Το βράδυ της Τρίτης 6 Ιουνίου ανακοινώθηκε ο θάνατος της Φρανσουάζ Ζιλό, μιας καταξιωμένης ζωγράφου, η οποία έζησε μέχρι την ηλικία των 101 ετών και είχε μια καριέρα 80 ετών, αφήνοντας πίσω της 1.600 πίνακες και 3.600 έργα σε χαρτί. Ηταν επίσης η καταξιωμένη συγγραφέας διεθνών μπεστ σέλερ, ένα από τα οποία, «Η ζωή με τον Πικάσο», επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις New York Review Books Classics.
Καλλιτέχνις από πάντα, η Ζιλό είχε δηλώσει σε ηλικία 21 ετών: «Ενιωθα ότι η ζωγραφική ήταν όλη μου η ζωή». Η παραγωγή της κυμαίνεται από πορτρέτα και τοπία μέχρι νεκρές φύσεις και κολλάζ. Συχνά με φωτεινά χρώματα, χρησιμοποιεί στη δουλειά της γωνιώδη σχήματα που τέμνονται για να συνθέσουν ένα σκηνικό παραλίας, ένα αστικό τοπίο, έναν κομήτη που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα ή μια μητέρα και ένα παιδί.
Αλλά στράφηκε επίσης στη μονοχρωμία: Με το έργο της «Οψεις της Θηλυκότητας» (1994) η Ζιλό αμφισβήτησε τους πολυάριθμους τρόπους με τους οποίους γίνονται αντιληπτές οι γυναίκες, ενώ στο «Ο Αδάμ αναγκάζει την Εύα να φάει ένα μήλο» (1946) χρησιμοποίησε σκληρές γραμμές για να επανεξετάσει τη βιβλική ιστορία, εστιάζοντας στον πειρασμό, την τιμωρία και την ενοχοποίηση των γυναικών.
Η δουλειά της βρίσκεται πλέον στις συλλογές των μουσείων Met και MoMA στη Νέα Υόρκη, καθώς και στο Centre Pompidou στο Παρίσι, ενώ το 2021 το έργο της «Η Παλόμα με κιθάρα» (1965) έπιασε 1,3 εκατ. δολάρια σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s.
Κόρη της κεραμίστριας Μαντλέν Ζιλό-Ρενούλ και του αγρονόμου Εμίλ Ζιλό, η Φρανσουάζ Ζιλό σπούδασε στη Σορβόννη, από όπου πήρε πτυχίο Φιλοσοφίας, και άλλο ένα στην Αγγλική Λογοτεχνία από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Αν και αρχικά ενδιαφέρθηκε για τη Νομική, μεταπήδησε στην τέχνη για «λόγους ασφαλείας», μετά την εισβολή των Γερμανών στο Παρίσι. Δυστυχώς, η πρώιμη δουλειά της εξαφανίστηκε όταν ένα κάρο που μετέφερε τα υπάρχοντα της οικογένειας Ζιλό συνετρίβη, κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η πρώτη της έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1943, όταν ήταν μόλις 22 ετών. Και το πρώτο της βιβλίο, που περιγράφει λεπτομερώς τη ζωή του καλλιτέχνη-εραστή της εκδόθηκε το 1964, παρά το γεγονός ότι ο πρώην σύντροφός της προσπάθησε να το μπλοκάρει πολλές φορές. Το 2010 η Ζιλό τιμήθηκε με τον τίτλο του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής (Ordre national de la Légion d’honneur). Ηταν αιχμηρή και καταπληκτική. Η Εμα Μπροκς, η οποία της πήρε συνέντευξη για τον Guardian το 2016, την αποκάλεσε «άγρια και ασυμβίβαστη».
Αλλά όταν ήρθε η ώρα των τίτλων που ανακοίνωναν τον θάνατό της, τα διεθνή μέσα ενημέρωσης είχαν άλλες ανησυχίες, γράφει στον Guardian η Κέιτι Χέσελ. Αντί να την τιμήσουν και να τη θυμούνται ως την επιτυχημένη γυναίκα που ήταν, οι New York Times έγραψαν: «Η Φρανσουάζ Ζιλό, καλλιτέχνις στη σκιά του Πικάσο, πέθανε στα 101»· ο Guardian ακολούθησε αναφέροντάς την ως «ζωγράφο και μούσα στον Πικάσο»· η Washington Post την προσδιόρισε ως «διάσημη καλλιτέχνη, συγγραφέα και μούσα του Πικάσο»· και το ARTNews έγραψε ότι ήταν μια «καλλιτέχνις που εξιστόρησε άφοβα τη σχέση της με τον Πικάσο».
Η δημοσιογράφος του Guardian αναρωτιέται, λοιπόν, αν πρέπει όντως να αναφέρεται το όνομά του (Πικάσο)… Δεν είναι αρκετά τα δικά της επιτεύγματα, η καριέρα της, το όνομά της, για να σταθούν μόνα τους; Πότε θα σταματήσουν, επιτέλους, τα μέσα ενημέρωσης να αναφέρονται στις γυναίκες σε σχέση με έναν σύντροφο από τον οποίο χώρισαν πριν από επτά δεκαετίες και να διαιωνίζουν αυτόν τον κραυγαλέο σεξισμό;
Αρχικά, ο πλαγιότιτλος των New York Times έγραφε: «Μια ολοκληρωμένη ζωγράφος (και συγγραφέας απομνημονευμάτων) από μόνη της, έκανε ό,τι καμία άλλη ερωμένη του δεν είχε κάνει ποτέ: Εφυγε». Εκτοτε, ο πλαγιότιτλος διορθώθηκε από «mistress» (ερωμένη παντρεμένου άνδρα) σε «lover» (ερωμένη), δεδομένου ότι η σχέση τους διήρκεσε σχεδόν μια δεκαετία, και οι λέξεις «από μόνη της» αφαιρέθηκαν.
Ωστόσο, η Χέσελ θέλει να θίξει ακριβώς αυτές τις τρεις λέξεις, μια περιττή παρένθεση που εμφανίζεται πολύ συχνά, ειδικά όταν πρόκειται για γυναίκες, και χρησιμοποιείται για να τονίσει κάτι το οποίο είναι «άλλο» από αυτό που το κατεστημένο θεωρεί προεπιλογή: την πατριαρχία.
Δεν πρόκειται για την κατάργηση ή την ακύρωση ορισμένων ιστοριών και λεπτομερειών. Κατά καιρούς είναι σημαντικές, γράφει η Χέσελ στον Guardian. Αλλά πρέπει να σεβόμαστε τη ζωή κάποιου και το πώς την έζησε και τι πέτυχε. Αν χρειάζεται να βρούμε τις ρίζες των ανθρώπων κάπου αλλού, προκειμένου να καθοδηγήσουμε τους αναγνώστες, δεν θα μπορούσε αυτό να είναι το κοινωνικό και τo πολιτικό πλαίσιο;
Πώς πιστεύετε ότι θα ένιωθε η Ζιλό βλέποντας τη ζωή της να συρρικνώνεται σε έναν τίτλο που αναφέρεται σε μια σχέση την οποία είχε στα 20 της; Σε εκείνη τη συνέντευξη του 2016 η Μπροκς έγραψε: «Επεσήμαινε πάντα ότι o χαρακτηρισμός “ερωμένη του Πικάσο” ή “φίλη του Ματίς” είναι μεγάλη αδικία για εκείνη ως καλλιτέχνη, γιατί ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό».
Ομοίως, το 1997, με αφορμή τον θάνατο της Ντόρα Μάαρ, πρωτοπόρου καλλιτέχνιδας που ασχολήθηκε με τη φωτογραφία, τη ζωγραφική και το φωτομοντάζ, ο τίτλος του αφιερώματος των New York Times ανέφερε απλώς «Η Ντόρα Μάαρ, μια μούσα του Πικάσο, πέθανε στα 89», διαιωνίζοντας επιπλέον την προβληματική έννοια της μούσας.
Η αναδιάταξη των προτάσεων ή η χρήση εναλλακτικών φράσεων για να τιμηθεί η ζωή κάποιου με σεβασμό δεν είναι δύσκολη, και τα μέσα ενημέρωσης δεν θα πρέπει να έχουν ως προεπιλογή την αναφορά στις γυναίκες ως μούσες, συζύγους ή στη σκιά κάποιου άνδρα, τονίζει η Κέιτ Χέσελ στον Guardian.
Επισημαίνει ακόμη ότι πρέπει επίσης να υποθέσουμε πως ο αναγνώστης είναι αρκετά έξυπνος και ενδιαφέρεται να κάνει κλικ στο άρθρο χωρίς τέτοιους τίτλους, γιατί αν αυτό δεν γίνει τώρα, τότε πώς θα αλλάξει ποτέ το τοπίο; Κανείς δεν ζει «στη σκιά» κανενός – ειδικά όταν πρόκειται για ένα άτομο που έλαμψε από μόνο του τόσο καθαρά και τόσο έντονα. Οπως είπε η ίδια η Φρανσουάζ Ζιλό: «Ζω τη ζωή μου με τον δικό μου τρόπο»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News