Ο ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν –θεμελιωτής της «ανελεύθερης δημοκρατίας»– συμπαθεί τον Ντόναλντ Τραμπ επειδή σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του κατάφερε να κερδίσει τις ελίτ. Αλλωστε αυτή είναι και η δική του μάχη κατά της Ευρωπαϊκής Ενωσης η οποία κυριαρχείται από «μια ενιαία κεντροδεξιά και κεντροαριστερή ελίτ» που δεν αναγνωρίζει τη «βαθιά αλλαγή σε εξέλιξη στην Ευρώπη».
Ο Ορμπαν έχει δηλώσει ότι δεν σκοπεύει να «φύγει» από την ΕΕ ούτε να την «καταστρέψει», θέλει να την «αλλάξει», όπως δήλωσε o ίδιος τον προηγούμενο μήνα, απευθυνόμενος σε δημοσιογράφους στο Στρασβούργο, πριν από την ομιλία του στην ολομέλεια του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου κατά την οποία παρουσίασε τις προτεραιότητες της ουγγρικής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ.
«Ο λαός κατά της ελίτ, πολιτικές που θέλει ο λαός ενάντια σε πολιτικές που επιβάλλονται από την ελίτ. Αυτό είναι το μήνυμα, με λίγα λόγια, των λαϊκιστών ηγετών», όπως συνοψίζουν οι Φραντσέσκα Μπάσο και Βιβιάνα Μάτσα της Corriere della Sera σε ανάλυσή τους. Εξηγούν πως «αυτή η απλούστευση είναι ύπουλη», καθώς δελεάζει τα παραδοσιακά κόμματα, προκειμένου να ανακτήσουν έδαφος, να δίνουν απαντήσεις που είναι κακέκτυπα των απόψεων των λαϊκιστών, αντί να επιδιώκουν να τους καταστήσουν ασήμαντους, προτείνοντας αξιόπιστες εναλλακτικές προτάσεις, ικανές να διασκεδάσουν τις ανησυχίες και τη δυσαρέσκεια των πολιτών.
«Μια εξιδανικευμένη “λαϊκή θεωρία της δημοκρατίας”, όπως την ονομάσαμε ο πολιτικός επιστήμονας Κρίστοφερ Αχεν και εγώ –γράφει ο Λάρι Μ. Μπαρτέλς στο Foreign Affairs– ενθαρρύνει τους δημοσιογράφους, τους μελετητές και τους απλούς πολίτες να φαντάζονται ότι η κινητήρια δύναμη πίσω από μεγάλες αλλαγές στα κομματικά συστήματα και στους κυβερνητικούς συνασπισμούς σχετίζεται με αντίστοιχες μεγάλες αλλαγές στην κοινή γνώμη. Εάν τα λαϊκιστικά κόμματα ενισχύονται στα κοινοβούλια, αυτό πρέπει να οφείλεται στο ότι οι άνθρωποι στρέφονται κατά της μετανάστευσης, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των καθιερωμένων πολιτικών θεσμών. (Δεν στρέφονται). Εάν τα δημοκρατικά πρότυπα και οι θεσμοί διαβρώνονται, αυτό πρέπει να οφείλεται στο ότι η δημόσια υποστήριξη για τη δημοκρατία ως σύστημα διακυβέρνησης έχει αποδυναμωθεί. (Δεν έχει)».
Ο Λάρι Μπαρτέλς είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Βάντερβιλντ ενώ στο άρθρο του διερευνά τις αντιφάσεις που εντοπίζονται στο αφήγημα σχετικά με την ανάπτυξη του λαϊκισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη και προειδοποιεί για ορισμένους κινδύνους, καταλήγοντας στο εξής συμπέρασμα: «Οπως παρατήρησε ο διαπρεπής πολιτικός επιστήμονας Ελμερ Ερικ Σατσνάιντερ πριν από αρκετές δεκαετίες, αυτού του είδους η κατανόηση της δημοκρατικής πολιτικής είναι “ουσιαστικά απλοϊκή, βασισμένη σε μια τρομερά υπερβολική αντίληψη της αμεσότητας και του επείγοντος της σύνδεσης μεταξύ της κοινής γνώμης και των γεγονότων”. Η μοίρα της δημοκρατίας βρίσκεται στα χέρια των πολιτικών. Είναι αυτοί που επιλέγουν να διαχειριστούν, να κατευνάσουν, να αγνοήσουν ή να υποδαυλίσουν το λαϊκιστικό αίσθημα. Είναι επικίνδυνο λάθος να αποδέχονται αφελώς την υποταγή τους στη φαινομενική βούληση του λαού. Και όταν τα λαϊκά παράπονα χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για την εφαρμογή κακών πολιτικών ή, ακόμη χειρότερα, ως πρόσχημα για δημοκρατική οπισθοδρόμηση, δεν φταίνε οι πολίτες αλλά οι πολιτικοί».
Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός ότι υπάρχει διάχυτη δυσαρέσκεια στις κοινωνίες τόσο της Ευρώπης όσο και των Ηνωμένων Πολιτειών, και ελάχιστη σημασία έχει εάν το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ είναι το χαμηλότερο από το 2011 (5,9% τον περασμένο Σεπτέμβριο σύμφωνα με την Eurostat) και η αμερικανική οικονομία είναι υγιής ή εάν οι αφίξεις μεταναστών δεν αντιστοιχούν σε «εισβολή»: «Αυτό που έχει σημασία είναι η αντίληψη (συν το γεγονός ότι το γενικό οικονομικό κλίμα δεν αποκαλύπτει πάντα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους οι απλοί άνθρωποι ειδικά όσον αφορά το κόστος ζωής), η οποία στη συνέχεια μεταφράζεται σε διαφορετικές επιλογές στις κάλπες», σχολιάζουν οι Φραντσέσκα Μπάσο και Βιβιάνα Μάτσα.
Ωστόσο οι πολιτικοί πρέπει να βρίσκουν απαντήσεις στα πραγματικά προβλήματα και να μην εκμεταλλεύονται τους φόβους και τις ανησυχίες των πολιτών. Αυτή είναι μια επικίνδυνη στρατηγική που τις περισσότερες φορές δεν φέρνει αποτέλεσμα, όπως θυμίζει Λάρι Μπαρτέλς στην ανάλυσή του: «Η διαχείριση των ρευμάτων του λαϊκισμού μερικές φορές απαιτεί παραχωρήσεις και συμβιβασμούς. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, οι πολιτικοί ηγέτες, πανικοβλημένοι από τη διογκωμένη απειλή ενός λαϊκιστικού κύματος, πιθανότατα παραχωρούν περισσότερα από όσα πρέπει ή θα έπρεπε.
»Ισως το πιο κρίσιμη (όσον αφορά τις συνέπειες) περίπτωση τέτοιας υπερβολικής αντίδρασης ήταν η υπόσχεση του βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον το 2013 να διεξαγάγει δημοψήφισμα για την παραμονή της Βρετανίας στη Ευρωπαϊκή Ενωση», γράφει ο αμερικανός επιστήμονας, κάνοντας λόγο για «απερίσκεπτο στοίχημα» που αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση της διογκωμένης απειλής του Κόμματος Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου.
Eνα άλλο μάθημα που θα έπρεπε να έχουν πάρει τα παραδοσιακά κόμματα είναι ότι οι εκλογικές μάχες δεν κερδίζονται με τη δαιμονοποίηση του αντιπάλου, όπως απέδειξε η σχετικά άνετη επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ: ούτε καν η εισβολή στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου του 2021, η οποία ουσιαστικά υποκινήθηκε από τον Τραμπ, δεν λειτούργησε αποτρεπτικά όταν ήρθε η ώρα να ψηφίσουν οι Αμερικανοί.
Και αυτό συμβαίνει επειδή «οι απλοί άνθρωποι τις περισσότερες φορές και στα περισσότερα μέρη νοιάζονται περισσότερο για την ασφάλειά τους, τα προσωπικά τους οικονομικά και την επικύρωση της κοινωνικής τους ταυτότητας παρά για το σεβασμό των δημοκρατικών κανόνων και διαδικασιών», παρατηρεί ο Λάρι Μπαρτέλς, επικαλούμενος μια μελέτη της αμερικανίδας πολιτολόγου Νάνσι Μπέρμεο για την κατάρρευση της δημοκρατίας στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική κατά τον 20ο αιώνα: «Οι απλοί άνθρωποι ήταν γενικά ένοχοι ότι παρέμειναν παθητικοί, όταν οι δικτάτορες προσπάθησαν πραγματικά να καταλάβουν την εξουσία. Ενώ γενικά δεν πολώθηκαν ούτε κινητοποιήθηκαν υπέρ της δικτατορίας, δεν κινητοποιήθηκαν αμέσως για την υπεράσπιση της δημοκρατίας», είχε γράψει η Νάνσι Μπέρμεο το 2003.
«Μπορεί να είναι δελεαστικό να ερμηνεύσουμε τη δημόσια αδιαφορία για την καταστρατήγηση των δημοκρατικών κανόνων ως προϊόν του “λαϊκιστικού κύματος”. Στην πραγματικότητα, είναι ένα μακροχρόνιο χαρακτηριστικό της δημοκρατικής πολιτικής, και όχι μόνο στις περιπτώσεις κατάρρευσης που μελετά η Μπέρμεο», συμπληρώνει σήμερα ο Λάρι Μπαρτέλς.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Τραμπ επανεξελέγη στην προεδρία ενώ στην Ευρώπη οι λαϊκιστές ενισχύονται σταθερά, αλλά δεν εκπροσωπούν ολόκληρο το εκλογικό σώμα. Οπως πολύ σωστά επισήμανε ο απερχόμενος γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς στα τέλη του περασμένου Ιουνίου, μετά τις ευρωεκλογές και την ενίσχυση της Ακροδεξιάς, «τρεις στους τέσσερις Ευρωπαίους δεν ψηφίζουν λαϊκιστές και ακραία κόμματα αλλά για φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις: έχουμε υποχρέωση απέναντί τους και αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον ζήτημα στη συζήτηση». Με λίγα λόγια, το τραγούδι των Σειρήνων παραμένει γοητευτικό και συνεχίζει να παραπλανά ολοένα περισσότερους ψηφοφόρους, εναπόκειται, οπότε, στους ευρωπαϊστές πολιτικούς να βρουν πειστικές απαντήσεις, το οποίο, όμως, εξακολουθεί να μη συμβαίνει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News