Ο Τζορτζ Οργουελ πέθανε από φυματίωση το 1950, σε ηλικία 46 ετών, λίγους μήνες μετά την εντυπωσιακά επιτυχημένη κυκλοφορία του «1984». Εκτοτε, θεωρείται αδιαμφισβήτητα ένας από τους μεγάλους προφήτες της εποχής μας, που εκτιμάται όχι μόνο γιατί μίλησε ξεκάθαρα για τα κακά του ολοκληρωτισμού και αυτών που ονόμασε «δύσοσμες μικρές ορθοδοξίες οι οποίες διεκδικούν τώρα τις ψυχές μας», αλλά και ένας φάρος ηθικής λογικής και αληθινής πεζογραφίας.
Αναρωτιέται κανείς με θλίψη τι στο καλό θα έκανε με τα εναλλακτικά γεγονότα και τα ξεκάθαρα ψεύδη που δηλητηριάζουν τόσο μεγάλο μέρος της σύγχρονης πολιτικής, γράφει στην Telegraph ο Ρούπερτ Κρίστιανσεν, παρουσιάζοντας την «υπέροχη νέα μελέτη» του Ντ. Τζ. Τέιλορ «Orwell: The New Life».
Προφήτης, ναι, και πηγή ανθρώπινης σοφίας, αλλά όχι γύψινος άγιος, γράφει στο νέο του βιβλίο ο Τέιλορ, ο οποίος είναι «κολλημένος» εδώ και πολύ καιρό με τον Οργουελ: πριν από 20 χρόνια έγραψε μια ωραία βιογραφία του σπουδαίου βρετανού συγγραφέα, που φαινόταν να υπερισχύει όλων των προηγούμενων προσπαθειών.
Στη συνέχεια έγραψε και μια μελέτη για την υποδοχή και την επιρροή του «1984». Κι τώρα ξανάγραψε από την αρχή τη βιογραφία του Οργουελ, προσθέτοντας περισσότερες από 100 σελίδες και ενσωματώνοντας αρκετό χειρόγραφο υλικό που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται επιστολές της Αϊλίν, της πρώτης συζύγου του Οργουελ, της φίλης του Μπρέντα Σόλκελντ και του συναδέλφου του Μάλκομ Μάγκεριτζ.
Η εικόνα του ανθρώπου που αναδύεται, γράφει ο Κρίστενσεν στηνTelegraph, μπορεί να μην είναι ριζικά διαφορετική από εκείνη που γνωρίζαμε μέχρι τώρα, αλλά είναι σίγουρα πιο πλούσια και βαθύτερη, ειδικά σε σχέση με τη νεότητά του στο Σάουθγουολντ και τη δημοσιογραφία του στην Γκραμπ Στριτ τον καιρό του πολέμου. Διστάζει κανείς να χρησιμοποιήσει τον χαρακτηρισμό «οριστικό» για κάποιον που αποφεύγει τόσο πολύ τις δεσμεύσεις όσο ο Οργουελ, γράφει, αλλά είναι δύσκολο να φανταστείς ότι μπορεί να απεικονιστεί με πιο ευαίσθητο ή δίκαιο τρόπο από ό,τι στο «Orwell: The New Life».
Ο Τέιλορ είναι ιδιαίτερα ικανός να αξιολογεί με ακρίβεια τις επιρροές που διαμόρφωσαν τον Οργουελ στην πρώιμη ζωή του. Φιλάσθενο παιδί, ταλαιπωρημένο από ελαττωματικούς βρογχικούς σωλήνες που τον καταδίκασαν σε μοιραία αδύναμο στήθος, ο Τζορτζ Οργουελ λάτρευε τη γαλλίδα μητέρα του αλλά ήταν αδιάφορος για τον πατέρα του, που εργαζόταν στην Ινδία και ήταν σχεδόν πάντα απών.
Η περιουσία που είχε δημιουργηθεί στο παρελθόν από εμπόριο σκλάβων των προγόνων του είχε προ πολλού εξανεμιστεί και η οικογένεια βρισκόταν στο «κατώτερο μέρος της ανώτερης και μεσαίας τάξης», όπως είχε ο ίδιος περιγράψει. Ωστόσο, ο Οργουελ δεν έχασε ποτέ το στίγμα αυτής της κάστας: ακόμη και με το άψογο προσωπείο του, παρέμεινε αναμφισβήτητα ένας τζέντλεμαν, νοσταλγός της εδουαρδιανής αυστηρότητας και πιστός σε μια φάρα, τις αρχές της οποίας θεωρούσε πάντα ανώτερες από εκείνες των επιτηδευμένων αριστερών της εποχής του.
Τον τραυμάτισε η τυραννία των ασήμαντων, η ιεραρχία και η σκληρότητα που υπέστη στο σχολείο, μια εμπειρία που ο Τέιλορ πιστεύει ότι επανεμφανίστηκε στη φαντασία του για το αστυνομικό κράτος του «1984». Αντιμετώπισε πολύ καλύτερα την κουλτούρα του Ιτον, όπου ήταν λόγιος, και ο ελευθεροτεκτονισμός της σχολικής του γραβάτας θα τον εξυπηρετούσε αργότερα, όποτε θα χρειαζόταν επαφές με το κατεστημένο.
Αλλά ήξερε ότι δεν ταίριαζε πολύ εκεί και το να ενταχθεί στην αστυνομία της Βιρμανίας αντί να ανέβει ομαλά την κοινωνική σκάλα του Οξμπριτζ (τα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ ως ένα) ήταν η πρώτη του σημαντική πράξη εξέγερσης, αν και κανείς δεν το κατάλαβε. Μια δεύτερη εξέγερση ήταν η αλλαγή του ονόματός του από Ερικ Αρθουρ Μπλερ σε Τζορτζ Οργουελ.
Πέντε χρόνια επιβολής του νόμου στην αυτοκρατορική Απω Ανατολή άφησαν στον Οργουελ αυτό που ονόμασε «κακή συνείδηση» και την αποφασιστικότητα να κάνει μια δημοσιογραφική καριέρα. Πίσω στην Αγγλία εξάλειψε τις ενοχές του καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, βυθιζόμενος μαζοχιστικά στον κόσμο των φτωχών και τη ζωή της εργατικής τάξης στις βιομηχανικές περιοχές του Γιόρκσιρ και του Λάνκασιρ, την οποία περιγράφει σε βιβλία όπως «Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν» (εκδόσεις Κάκτος)· κατά ειρωνικό τρόπο, μάλιστα, αυτη ήταν επίσης μια έξυπνη εμπορική κίνηση, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής για «περιπλάνηση» και εξερεύνηση του βιομηχανικού Βορρά.
Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει ότι ο Οργουελ ήταν βαθιά σοκαρισμένος από αυτό που είδε, ούτε ότι η συμπάθειά του για τους εξαθλιωμένους ήταν ειλικρινής, αλλά η αντίδρασή του είχε μάλλον συναισθηματική βάση και όχι ιδεολογική –η πρώτη του σύζυγος, Αϊλίν, τον περιέγραψε ξεκάθαρα ως περίπτωση του «πώς είναι να είσαι σοσιαλιστής ενώ είσαι Tory» (Συντηρητικός)– και ποτέ δεν ένιωθε άνετα με κανένα μανιφέστο ή κόμμα.
Ο σερ Στάφορντ Κριπς, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Οικονομικών και έμεινε γνωστός για την πολιτική λιτότητας που εφάρμοσε, ήταν ένας από τους ελάχιστους πολιτικούς για τους οποίους εξέφρασε ποτέ ανοιχτά τον σεβασμό του.
Μία από τις κορυφαίες εμπειρίες της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή –ήταν μέλος της ταξιαρχίας «Λένιν» του Εργατικού Κόμματος Μαρξιστικής Ενοποίησης (POUM)– και η αποστροφή του για την προδοσία της σταλινικής Αριστεράς στη Βαρκελώνη: «Τον έκανε διαφορετικό άνθρωπο» γράφει ο Τέιλορ.
Σε όλα τα χρόνια του πολέμου ο Οργουελ δεν θα ξεχνούσε ποτέ ότι ο κομμουνισμός ήταν εξίσου επικίνδυνος με τον φασισμό, μια μη δημοφιλής άποψη όταν η Ρωσία ήταν ένας τόσο κρίσιμος σύμμαχος ενάντια στη ναζιστική Γερμανία. Οι κριτικοί μπορεί να τον κατηγορούν ότι δεν είχε καμία αίσθηση των αποχρώσεων και των περισσότερων ερμηνειών –έγραφε πάντα με ευθύτητα–, ωστόσο η ιδιοφυΐα του Οργουελ ήταν ότι μπορούσε να βλέπει ξεκάθαρα αυτό που δεν το έβλεπαν άλλοι, ότι οι φωτεινές υποσχέσεις του σοσιαλισμού δεν ήταν αυτό που έδειχναν, και ότι ακόμη και τύραννοι όπως ο Χίτλερ μπορούσαν να ασκούν «μεγάλη γοητεία σε ορισμένους απλούς και αξιοπρεπείς ανθρώπους που θέλουν ειλικρινά να αποδοθεί δικαιοσύνη στην εργατική τάξη και δεν αντιλαμβάνονται ότι χρησιμοποιούνται ως εργαλεία».
Το αλληγορικό έργο του «Η Φάρμα των Ζώων» (Εκδόσεις Κάκτος), που γράφτηκε μέσα σε μόλις τρεις μήνες το 1944, έλεγε ακριβώς αυτό και πούλησε περισσότερα αντίτυπα από όλα τα προηγούμενα βιβλία του μαζί.
Στην προσωπική του ζωή ο Οργουελ κάθε άλλο παρά αξιοθαύμαστος ήταν, αλλά ο Τέιλορ δεν αποφεύγει να αναφερθεί στις αποτυχίες του. Οι απόψεις του για τους ομοφυλόφιλους, για παράδειγμα, σήμερα θα θεωρούνταν εντελώς απαράδεκτες, ενώ πριν από τον πόλεμο έκανε απαξιωτικές αναφορές στους Εβραίους. Αυτό, όπως και η μάλλον υπεροπτική μεταχείριση πολλών γυναικών, τις οποίες κυνηγούσε με τρόπο μάλλον θλιβερό και μάλιστα αδίστακτο, ήταν χαρακτηριστικά της εποχής του.
Υπέρ του, ωστόσο, είναι η ευχαρίστηση που ένιωθε με τα παιδιά και η τρυφερότητα, «αναμεμειγμένη με ευγένεια», για το ορφανό αγοράκι που υιοθέτησαν με την Αϊλίν και συνέχισε να είναι ο τρυφερός πατέρας του μετά τον ξαφνικό θάνατο της συζύγου του κατά τη διάρκεια μιας ατυχούς επέμβασης.
Αν ο Τέιλορ έχει ένα μειονέκτημα, γράφει ο Ρούπερτ Κρίστιανσεν στην Telegraph, αυτό είναι η υποβάθμιση του βαθύτατου συναισθήματος του Οργουελ για τον φυσικό κόσμο, μια πτυχή της ευαισθησίας του που εξερευνήθηκε ωραία στο δοκίμιο της Ρεμπέκα Σόλνιτ «Orwell’s Roses».
Ο Οργουελ του Τέιλορ είναι ηθικολόγος, μαχόμενος στην πολιτική και την κοινωνία. Η Σόλνιτ, από την άλλη πλευρά, μας υπενθύμισε ότι ήταν επίσης κάποιος που μπορούσε να βρει χαρά στα τριαντάφυλλα του Woolworth, που κόστιζαν πέντε πέννες, και σε «ένα σκαντζοχοιράκι όχι μεγαλύτερο από ένα πορτοκάλι».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News