«Το “Thefacebook” είναι ένα ηλεκτρονικό ευρετήριο που συνδέει τους ανθρώπους μέσω των κοινωνικών δικτύων στα κολέγια. Ανοίξαμε το “Thefacebook” για λαϊκή κατανάλωση στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το “Thefacebook” για να κάνετε αναζήτηση ατόμων στη σχολή, να μάθετε ποιοι είναι στις τάξεις σας, να αναζητήστε τους φίλους των φίλων σας, να δείτε την απεικόνιση του κοινωνικού σας δικτύου».
Με αυτή την μάλλον αδέξια ανακοίνωση παρουσιάστηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2004, η εφαρμογή που σχεδίασε στο δωμάτιό του στη φοιτητική εστία του Χάρβαρντ ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ με σκοπό να βελτιώσει τα παραδοσιακά «face books» των πανεπιστημίων των ΗΠΑ με φωτογραφίες και βασικές πληροφορίες για τους φοιτητές τους. Σήμερα, από την οπτική γωνία του 2019 και με το πλεονέκτημα της απόστασης των 15 χρόνων, οι σελίδες του «Thefacebook» με το γνωστό μπλε χρώμα τους και τους «φίλους» που προφανώς ήταν το κεντρικό τους στοιχείο, φαίνονται οικείες αλλά και παράξενες, αφού οι μοναδικές φωτογραφίες που είχαν ήταν του προφίλ των χρηστών ενώ δεν γινόταν συνεχής τροφοδότηση με τα νέα τους.
Τότε ακόμη στο επίκεντρο βρισκόταν η ζωή των φοιτητών αρχικά του Χάρβαρντ, και στη συνέχεια των πανεπιστημίων Κολούμπια, Στάνφορντ και Γέιλ, και κυρίως τα (ερωτικά) ραντεβού τους ενώ υπήρχε και το «poke», ένα στοιχείο το οποίο επέτρεπε στους χρήστες να «σκουντήσουν» ο ένας τον άλλο ηλεκτρονικά, κάτι που αποδείχτηκε λίαν διασκεδαστικό.
Πολύ γρήγορα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Μέχρι το φθινόπωρο του 2005, το ποσοστό των φοιτητών που χρησιμοποιούσε την ιστοσελίδα έφτασε το 85% , με το 60% να την επισκέπτονται καθημερινά. Και φαίνεται ότι όσο περισσότερο έμπαιναν στο «Thefacebook» άλλο τόσο η ιστοσελίδα του Ζούκερμπεργκ αξιοποιούσε την έντονη κοινωνική ανταγωνιστικότητα πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Οπως εξηγεί ο Ντέιβιντ Κιρκπάτρικ στο βιβλίο του The Facebook Effect, οι χρήστες του νέου ιστότοπου άρχισαν να επιδιώκουν εμμονικά την τελειοποίηση των λεπτομερειών του προφίλ τους όχι μόνο με στόχο τα ερωτικά ραντεβού, αλλά και για να γίνουν γενικά πιο ελκυστικοί ως πιθανοί «φίλοι». Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά από οδηγίες του τύπου: «Βρες τη σωστή εικόνα προφίλ. Αλλαξέ τη τακτικά. Εξέτασε προσεκτικά πώς περιγράφεις τα ενδιαφέροντά σου».
Στην πραγματικότητα, λέει ο Κιρκπάτρικ, το να είσαι επιτυχημένος χρήστης του Facebook σύντομα έγινε τόσο αναγκαίο, που άρχισε να επηρεάζει τις επιλογές των ανθρώπων και στον πραγματικό κόσμο. Μάλιστα «ορισμένοι φοιτητές άρχισαν να επιλέγουν ακόμη και τα μαθήματά τους με στόχο να προβάλλουν μια συγκεκριμένη εικόνα του εαυτού τους. Και σίγουρα επέλεγαν πολλά μαθήματα με κριτήριο ποιους άλλους θα συναντούσαν εκεί σύμφωνα με τις λίστες του “Thefacebook”».
Στα τέλη του 2004, το «Thefacebook» έφτασε το ένα εκατομμύριο χρήστες και τον Σεπτέμβριο του 2006, αφού μετονομάστηκε σε Facebook, ξέφυγε από τα πανεπιστήμια και τα γυμνάσια και ανοίχτηκε σε οποιονδήποτε άνω των 13 ετών είχε μια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Αλλά το βασικό δόγμα των αρχών του Χάρβαρντ παρέμεινε. Και δεν ήταν άλλο από την επιτακτική ανάγκη των χρηστών να παρουσιάζουν τον κόσμο με έναν τρόπο που κολάκευε όσο γινόταν περισσότερο τους ίδιους.
Σήμερα, ακριβώς 15 χρόνια μετά τη γέννησή του, το Facebook έχει 2,2 δισ. χρήστες, η περιουσία του Ζάκερμπεργκ ανέρχεται περίπου στα 55 δισ. δολάρια ενώ πρόσφατα η εταιρεία του ανακοίνωσε ρεκόρ κερδών ύψους 6,88 δισ. δολαρίων για τους τελευταίους τρεις μήνες του 2018.
Ομως είναι, επίσης, γνωστό ότι οι άνθρωποι λένε ψέματα για τον εαυτό τους στο Facebook, όπως, άλλωστε, συμβαίνει και σε άλλες πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το 2016, η εταιρεία έρευνας αγοράς Custard ρώτησε 2.000 άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο και διαπίστωσε ότι μόλις το 18% από αυτούς δήλωσαν ότι το προφίλ τους στο Facebook τούς αντιπροσώπευε με ακρίβεια. Το 31% δήλωσε ότι το πρόσωπο που παρουσίαζαν στο Facebook ήταν «λίγο πολύ η ζωή τους αλλά χωρίς τα βαρετά της κομμάτια» ενώ το 14% δήλωσε ότι το Facebook τούς έκανε να φαίνονται «πολύ περισσότερο» κοινωνικά ενεργοί από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Οι άνδρες, όπως φάνηκε, ήταν πιο πιθανό να μη λένε την αλήθεια σε σχέση με τις γυναίκες, αφού σε ποσοστό 43% παραδέχτηκαν ότι είχαν επινοήσει κάποια πτυχή του ηλεκτρονικού τους εαυτού.
Υπάρχουν, όμως, εξίσου πολλές αποδείξεις καθημερινής εξαπάτησης και από την άλλη πλευρά. Πριν από έξι χρόνια, γράφει ο Guardian, η εταιρεία έρευνας αγοράς OnePoll διαπίστωσε ότι το ένα τρίτο των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα παραδέχτηκε «ατιμία» στα social media.
Σχεδόν μία στις τέσσερις γυναίκες παραδέχθηκε ότι online έλεγε ψέματα ή υπερβολές σε βασικές πτυχές της ζωής της μία έως τρεις φορές τον μήνα, και σχεδόν μία στις 10 δήλωσε ότι έλεγε ψέματα περισσότερο από μία φορά την εβδομάδα. Σε ποσοστό σχεδόν 30% οι γυναίκες έλεγαν ότι έκαναν κάτι ενώ στην πραγματικότητα ήταν μόνες στο σπίτι ενώ κατά 20% δεν ήταν ειλικρινείς σχετικά με τις διακοπές ή τις δουλειές τους.
Ολα αυτά βέβαια μπορεί να μη φαίνονται και τόσο τρομερά αφού είναι ίσως στη φύση των ανθρώπινων σχέσεων να προσπαθεί κανείς τόσο απελπισμένα να παρουσιάσει έναν καλύτερο εαυτό ώστε μερικές φορές να καταφεύγει αναπόφευκτα και σε ψεματάκια.
Ωστόσο, η εποχή του Facebook σηματοδοτεί μια διακοπή στη συνέχεια της παραδοσιακής ανθρώπινης συμπεριφοράς σε μια βασική της πτυχή. Στο παρελθόν, μπορούσαμε να κάνουμε ένα διάλειμμα από τη δράση και να επανέλθουμε με κάποια αίσθηση της ιδιωτικότητας και της αυθεντικότητας του εαυτού μας. Τώρα, όμως, η έλξη των εθιστικών εφαρμογών μάς κάνει να καταφεύγουμε συνεχώς στα smartphones μας. Πότε και πώς, λοιπόν, θα μπορούσε να σταματήσει όλο αυτό;
Μαζί με τις παρεμβάσεις των Ρώσων στις εκλογές, τις ψεύτικες ειδήσεις, τον λόγο του μίσους και την ακόρεστη όρεξη για προσωπικά δεδομένα, το να βρίσκεται κανείς αδιάκοπα online είναι σίγουρα ένας από τους πιο κακούς τρόπους με τους οποίους το Facebook επεμβαίνει στη ζωή μας.
Στο κενό ανάμεσα στην κοινωνική και την ιδιωτική μας ζωή, οι καινοτομίες του Facebook ανέδειξαν ένα χάος που έχει να κάνει με τις έννοιες της οικειότητας και της ιδιωτικής ζωής αλλά και κάτι που βρίσκεται ακόμη πιο κοντά στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης θέτοντας το ερώτημα, ποιοι είμαστε πραγματικά πέρα από την προσοχή και τις κρίσεις των άλλων, και αν γνωρίζουμε κάτι περισσότερο σχετικά.
Το σπάσιμο των ορίων ανάμεσα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό μας εαυτό, όμως, είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους νέους που διάγουν τη συχνά δύσκολη περίοδο της εφηβείας μέχρι τα 25 χρόνια (ή και περισσότερο για κάποιους άτυχους), ένα στάδιο της ζωής στο οποίο η ιδέα του «εαυτού» είναι ακόμα σε εξέλιξη.
Σε αυτή την ηλικία, οι νέοι είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι στο τι θα πουν οι φίλοι τους και η «κοινωνική σύγκριση» είναι μια εμμονή που πάει σε βάθος. Ολοι γνωρίζουμε τα βασικά: θέλει κανείς (απελπισμένα) να υπακούει στους κώδικες της εποχής του, και να είναι «cool» αποφεύγοντας ταυτόχρονα την κοροϊδία με κάθε κόστος. Το «look» είναι υψίστης σημασίας, το ίδιο και τα ρούχα. Στο νέο της βιβλίο για την κυριαρχία του Facebook και της Google με τίτλο «The Age of Surveillance Capitalism», η Σοσάνα Ζούμποφ αγγίζει την καρδιά του γιατί τα social media είναι τόσο τοξικά σε αυτό το στάδιο της ζωής.
«Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σηματοδοτούν μια νέα εποχή στην ένταση, την πυκνότητα και τη διαπερατότητα των διαδικασιών κοινωνικής σύγκρισης, ειδικά για τους νεότερους από εμάς, οι οποίοι είναι σχεδόν συνεχώς online σε μια περίοδο ζωής, κατά την οποία η δική τους ταυτότητα, η φωνή και η ηθική τους εξακολουθούν να εξελίσσονται», γράφει η αμερικανίδα ακαδημαϊκός, «Στην πραγματικότητα, το ψυχολογικό τσουνάμι της κοινωνικής σύγκρισης που προκαλεί η εμπειρία των social media είναι πρωτοφανές». Η Ζούμποφ αποκαλεί αυτή την εμπειρία «ζωή στην κυψέλη», σαν να είσαι «ζωντανός στο βλέμμα των άλλων επειδή είναι η μοναδική ζωή που έχεις, ακόμα και αν αυτό πονάει».
Σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιεύθηκε στα τέλη του Ιανουαρίου από την Ofcom, το 70% των νέων ηλικίας 12 έως 15 ετών έχει τουλάχιστον ένα προφίλ στα social media, ενώ από 8 έως 11 ετών, το ποσοστό είναι 18%. Οι πιο ορατοί λογαριασμοί των παιδιών τείνουν να «είναι πιο επιμελημένοι, παρουσιάζοντας την εικόνα ενός τέλειου εαυτού». Ενα σημαντικό ποσοστό συνδέει την κατάθλιψη και το άγχος με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, κάτι που συνήθως εντοπίζεται στον ηλεκτρονικό εκφοβισμό (online bullying) και στην αρνητική αντίληψη του εαυτού, που προκαλείται από την ανάγνωση των αναρτήσεων (posts) των άλλων.
Ακόμη, σύμφωνα με τη «Millennium Cohort Study», που διεξήχθη από το Ινστιτούτο Εκπαίδευσης του Λονδίνου (παρακολουθεί τις εμπειρίες ζωής 19.000 ατόμων που γεννήθηκαν στις αρχές του 21ου αιώνα), σχεδόν το 40% των κοριτσιών που περνούν περισσότερο από πέντε ώρες την ημέρα στα social media παρουσιάζει συμπτώματα κατάθλιψης. Ερευνα του 2017 της Βασιλικής Εταιρείας για τη Δημόσια Υγεία κατέγραψε νέους που ανέφεραν οι ίδιοι ότι όλες οι μεγάλες κοινωνικές πλατφόρμες είχαν αρνητική επίδραση στην ψυχική τους ευεξία, κάτι που οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας είπαν ότι συνδεόταν με αυξημένο αίσθημα ανεπάρκειας και ανησυχίας.
Σε απάντηση όλων αυτών, οι υπερασπιστές του Facebook υποστηρίζουν ότι η δημοτικότητά του μειώνεται ανάμεσα στους νεότερους χρήστες, αφού τώρα προτιμούν το Snapchat και το Instagram. Ωστόσο, το Facebook χρησιμοποιείται ακόμα από εκατομμύρια νέους ενώ το Instagram ανήκει στην εταιρεία του Ζάκερμπεργκ. Υπάρχει επίσης η αίσθηση ότι το Facebook, σπάζοντας τα στερεότυπα, έχει οδηγήσει τους χρήστες των social media ανεξαρτήτως ηλικίας (παιδιά, νέοι και ενήλικες) σε εφηβικές συμπεριφορές. Ακόμη, ανεξάρτητα από την πλατφόρμα που προτιμούν βιώνουν την ίδια αρνητική επίδραση της υπερβολικής χρήσης.
Με άλλα λόγια, η ατελείωτη προσπάθεια να υποκριθεί κανείς κάτι άλλο από αυτό που είναι πραγματικά, η συνεχής αναζήτηση της αποδοχής και η ανησυχία για το τι σκέφτονται οι άλλοι για εμάς μπορεί να είναι πεισματικά εφηβική συμπεριφορά, αλλά εκατομμύρια άνθρωποι πολύ μεγαλύτερης ηλικίας κάνουν ακριβώς αυτό κάθε λεπτό, συνήθως μέσω του Facebook. Σε αυτό το πλαίσιο, η σημερινή 15η επέτειος της εφεύρεσης του Μαρκ Ζάκερμπεργκ μπορεί να είναι μια καλή στιγμή για να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να εξετάσουμε εάν υποφέρουμε από το τεράστιο ξέσπασμα συλλογικά συνεχιζόμενης εξέλιξης, με όλο τον πόνο και τη δυσλειτουργία που αυτό συνεπάγεται.
Αν όπως λέγεται, η προσωπική εξέλιξη των celebrities μερικές φορές παγώνει τη στιγμή που γίνονται διάσημοι, τότε με τον ίδιο τρόπο το Facebook και οι συνέπειές του θα καθορίζονται πάντα από την αρχή του στο Χάρβαρντ καθώς ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ μετέτρεψε ολόκληρο τον κόσμο σε μια μεγάλη φοιτητική εστία, όπου σπάνια υπάρχει σιωπή, και οποιοσδήποτε με μια κάποια ευαίσθητη διάθεση μπορεί να θέλει –μάταια- λίγο χρόνο για τον εαυτό του.
Ο στόχος του δημιουργού του ήταν «να φέρει τον κόσμο πιο κοντά», όμως ένα από τα πολλά επιχειρήματα που διατυπώνονται εναντίον του είναι και το γεγονός ότι η ανθρώπινη κατάσταση απαιτεί να είμαστε κάθε τόσο μακριά ο ένας από τον άλλο, αλλά και μόνοι. Είναι δυνατόν να ξεχάστηκε αυτό μέσα σε μόλις 15 χρόνια;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News