Κάθε χώρα που ανέπτυξε χιπ-χοπ σκηνή αναγκαστικά επηρεάστηκε από τις ΗΠΑ, τη γενέτειρα του είδους. Αλλά σε λίγες χώρες αποκόπηκε τόσο από τις ρίζες της για να εκφράσει ένα κίνημα ανυπακοής προς ένα βίαιο καθεστώς, όσο στο Ιράν.
Οπως εξηγεί ο Αριάν Καμενέ στο ρεπορτάζ του για το BBC Culture, όλα ξεκίνησαν στις αρχές της χιλιετίας από τον Σορούς Λασκαρί, ο οποίος άρχισε να διαδίδει κρυφά τα κομμάτια του με το όνομα Χιτσκάς (που σημαίνει Κανένας στα φαρσί), καθώς το χιπ-χοπ ήταν και παραμένει παράνομο μουσικό είδος στο Ιράν.
Παρά το γεγονός ότι το θεοκρατικό καθεστώς το χαρακτηρίζει «σατανικό», το χιπ-χοπ διαδόθηκε γρήγορα μέσω του διαδικτύου. Με πρωτοπόρο τον Χιτσκάς, το ιρανικό χιπ-χοπ αναπτύχθηκε μέσα σε δέκα χρόνια, κατορθώνοντας να γίνει ένα από τα πιο δημοφιλή είδη μουσικής των νέων Ιρανών.
Για τη Ναχίντ Σιαμντούστ, συγγραφέα του βιβλίου «Soundtrack of the Revolution», στο οποίο πραγματεύεται τις διασυνδέσεις μεταξύ μουσικής και πολιτικής, η δημοτικότητα του χιπ-χοπ στη χώρα έχει να κάνει με την πολυαιωνόβια ποιητική παράδοση του Ιράν, ενώ η δύναμη της προσωπικής έκφρασης του ραπ προσφέρεται για κριτική και διαμαρτυρία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλο το ιρανικό ραπ συνδέεται άμεσα με την αντίσταση: υπάρχουν υποκατηγορίες με πιο ελαφριά θεματολογία, που επικεντρώνονται σε κοινωνικά ζητήματα, παρά σε άμεση πολιτική κριτική.
Σήμερα, όμως, λόγω της έντασης του κινήματος «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία», τα μηνύματα στο ιρανικό χιπ-χοπ έχουν γίνει όλο και πιο ριζοσπαστικά και πολλοί ράπερ έχουν αναδειχθεί στις πιο ηχηρές πολιτικές φωνές του κινήματος.
Το πρώιμο κοινωνικά επικριτικό έργο του Χιτσκάς έδωσε μια εικόνα της ζωής στο Ιράν, ιδιαίτερα των νέων ανδρών της κατώτερης μεσαίας και της μεσαίας τάξης που πλήττονται από την καταστροφική ανεργία και την εκτίναξη του νομίσματος.
Χρησιμοποιώντας έναν κοινωνικά ρεαλιστικό τόνο, ασχολήθηκε με θέματα όπως η φτώχεια, η διαφθορά, η ανισότητα και η καταπίεση στην εποχή της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Καμενέ, «όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά το Ιράν, το 2016, ως Ιρανός της διασποράς, οι νεαροί Ιρανοί έπαιζαν τη μουσική του στο τηλέφωνό τους και απάγγελλαν τους στίχους του Χιτσκάς, ως έναν τρόπο να με διδάξουν για το πώς πραγματικά ζούσαν».
Ενα άλλο επαναλαμβανόμενο θέμα στο έργο του Χιτσκάς είναι η αυξανόμενη λογοκρισία της καλλιτεχνικής έκφρασης στο Ιράν, όπου οι καλλιτέχνες χρειάζονται άδειες σύμφωνα με τους στενούς κανόνες του υπουργείου Πολιτισμού και Ισλαμικής Καθοδήγησης, οι οποίοι διασφαλίζουν ότι τα πολιτιστικά έργα είναι αβλαβή σύμφωνα με τις επιταγές του κληρικού κατεστημένου.
Ρίχνοντας φως στην αδυναμία για ελεύθερη δημιουργία υπό τη σκιά της λογοκρισίας, ο Χιτσκάς διερωτάται αν τα πιο σεβαστά λογοτεχνικά έργα του Ιράν θα είχαν ευδοκιμήσει υπό τέτοιες συνθήκες: «Τι θα γινόταν αν ο Χαφέζ για το Διβάνι του, ο Ρουμί για το Μασναβί του και ο Μωάμεθ για το Κοράνι του έπρεπε να λάβουν κυβερνητικές άδειες δημοσίευσης;».
Το 2010 ο Χιτσκάς σφράγισε με το κομμάτι του «Μια καλή μέρα θα έρθει» τις διαδηλώσεις εκατομμυρίων ανθρώπων, στο πλαίσιο του Πράσινου Κινήματος, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για το εκλογικό αποτέλεσμα, το οποίο θεωρούσαν νοθευμένο, και απαιτούσαν ελευθερίες.
Στο τραγούδι του ο Χιτσκάς εξέφραζε την ελπίδα του για τον ερχομό εκείνης της μέρας που το Ιράν θα είναι απαλλαγμένο από τη βία και το χάος. Ωστόσο, η ένταση που ακολούθησε τις διαδηλώσεις ανάγκασε τον ράπερ να αυτοεξοριστεί στο Λονδίνο, με το συγκεκριμένο κομμάτι να είναι το τελευταίο του που έχει ηχογραφήσει μέχρι σήμερα στο Ιράν (κυκλοφόρησε ενώ έφευγε από τη χώρα).
Το τραγούδι αυτό έγινε εμβληματικό για πολλούς νέους. Ο τίτλος του, που έγινε σύνθημα, εξακολουθεί να γράφεται στους τοίχους της Τεχεράνης. Εν τω μεταξύ, το κίνημα καταπνίγηκε βίαια, οι ηγέτες του κυνηγήθηκαν συστηματικά από την κυβέρνηση και η «καλή μέρα» για τους πολλούς δεν έχει φανεί ακόμα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News