Ο Τρούμαν Μπέρμπανκ έζησε τo μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μπροστά στην κάμερα, πρωταγωνιστώντας, χωρίς ο ίδιος να έχει ιδέα, στο δικό του σόου. Η ζωή του γυρίζεται από χιλιάδες κρυμμένες κάμερες και μεταδίδεται 24 ώρες την ημέρα ζωντανά σε ολόκληρο τον κόσμο, επιτρέποντας στον δημιουργό του σόου, Κριστόφ, να αιχμαλωτίσει το αληθινό συναίσθημα και την ανθρώπινη συμπεριφορά σε διάφορες καταστάσεις.
Η γενέτειρα πόλη του Τρούμαν είναι το Σιχέιβεν, μια πόλη κατασκευασμένη πάνω σε ένα τεράστιο πλατό, η οποία κατοικείται από τους ηθοποιούς και το συνεργείο του σόου. Για να εμποδίσουν τον Τρούμαν να ανακαλύψει τι πραγματικά συμβαίνει, έχουν εφεύρει αρκετά τεχνάσματα, έτσι ώστε να τον αποτρέψουν να ταξιδέψει, «σκοτώνοντας» τον πατέρα του σε ένα ταξίδι ψαρέματος ώστε να εντρυφήσουν στον Τρούμαν φοβία για το νερό, κάνοντας πολλά έκτακτα δελτία ειδήσεων και διαφημίσεων όπου δημοσιογράφοι μεταδίδουν τους κινδύνους που έχουν τα ταξίδια, ενώ προβάλλουν και σειρές όπου οι ήρωες μιλούν για την ασφάλεια τού να μένεις σπίτι.
Παρά τον έλεγχο του Κριστόφ και των υπόλοιπων ηθοποιών, όμως, ο Τρούμαν καταφέρνει να συμπεριφέρεται με απρόσμενους τρόπους. Πρώτα, ερωτεύεται μια κομπάρσο του σόου, τη Σίλβια. Αν και γρήγορα απομακρύνεται από το πλατό, ο Τρούμαν συνεχίζει να τη θυμάται. Η Σίλβια τότε ξεκινά μια εκστρατεία με τίτλο «Ελευθερώστε τον Τρούμαν».
Κατά τη διάρκεια της 30ής χρονιάς του σόου, ο Τρούμαν ανακαλύπτει γεγονότα που δεν ταιριάζουν με την «πραγματικότητα» στην οποία ζει, όπως ένα περίεργο φως που τον συνοδεύει συνέχεια τα βράδια ή το γεγονός ότι άκουσε κατά λάθος μια συζήτηση του συνεργείου του σόου, όπου οι παραγωγοί μιλούσαν για τη μεταφορά του Τρούμαν στη δουλειά. Ολα αυτά τον κάνουν να αναρωτιέται για τη ζωή του, συνειδητοποιώντας ότι σχεδόν όλη η πόλη περιστρέφεται γύρω του.
Ο γάμος του κοντεύει να διαλυθεί και οι προσπάθειές του να φύγει από το Σιχέιβεν καταλήγουν άκαρπες. Μετά το ξέσπασμα της συζύγου του, Μέριλ, και της αποχώρησής της από το σόου, ο Κριστόφ φέρνει πίσω τον πατέρα του Τρούμαν, ελπίζοντας ότι η παρουσία του θα τον κάνει να θέλει να μείνει στο Σιχέιβεν, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι μια προσωρινή παραμονή. Ο Τρούμαν σύντομα απομονώνεται και μένει όλη την ώρα μόνος του στο υπόγειο.
Μια νύχτα καταφέρνει να αποδράσει από το υπόγειο χωρίς να τον αντιληφθούν, μέσω ενός μυστικού τούνελ, αναγκάζοντας τον Κριστόφ να διακόψει τη μετάδοση του σόου για πρώτη φορά στην ιστορία. Αυτό ανεβάζει τα νούμερα τηλεθέασης και πολλοί θεατές, συμπεριλαμβανομένης της Σίλβια, ζητωκραυγάζουν για την απόδραση του Τρούμαν.
Ο Κριστόφ δίνει εντολές σε κάθε ηθοποιό και μέλος του συνεργείου να αρχίσει την αναζήτησή του. Τελικά, εντοπίζουν τον Τρούμαν στη θάλασσα. Εκείνος, έχοντας ξεπεράσει τον φόβο του για το νερό, προσπαθεί να δραπετεύσει από την πόλη με μια μικρή βάρκα. Αφού επαναφέρει τη μετάδοση, ο Κριστόφ δίνει εντολή στο συνεργείο του να δημιουργήσει μια μεγάλη καταιγίδα.
Η αποφασιστικότητα του Τρούμαν, όμως, αναγκάζει τον Κριστόφ να τη σταματήσει. Η βάρκα, ενώ ταξιδεύει, πέφτει πάνω σε ένα εμπόδιο. Τότε ο Τρούμαν, σοκαρισμένος, θα δει κάτι σκαλιά που οδηγούν σε μια πόρτα που γράφει «Εξοδος». Καθώς τολμάει να αφήσει τον κόσμο του, ο Κριστόφ του μιλάει απευθείας προσπαθώντας να τον πείσει να μείνει, λέγοντάς του ότι δεν υπάρχει περισσότερη αλήθεια στον πραγματικό κόσμο από όση στον δικό του, τον τεχνητό.
Ο Τρούμαν, αφού το σκέφτεται για λίγα δευτερόλεπτα, υποκλίνεται στο κοινό και ανοίγει την πόρτα εισερχόμενος στον αληθινό κόσμο. Το κοινό γιορτάζει την έξοδό του και η Σίλβια φεύγει αμέσως από το σπίτι της και τρέχει να τον βρει. Τότε, στέλεχος του τηλεοπτικού σταθμού που προβάλλει το σόου λέει στο συνεργείο να σταματήσουν τη μετάδοση. Με το σόου να έχει ολοκληρωθεί, το τηλεοπτικό κοινό του Τρούμαν κάνει τώρα ζάπινγκ, επιχειρώντας να βρει κάτι άλλο να παρακολουθήσει.
Η παραπάνω ιστορία ήταν η υπόθεση του φιλμ «Τhe Truman Show», της αμερικανικής δραματικής κωμωδίας που σκηνοθέτησε το 1998 ο Πίτερ Γουίαρ, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Τζιμ Κάρεϊ μαζί με τους Εντ Χάρις και Λόρα Λίνεϊ. Η ταινία, σεναριογράφος της οποίας είναι ο Αντριου Νίκολ, αφηγείται τη ζωή του Τρούμαν, ενός άνδρα του οποίου η ζωή μεταδίδεται εν αγνοία του 24 ώρες το εικοσιτετράωρο σε δισεκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο. Σύμφωνα με άρθρο του BBC, ενδεχομένως ο σεναριογράφος της ταινίας να «είδε» και να φαντάστηκε πριν 25 χρόνια πώς θα μπορούσε να είναι ο σημερινός κόσμος.
Το αρχικό σενάριο του Νίκολ ήταν περισσότερο θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, με την ιστορία να εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη. Ο Σκοτ Ρούμπιν αγόρασε το σενάριο και το έδωσε στην Paramount να το γυρίσει. Ο Νίκολ έκανε κάποιες αλλαγές, καθώς η παραγωγή περίμενε να αδειάσει το πρόγραμμα του Τζιμ Κάρεϊ, ώστε να αρχίσουν τα γυρίσματα. Τελικά, η ταινία υπήρξε εμπoρική αλλά και καλλιτεχνική επιτυχία και έλαβε τρεις υποψηφιότητες για Οσκαρ, ενώ βραβεύτηκε με τρεις Χρυσές Σφαίρες.
«Καλημέρα, και σε περίπτωση που δεν σε δω… καλημέρα, καλησπέρα και καληνύχτα!» φώναζε ο Τρούμαν Μπέρμπανκ χαρούμενα στον υποτιθέμενο γείτονά του στην ταινία. Η ζωή του Τρούμαν στο φιλμ ήταν τόσο προβλέψιμη όσο και ότι ο ήλιος θα συνεχίσει να ανατέλλει και να δύει. Μέσα στην αμετάβλητη καθημερινότητά του, δεν ήξερε ότι όλη του η ζωή ήταν ένα ψέμα το οποίο παρακολουθούν εκατομμύρια τηλεθεατών. Ηταν ένας άνθρωπος που ακούσια ζούσε σε ένα προσεκτικά κατασκευασμένο ριάλιτι, το οποίο είχαν επινοήσει τηλεοπτικοί παραγωγοί.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την προβολή του «Truman Show» ουκ ολίγοι τηλεκριτικοί, ψυχοθεραπευτές, τηλεγιατροί κ.ο.κ. θα εξέφραζαν στα τηλε-παράθυρα τις ανησυχίες τους για αυτή την τρέλα των ριάλιτι, αυτή τη μαζική ηδονοβλεψία που σάρωνε τον κόσμο, με όλα τα επακόλουθα υπαρξιακά προβλήματα.
Η ταινία μπορεί να «έσπασε ταμεία», με κέρδη περισσότερα από 125 εκατ. δολάρια στις ΗΠΑ και περίπου 264 εκατ. δολάρια παγκοσμίως, ωστόσο τα στατιστικά από μόνα τους δεν αντιπροσωπεύουν την έκταση της επίδρασης και της επιρροής της αρχικής ιδέας του σεναρίου. Σύμφωνα με δηλώσεις του σκηνοθέτη του φιλμ στο BBC Culture, παρά την αξιοσημείωτη συνάφεια της ταινίας με την εποχή των ριάλιτι που θα ακολουθούσε αμέσως μετά την προβολή της, «ούτε ο ίδιος δεν περίμενε ότι το “The Truman Show” θα αποδεικνυόταν τόσο προφητικό».
«Δεν είχα ιδέα ότι το τσουνάμι των ριάλιτι βρισκόταν προ των πυλών» λέει ο Πίτερ Γουίαρ. Το 1998, την εποχή του «The Truman Show», τα ριάλιτι βρίσκονταν στα σπάργανα, ωστόσο το ολλανδικό σχήμα του «Big Brother», στο οποίο απλοί άνθρωποι επέλεγαν να μοιραστούν ένα σπίτι για μια περίοδο κάποιων εβδομάδων, με τον «Μεγάλο Αδερφό» να τους παρακολουθεί επί 24ωρου βάσεως, θα έκανε το συγκεκριμένο είδος εκπομπής παγκόσμιο φαινόμενο.
Ο δημιουργός του «Big Brother» δήλωσε πως όταν είδε το «Τruman Show» σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερα να προχωρήσει άμεσα στην προβολή του δικού του ριάλιτι. Το πρώτο «Big Brother» προβλήθηκε σχεδόν έναν χρόνο αργότερα. Ωστόσο, το αιχμηρό σχόλιο του «Truman Show» σχετικά με τη ζωή υπό συνεχή παρακολούθηση προμήνυε όχι μόνο την εποχή των ριάλιτι, αλλά και ολόκληρη την κουλτούρα που προάγουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Σύμφωνα με το BBC Culture, αρχικά η ιδέα της ταινίας με κεντρικό ήρωα τον Τρούμαν φαινόταν παράλογη, ότι δηλαδή εκατομμύρια άνθρωποι θα παρακολουθούσαν 24 ώρες το 24ωρο έναν και μόνο άνθρωπο, χωρίς να χάνουν το ενδιαφέρον τους. Σήμερα η ιδέα αυτή είναι μια πραγματικότητα, καθώς εκατομμύρια χρήστες κοινωνικής δικτύωσης καταγράφουν τεράστιο μέρος της ίδιας της ζωής τους ηθελημένα, έτσι ώστε να κρατούν το ενδιαφέρον των ακολούθων τους ζωντανό και να πείσουν ακόμα περισσότερους χρήστες να τους ακολουθήσουν.
Πόσο πραγματική είναι η «πραγματικότητα»;
Στον κόσμο των social media αλλά και των ριάλιτι τύπου «Keeping Up with the Kardashians» υπάρχει ασάφεια σχετικά με το τι είναι πραγματικό, τι είναι ψεύτικο, τι πλαστό και τι μισή αλήθεια. Το κοινό μπορεί να ποθεί να δει την πραγματικότητα και την αλήθεια, ωστόσο αυτή η «πραγματικότητα» που του πλασάρεται είναι τις περισσότερες φορές αμφισβητήσιμη ως προς την αυθεντικότητά της, νοθευμένη υπό τις οδηγίες των τηλεοπτικών παραγωγών, την τοποθέτηση προϊόντων, των φίλτρων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, του μοντάζ κ.λπ. Εν τω μεταξύ, πόσο αληθινή μπορεί να είναι μια πραγματικότητα που ποστάρει κάποιος (στην περίπτωση του Instagram, οι ανά τον πλανήτη Influencers) ενώ τον ακολουθεί μια κάμερα;
Η ζωή του Τρούμαν ήταν ίσως πιο θελκτική για το κοινό επειδή ο ίδιος δεν γνώριζε ότι τον παρακολουθούν. Η πολυεπίπεδη αφήγηση του «Τruman Show» έρχεται να αντιμετωπίσει το ίδιο υπαρξιακό επιστημονικό ερώτημα: τι καταλαβαίνουμε ως «πραγματικό»; Υπενθυμίζει την αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα, στην οποία περιγράφεται μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι που είναι αλυσοδεμένοι σε μια σπηλιά για όλη τους τη ζωή αρχίζουν να βλέπουν σκιές να προβάλλονται στον απέναντι τοίχο, οι οποίες γι’ αυτούς γίνονται «πραγματικές». «Δεχόμαστε την πραγματικότητα του κόσμου τον οποίο μας παρουσιάζουν. Είναι τόσο απλό» λέει ο Εντ Χάρις, που στην ταινία είχε ενσαρκώσει τον Κριστόφ.
Οι διαδικτυακές ταυτότητες και το ριάλιτι είναι μια «αλήθεια» που δημιουργείται μέσα από το βαρύ μοντάζ, ακριβώς όπως η ζωή του Τρούμαν ήταν σε μεγάλο βαθμό επινοημένη. Ο κόσμος που έχτισε ο Κριστόφ ήταν η «αλήθεια» του Τρούμαν, η «σπηλιά» του Τρούμαν, ενώ όλοι με έναν τρόπο βρισκόμαστε στη δική μας «σπηλιά», παρέα με τη δική μας «πραγματικότητα».
Το φαινόμενο της αυτο-έκθεσης έχει πολλαπλασιαστεί στην αυτο-αφηγούμενη κοινωνία μας. Για παράδειγμα, ένας χρήστης των social media μπορεί να παρέχει στους ακολούθους του μια ατέλειωτη ροή live ζωής, κάτι σαν σαπουνόπερα, είτε μέσω Twitter είτε μέσω Instagram είτε μέσω Facebook είτε μέσω TikTok και άλλων δικτύων.
Οι επιλογές είναι πολλές. Και θα μπορούσαμε, όντως, όλοι μας να επιδοθούμε στο πολυσυζητημένο «Σύνδρομο του κύριου χαρακτήρα», μια συντομογραφία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για όσους φαντάζονται ναρκισσιστικά τον εαυτό τους ως τον πρωταγωνιστή στη δική τους ιστορία ζωής, με τους ανθρώπους γύρω τους να περιστρέφονται ως βοηθητικούς χαρακτήρες. Μήπως, όμως, αυτό είναι μια επίπλαστη «πραγματικότητα»; Στον πραγματικό κόσμο είναι, όντως, έτσι τα πράγματα ; Και αν κάποιος αφεθεί σε αυτό, μήπως ελλοχεύει ο κίνδυνος να χάσει πλήρως την επαφή με την κανονική πραγματικότητα;
«Σίγουρα, η πρόσφατη ψηφιοποίηση και η υπερέκθεση της ζωής μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα μπορούσε να προκαλέσει στις ζωές μας ψυχώσεις, όπως στο φιλμ “Truman Show”» λέει στο BBC Culture ο δρ Φουσάρ-Πόλι, καθηγητής Προληπτικής Ψυχιατρικής στο Τμήμα των Μελετών Ψύχωσης του King’s College του Λονδίνου.
«Οι πολιτιστικές πραγματικότητες εισχωρούν πάντα στην ψυχωτική εμπειρία και, ως εκ τούτου, η μετάβαση σε μια ψηφιακή ζωή θα μπορούσε να αυξήσει την παράνοια γύρω από την παρακολούθηση, το να επιθυμούμε διαρκώς να παρακολουθούμε ή να παρακολουθούμαστε από κάποιους» προσθέτει ο δρ Ιαν Γκολντ, καθηγητής Φιλοσοφίας και Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο MακΓκίλ του Μόντρεαλ.
Και οι δύο επιστήμονες μιλούν για την αφοπλιστική συνάφεια του «Truman Show» με τη σύγχρονη ταυτότητα, μέσα από τα social media αλλά και τα ριάλιτι που κυριαρχούν στη μικρή οθόνη. Το «Truman Show» ολοκληρώνεται με τον Tρούμαν να βρίσκει μια απόδραση, μια πύλη εξόδου προς τον ουρανό μέσα από μια αυτοκρατορική πόρτα του σκότους – το αντίθετο του φωτός στο τέλος του τούνελ. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια φαινομενική ελπίδα στο ανοιχτό συμπέρασμα ότι ο Τρούμαν μπορεί να συνεχίσει να ζει τη ζωή του χωρίς την ανήσυχη παρουσία του άγρυπνου κοινού. Το παράδειγμα του Τρούμαν είναι κάτι που η κοινωνία μας καλά θα έκανε να λάβει επιτέλους υπόψιν, στο σύνολό της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News