2226
Μαντόνα, Ανι Λένοξ και Nτέιβιντ Μπάουι στην έκθεση «The Face Magazine: Culture Shift», αφιερωμένη στο εμβληματικό περιοδικό The Face, στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων | © National Portrait Gallery

Λονδίνο: Γιατί η δεκαετία του 1980 είναι ξανά στη μόδα

Protagon Team Protagon Team 15 Μαρτίου 2025, 13:24
Μαντόνα, Ανι Λένοξ και Nτέιβιντ Μπάουι στην έκθεση «The Face Magazine: Culture Shift», αφιερωμένη στο εμβληματικό περιοδικό The Face, στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων
|© National Portrait Gallery

Λονδίνο: Γιατί η δεκαετία του 1980 είναι ξανά στη μόδα

Protagon Team Protagon Team 15 Μαρτίου 2025, 13:24

«Στο μέλλον όλοι θα κατηγορούν τη δεκαετία του 1980 για όλα τα κοινωνικά δεινά, με τον ίδιο τρόπο που πολλοί κατηγορούσαν παλαιότερα τη δεκαετία του 1960» δήλωσε πρόσφατα στο βρετανικό περιοδικό The Rake ο Πίτερ Γιορκ, σύμβουλος μάνατζμεντ, συγγραφέας και κατ’ εξοχήν παρατηρητής του στυλ και των πολιτισμικών τάσεων της δεκαετίας του 1980, αναφερόμενος στα «Big Bangs» (μεγάλες εκρήξεις) του μονεταρισμού, της απορρύθμισης και του ελευθερισμού, που «διαπερνούν έκτοτε την κουλτούρα».

Περιέργως, σημειώνει στον Guardian ο Σον Ο’Χέιγκαν, ο Γιορκ δεν ανέφερε ένα από τα εξίσου διαρκή αλλά πιο θετικά «Big Bang» της δεκαετίας του 1980, την «κουλτούρα του στυλ», που ξεκίνησε σε εκείνη την κακοποιημένη δεκαετία και συνεχίζει να αντανακλάται στη σύγχρονη κουλτούρα με έναν συνολικά λιγότερο κακόβουλο τρόπο. Αυτή τη στιγμή, μάλιστα, δοξάζεται με τρεις εκθέσεις στο Λονδίνο.

Eξώφυλλα του The Face στους τοίχους της Εθνικής Πινακοθήκης Πορτρέτων στο Λονδίνο (© Poppy Andrews/National Portrait Gallery)

Στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων (National Portrait Gallery), όπου παρουσιάζεται η έκθεση «The Face Magazine: Culture Shift», οι τοίχοι σε αρκετές αίθουσες είναι γεμάτοι από πάνω μέχρι κάτω με glossy φωτογραφίες από το περιοδικό Face, το οποίο στο δελτίο Τύπου της έκθεσης περιγράφεται ως «ένα πρωτοποριακό περιοδικό νεανικής κουλτούρας και στυλ, που έχει διαμορφώσει το δημιουργικό και πολιτιστικό τοπίο στη Βρετανία, και όχι μόνο».

Εκτίθενται πάνω από 200 εικόνες, έργα περισσότερων από 80 φωτογράφων. Ορισμένοι από αυτούς, όπως οι Γιούργκεν Τέλερ και Ντέιβιντ Σιμς, έχουν γίνει έκτοτε διάσημοι σε όλον τον κόσμο, μερικά από τα θέματά τους, δε, περιλαμβάνουν μια έφηβη Κέιτ Μος, μια αυθάδη Νένε Τσέρι και τον σκανδαλιάρη σχεδιαστή μόδας Ζαν Πολ Γκοτιέ

Στην απέναντι όχθη του Τάμεση, η έκθεση της Tate Modern με τίτλο «Leigh Bowery!» δοξάζει τη ζωή και τα πεπραγμένα τής πιο εξωφρενικής περσόνας που αναδύθηκε ποτέ από τον αλληλένδετο κόσμο της μόδας και της κουλτούρας των κλαμπ της δεκαετίας του 1980, με τα κοστούμια που δημιούργησε ο ίδιος να αποτελούν ίσως την πιο ακραία εκδήλωση της διαδοχής που παρατηρήθηκε στις περίτεχνα εκφρασμένες φυλετικές υποκουλτούρες εκείνης της περιόδου.

Φέργκους Γκριρ, «Λι Μπόουερι, Συνεδρία 1 Look 2» 1988 (Fergus Greer, Courtesy Michael Hoppen Gallery)

Παράλληλα με αυτές τις δυο εκθέσεις-υπερπαραγωγές με θέμα τη δεκαετία του 1980, μια άλλη, μικρότερη αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα, με τίτλο «Outlaws: Fashion Renegades of 80s London», λειτουργεί έως την ερχόμενη Κυριακή στο Μουσείο Μόδας και Κλωστοϋφαντουργίας στο Μπέρμοντζι.

Πρόκειται για μια βαθιά κατάδυση στην έκρηξη της DIY (do it yourself) δημιουργικότητας, που στηρίζει και τις δύο μεγαλύτερες εκθέσεις, η οποία βοήθησε να καθοριστεί αυτό που τότε ήταν γνωστό ως «δεκαετία του στυλ». Παρουσιάζει μια σειρά από ανεξάρτητους σχεδιαστές και στυλίστες μόδας, όπως ο Κρίστοφερ Νέμεθ, η Τζούντι Μπλέιμ και η εταιρεία BodyMap, καθώς και πρώιμες δημιουργίες πιο καθιερωμένων ονομάτων όπως ο διάσημος, πλέον, Τζο Γκαλιάνο.

Η Κέιτ Μος τον Μάρτιο του 1993 (© Glen Luchford / National Portrait Gallery)

Η επανεκτίμηση της δεκαετίας του 1980, δε, θα συνεχιστεί με γοργούς ρυθμούς τον Σεπτέμβριο, όταν το Μουσείο Design του Λονδίνου θα φιλοξενήσει την έκθεση «Blitz: Τhe club that shaped the 80s» (Blitz: το κλαμπ που διαμόρφωσε τη δεκαετία του 1980), η οποία αποτίνει φόρο τιμής στον χώρο των αυτοαποκαλούμενων νεορομαντικών Στιβ Στρέιντζ και Ράστι Ιγκαν. Οπως ισχυρίζεται με κάποια υπερβολή η ιστοσελίδα τους, «ξεκίνησε το στυλ της δεκαετίας του ’80».

Συλλογική νοσταλγία από τους μεγαλύτερους, ζήλεια από τους νεότερους

Η σύγκλιση αυτών των εκθέσεων με θέμα τη δεκαετία του 1980 έχει προκαλέσει ένα ξέσπασμα συλλογικής νοσταλγίας στη γενιά που ενηλικιώθηκε τότε, καθώς και ένα συνακόλουθο buzz ζήλειας και περιέργειας στους σημερινούς νέους που ενδιαφέρονται για το στυλ, γράφει στον Guardian ο Σον Ο’Χέιγκαν.

Οι τελευταίοι προσέρχονται μαζικά για να εξερευνήσουν τη ζωντανή πολιτιστική διασύνδεση μιας εποχής από στόμα σε στόμα, μιας εποχής χωρίς smartphones και τα social media – κάτι που πρέπει να τους φαίνεται σχεδόν αδιανόητο. Δεδομένου, δε, ότι η δεκαετία του 1980 ισαπέχει από τη σημερινή εποχή και από τη δεκαετία του 1940, το ερώτημα που γεννάται είναι «γιατί τώρα» όλες αυτές οι εκθέσεις;

Στιγμιότυπο από την έκθεση της Tate Modern «Leigh Bowery!» (Tate Photography /Larina Annora Fernandes)

Μια πιθανή απάντηση δίνει ο συγγραφέας και επιμελητής Ικαου Εσουν, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος του «Face». «Το περιοδικό καθόρισε ως έναν βαθμό την τελευταία προ-ψηφιακή περίοδο» λέει στον Guardian. «Είναι μια περίοδος που έχει παγώσει στον χρόνο σχεδόν αποκλειστικά σε ακίνητες εικόνες και λέξεις, που βρίσκεται εκτός της τρέχουσας στιγμής μας, αλλά και κατά κάποιον τρόπο απροσδόκητα κοντά, κυρίως επειδή εξακολουθεί να αντηχεί στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα μας.

»Ενα από τα πράγματα που αναδεικνύει η έκθεση είναι ο τρόπος με τον οποίο το περιοδικό δόξαζε, και μάλιστα εξομάλυνε, τις έννοιες της ρευστότητας και της ταυτότητας, που σήμερα φαίνονται εντελώς σύγχρονες. Στις σελίδες του επαναπροσδιορίζονταν τα όρια που επικρατούσαν για πάρα πολύ καιρό» εξηγεί.

Το περιοδικό The Face εκδόθηκε το 1980 από τον Νικ Λόγκαν, έναν οραματιστή εκδότη που είχε επανασχεδιάσει τη μουσική εφημερίδα NME στις αρχές της δεκαετίας του 1970, και στη συνέχεια, το 1978, δημιούργησε το επιτυχημένο ποπ περιοδικό Smash Hits.

Το περιοδικό The Face «καθόρισε ως έναν βαθμό την τελευταία προ-ψηφιακή περίοδο» (© Poppy Andrews/National Portrait Gallery)

Στα χρόνια της δεκαετίας του 1980 το Face απηχούσε, και ως έναν βαθμό προωθούσε, μια ευρύτερη αλλαγή στα γούστα της ποπ κουλτούρας, που προερχόταν από τη γέννηση της κουλτούρας των κλαμπ, καθώς και τη συνακόλουθη άνοδο μιας γενιάς έντονα ανεξάρτητων σχεδιαστών μόδας και φιλόδοξων καταναλωτών, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να μάθουν περισσότερα για το στυλ, το design, το τι να φορέσουν και σε ποια κλαμπ να πάνε.

Ο Σον Ο’Χέιγκαν γράφει στον Guardian ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 εργάστηκε και ο ίδιος για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στο Face, όταν το περιοδικό είχε καθιερωθεί ως κριτής της ποπ κουλτούρας σε κάθε τομέα, γράφοντας άρθρα για το trip-hop και τη σκηνή του Μπρίστολ, την αινιγματική Σινέντ Ο’Κόνορ, το σουρεαλιστικό χιούμορ του Βικ Ριβς και του Μπομπ Μόρτιμερ, και τη δεύτερη έλευση των U2, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει ξαφνικά την ειλικρίνεια για την ειρωνεία, επαναπροσδιορίζοντας την εικόνα τους στην περιοδεία τους «Zoo TV Tour».

Θυμάται την έκπληξή του την πρώτη φορά που επισκέφθηκε το γραφείο του Face στο Old Laundry στο Μέριλμπον και διαπίστωσε ότι το προσωπικό πλήρους απασχόλησης φαινόταν να αποτελείται από περίπου μισή ντουζίνα άτομα, τα οποία δούλευαν μέχρι αργά τη νύχτα όταν έκλειναν τεύχος.

H Mαντόνα τον Ιούνιο του 1990 (© Jean Baptiste Mondino / National Portrait Gallery)

Σε αντίθεση με το NME, όπου ο Ο’Χέιγκαν είχε δουλέψει επίσης στο παρελθόν, το Face ήταν ένα περιοδικό όπου ο καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν εξίσου σημαντικός με τον αρχισυντάκτη και οι φωτογράφοι πιο σημαντικοί από τους δημοσιογράφους. Σε αυτόν τον γενναίο νέο κόσμο ήρθαν, επίσης, στο προσκήνιο οι στυλίστες, σέρνοντας βαλίτσες με ρούχα σε περίτεχνα θεματικές φωτογραφήσεις. Και ο Λόγκαν αιωρούνταν πάνω από το περιοδικό σαν πνεύμα καθοδήγησης: ήσυχος, ανεπιτήδευτος και με ένα ενστικτώδες ταλέντο στην αναγνώριση και την καλλιέργεια νέων ταλέντων, το οποίο φαινόταν να έχει περάσει σε όλους τους άλλους, στη συντακτική ομάδα και στους καλλιτεχνικούς διευθυντές.

Το πιο εμφανές, δε, εκ των υστέρων, γράφει ο Ο’Χέιγκαν στον Guardian, είναι οι απροσδόκητοι τρόποι με τους οποίους το ήθος DIY, που τροφοδοτούσε το πανκ στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μεταφέρθηκε στη δεκαετία του 1980. Και τροφοδότησε όχι μόνο την άνοδο του Face, αλλά και την εμφάνιση μιας γενιάς ανεξάρτητων σχεδιαστών μόδας, των οποίων οι τρελά εφευρετικές δημιουργίες συχνά ακολουθούσαν μια διαδικασία την οποία οι μεταμοντέρνοι θεωρητικοί της ηπειρωτικής Ευρώπης ονόμαζαν bricolage, δηλαδή δημιουργική επαναχρησιμοποίηση όσων ήταν διαθέσιμα.

«Ηταν η εποχή πριν από την τυραννία των εμπορικών σημάτων και των αθλητικών ειδών» λέει στον Guardian ο Μάρτιν Γκριν, συγγραφέας και επιμελητής της έκθεσης «Outlaws». «Οι άνθρωποι αποδομούσαν και επαναχρησιμοποιούσαν τα ρούχα, χρησιμοποιώντας ό,τι μπορούσαν, από παραμάνες μέχρι κομμάτια υφάσματος που αγόραζαν σε καταστήματα υφασμάτων στο Σόχο. Τα έκοβαν, τα συναρμολογούσαν ξανά και ίσως να τα ζωγράφιζαν στο χέρι. Σκέφτομαι τα απίστευτα δημιουργικά ταλέντα, όπως η Τζούντι Μπλέιμ, σαν το ισοδύναμο του ρακοσυλλέκτη στη μόδα. Δημιούργησαν άγρια ​​ρούχα με ό,τι ήταν προσιτό και διαθέσιμο, από τούρκικα χαλιά μέχρι πετσέτες τσαγιού, ακόμη και σουβέρ μπίρας» εξηγεί ο Γκριν.

Η έκθεση του Μουσείου Μόδας και Κλωστοϋφαντουργίας ρίχνει μια διαφωτιστική ματιά σε μια κοινότητα που επηρεαζόταν έντονα από τον πειραματισμό για τη δημιουργία ανατρεπτικών, προκλητικών και αντισυμβατικών εικόνων – χωρίς να επιδιώκει την καριέρα και το κέρδος. Γι’ αυτό ίσως οι σημερινοί νέοι βρίσκουν τόσο ενδιαφέρουσες αυτές τις ρετροσπεκτίβες της δεκαετίας του 1980, σημειώνει ο Ο’Χέιγκαν στον Guardian.

Προσθέτει ότι σήμερα οι νέοι και δημιουργικοί βρίσκονται στο έλεος ενός ακόμη πιο βάναυσου νεοφιλελεύθερου οικονομικού περιβάλλοντος, το οποίο, κατά ειρωνεία της τύχης, έχει τις ιδεολογικές απαρχές του στη θατσερική δεκαετία του 1980. Τα απαγορευτικά δίδακτρα, τα υψηλά ενοίκια και οι χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας είχαν αναπόφευκτα αρνητικό αντίκτυπο στους άλλοτε αξιοκρατικούς κόσμους της τέχνης, της μόδας και των περιοδικών εκδόσεων, οι οποίοι είναι πλέον απρόσιτοι για πολλά επίδοξα νέα ταλέντα που προέρχονται από την εργατική τάξη.

Ο Μάρτιν Γκριν, οξυδερκής παρατηρητής των ρευμάτων της ποπ κουλτούρας του παρελθόντος και του παρόντος, εντοπίζει μια πιο βαθιά αλλαγή στον τρόπο που το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν. «Ως έναν βαθμό, οι νέοι ενδιαφέρονταν πάντα για το στυλ και τη μόδα των προηγούμενων γενεών» λέει. Σήμερα, ωστόσο, «φαίνεται να υπάρχει μια πείνα για εκείνη την εποχή, για τις απεριόριστες δημιουργικές δυνατοτήτες που προσέφερε».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...