνει από το βάζο.
Εδώ θα παρεμβάλλω το «R.I.P.D.» (2013). Μία ταινία που δεν είναι καθόλου του γούστου μου αλλά που έχει αξιοσημείωτους μουσικούς τίτλους τέλους, επειδή τραγουδάει ο ολοένα πιο αγαπημένος μου Τζεφ Μπρίτζες το «Α better man».
Και για το τέλος αφήνω τους ποιητικούς με τα τοπία. Όπως είναι το τέλος του «Μοναχικού καβαλάρη» (2013) που δείχνει ένα λωτικό γύρισμα στην Κοιλάδα των Μνημείων, στην Αγρια Δύση, με τον Τζόνι Ντεπ ανεβασμένο πάνω στο σκέπαστρο ενός τρένου, να κοιτάζει μπροστά και να αναμετράται, μοναχικός, με το απέραντο πορτοκαλί τοπίο.
Και όπως είναι η βόλτα στον Τίβερη, χαράματα, στην «Τέλεια ομορφιά» (2015) του Πάολο Σορεντίνο. Ναι, αυτή η βόλτα, μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, με το νερό να σου βρέχει τα πόδια, χαράματα, είναι μια τέλεια ομορφιά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News