Νωρίς το πρωί της 16ης Οκτωβρίου του 1962, παραδόθηκε στον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζον Φ. Κένεντι μια σειρά από αεροφωτογραφίες που αποκάλυπταν ότι η Σοβιετική Ενωση είχε εγκαταστήσει πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές στην Κούβα, λιγότερα από 150 χιλιόμετρα μακριά από τις αμερικανικές ηπειρωτικές ακτές. Αυτή η αποκάλυψη προκάλεσε τη μεγαλύτερη κρίση του Ψυχρού Πολέμου ενώ όλα όσα ακολούθησαν, αποτέλεσαν την πιο σοβαρή απειλή που έχει αντιμετωπίσει -έως σήμερα- η ανθρωπότητα για την επιβίωσή της.
Τα πρώτα λόγια του Κένεντι ήταν: «Μάλλον θα χρειαστεί να τους βομβαρδίσουμε». Κατόπιν κάλεσε τον αδερφό του, Ρόμπερτ, τον υπουργό Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ο οποίος, πληροφορούμενος τις δραματικές εξελίξεις, πανικόβλητος σημείωσε απλά: «Ω σκατά! Σκατά! Σκατά! Αυτοί οι πουτάνας γιοι οι Ρώσοι». «Βρισκόμασταν όντως στα πρόθυρα του πολέμου», παραδέχτηκε και ο Νικίτα Χρουστσόφ, ο σοβιετικός ηγέτης, στη συνέχεια.
Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ ήταν έτοιμες να εισβάλουν στο νησί του Φιντέλ Κάστρο. Σε μία από τις πρώτες, άκρως απόρρητες, συσκέψεις στον Λευκό Οίκο, οι συμμετέχοντες συμφώνησαν καταρχάς ότι οι Ρώσοι κατά πάσα πιθανότητα θα απαντούσαν σε μια τέτοια ενέργεια, καταλαμβάνοντας το Δυτικό Βερολίνο, που τότε ήταν ένας θύλακο των Δυτικών στη μέση της κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας.
«Τότε, τι κάνουμε;», ρώτησε ο Κένεντι. «Διεξάγουμε ολικό πόλεμο, εάν είναι προς το συμφέρον μας», απάντησε ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ (Joint Chiefs of Staff το λένε στις ΗΠΑ) στρατηγός Μάξγουελ Τέιλορ, αφού ανασήκωσε τους ώμους του. Οταν ο JFK ρώτησε τον στρατηγό του, εάν αναφερόταν σε πυρηνική σύρραξη, εκείνος αποκρίθηκε: «Εκτιμώ ότι πρέπει να το κάνετε».
Σοκαρισμένος, μην πιστεύοντας ό,τι είχε μόλις ακούσει και έχοντας αντιληφθεί πως διακυβευόταν η ύπαρξη της ανθρωπότητας στο σύνολό της, ο Κένεντι είπε: «Τώρα το ερώτημα είναι πραγματικά ποια κίνηση (μπορούμε να) κάνουμε που να μειώνει τις πιθανότητες πυρηνικής σύρραξης, η οποία, προφανώς, είναι η τελική αποτυχία».
«Οταν άρχισα να γράφω το βιβλίο μου, «Abyss: The Cuban Missile Crisis 1962», η κρίση των πυραύλων (της Κούβας) έμοιαζε με αρχαία ιστορία. Ωστόσο, σήμερα, εν μέσω του βιασμού της Ουκρανίας από τη Ρωσία και των επανειλημμένων πυρηνικών απειλών του προέδρου Πούτιν, αυτά τα γεγονότα αποκτούν μια τρομακτική νέα αμεσότητα. Για άλλη μια φορά ένας επιθετικός τζογαδόρος έχει καταλάβει το Κρεμλίνο. Πρέπει να διδαχτούμε από το παρελθόν, όσον αφορά το πώς μπορεί καλύτερα η Δύση, να αντιμετωπίσει τις απειλές του Πούτιν, δίχως να επισπεύσει τον Αρμαγεδώνα», γράφει στους λονδρέζικους Times ο κορυφαίος βρετανός ιστορικός Μαξ Χέιστινγκς, περιγράφοντας τα γεγονότα που έλαβαν χώρα από την 16η έως την 29η Οκτωβρίου του 1962 και έφεραν την ανθρωπότητα στα πρόθυρα του αφανισμού. Πώς, όμως, συνέβη, αυτό;
Το 1962 η Σοβιετική Ενωση αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Παρότι στη Δύση λίγοι το είχαν αντιληφθεί αυτό, στη Μόσχα το είχε σίγουρα συνειδητοποιήσει τουλάχιστον ένας άνθρωπος: ο Νικίτα Χρουστσόφ. Ο ένοικος του Κρεμλίνου γνώριζε (και ήταν πικραμένος για το γεγονός) πως «οι καπιταλιστές, τους οποίους απεχθανόταν – είχαν υποφέρει πολύ λιγότερο από τον λαό του στον λεγόμενο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο κατά των Ναζί – καθίσταντο ολοένα πιο πλούσιοι, ενώ οι περισσότεροι κομμουνιστές ζούσαν μες στη φτώχεια». Την ώρα που στις ΗΠΑ έτρωγαν μπριζόλες, σε ορισμένες περιοχές της ΕΣΣΔ το ψωμί μοιραζόταν με το δελτίο, αναφέρει ενδεικτικά ο Χέιστινγκς.
Οπότε ο Χρουστσόφ, επιδιώκοντας απεγνωσμένα να τονώσει το φρόνημα των Ρώσων και των λοιπών λαών της ΕΣΣΔ, αναζητούσε ένα τρόπο για να αποδείξει σε όλους την υποτιθέμενη σοβιετική ισχύ, και κάπως, έτσι, στράφηκε προς «το νησί της Καραϊβικής που κυβερνούσαν ήδη από μία τριετία οι νέοι του καλύτεροι φίλοι, ο Φιντέλ Κάστρο και ο Τσε Γκεβάρα».
Παρότι λάτρευε να περνάει τις διακοπές του στη Μαύρη Θάλασσα, όποτε βρισκόταν εκεί, χαζεύοντας με τα κιάλια τα νερά της, o Χρουστσόφ οργιζόταν, που μόλις μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στην Τουρκία, υπήρχαν αμερικανικοί πυρηνικοί πύραυλοι Jupiter που στόχευαν την ΕΣΣΔ.
Μια μέρα, οπότε, τον Απρίλιο του 1962 ρώτησε ξαφνικά τον στρατάρχη Ροντιόν Μαλινόφσκι, υπουργό Αμυνας της ΕΣΣΔ από το 1957 έως το 1967: «Τι θα γινόταν εάν ρίχναμε έναν σκαντζόχοιρο κάτω από τα παντελόνια του Θείου Σαμ;». Σύμφωνα με το σχέδιο που κατάστρωσαν οι στρατηγοί του Χρουστσόφ, πύραυλοι με πυρηνικές κεφαλές που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τις μισές ΗΠΑ θα μεταφέρονταν κρυφά στην Κούβα ενώ στη συνέχεια, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο σοβιετικός ηγέτης θα συγκλόνιζε τη διεθνή κοινότητα, ανακοινώνοντάς την ύπαρξη τους κατά την ομιλία του στα Ηνωμένα Εθνη. Κανένας, όμως, στο Κρεμλίνο, «δεν αμφισβήτησε τον τρελό ισχυρισμό των σοβιετικών στρατηγών, ότι οι πύραυλοι θα μπορούσαν να μείνουν κρυμμένοι επί μήνες από τους Αμερικανούς… κάτω από φοίνικες», μας πληροφορεί ο βρετανός ιστορικός.
Ο Χρουστσόφ υποσχέθηκε στους συντρόφους του ότι η Κούβα θα προστατευόταν, έτσι, από πιθανή αμερικανική εισβολή, ενώ θα μπορούσε επίσης να αρχίσει να γέρνει η πλάστιγγα προς τη μεριά της Μόσχας (παρά την ξεκάθαρη υπεροχή των ΗΠΑ όσον αφορά τον αριθμό των πυρηνικών κεφαλών που κατείχαν τότε οι δύο υπερδυνάμεις). «Στους Αμερικανούς δεν θα άρεσε αυτό, αλλά θα έπρεπε να το αποδεχτούν. Νομικά, οι Κουβανοί δικαιούνταν να φιλοξενούν σοβιετικά πυρηνικά όπλα όσο οι Τούρκοι, οι Ιταλοί και οι Βρετανοί φιλοξενούσαν αμερικανικά», εξηγεί ο Χέιστινγκς.
Ωστόσο αρχικά οι ΗΠΑ αντέδρασαν οργισμένα. Οι αρχηγοί των επιτελείων των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων απαιτούσαν μια βίαιη απάντηση, ειδικά ο αρχηγός της Αεροπορίας, αντιπτέραρχος Κέρτις ΛεΜέι, «ένα τέρας που θα ταίριαζε στο καστ της κλασικής ταινίας πυρηνικού τρόμου “S.O.S Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα”», σύμφωνα, πάντα, με τον Χέιστινγκς. Ο ΛεΜέι δεν δίστασε, ακόμα, και να νουθετήσει τον Κένεντι, λέγοντας «δεν έχουμε άλλη επιλογή, πέρα από τη στρατιωτική δράση». Υποστήριξε πως ένας απλός αποκλεισμός της Κούβας, θα ήταν «σχεδόν τόσο επιζήμιος όσο ο κατευνασμός (του Χίτλερ) στο Μόναχο (το 1938). Απλώς θα οδηγηθούμε σταδιακά σε έναν πόλεμο υπό συνθήκες που είναι σε μεγάλο βαθμό εναντίον μας», πρόσθεσε.
Αμέσως, μετά – «αγενώς και κακόβουλα», γράφει ο Χέιστινγκς – ο αμερικανός αεροπόρος θύμισε στους συνομιλητές του, ότι ο πρόεδρος είχε υποσχεθεί στον αμερικανικό λαό δράση κατά των επιθετικών όπλων: «Νομίζω ότι ένας αποκλεισμός και ένας διάλογος θα θεωρούνταν αρκετά ισχνή απάντηση. Είστε σε πολύ άσχημη κατάσταση», δεν δίστασε να σημειώσει. «Τι είπες;», τον ρώτησε ο Κένεντι, υψώνοντας τον τόνο της φωνής του. «Είστε σε πολύ άσχημη κατάσταση», επανέλαβε εκείνος. Συνομιλώντας, μετά το ξεπέρασμα της κρίσης, με τον οικονομολόγο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, ο Κένεντι του είπε: «Κεν, δεν μπορείς να φανταστείς πόσες κακές συμβουλές πήρα».
Τον Σεπτέμβριο του 1962, πριν από την κρίση των πυραύλων, πολλοί διεθνείς παρατηρητές πίστευαν και υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση Κένεντι ξεχώριζε περισσότερο, εάν όχι αποκλειστικά, λόγω του ύφους παρά της ουσίας της. «Ωστόσο η Κρίση των Πυραύλων αποδείχτηκε η καλύτερη στιγμή του Κένεντι», γράφει ο Χέιστινγκς.
Το Σάββατο, 21 Οκτωβρίου του 1962, μετά από μέρες και νύχτες έντονης αντιπαράθεσης γύρω από το τραπέζι του υπουργικού συμβουλίου, ο Τζον Κένεντι, αψηφώντας πολλούς από τους συμβούλους του, αποφάσισε πως οι ΗΠΑ δεν θα κατέφευγαν άμεσα σε επίθεση. Αντ’ αυτού, έπειτα από δύο ημέρες, ο ίδιος ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών επρόκειτο να αποκαλύψει με διάγγελμά του την εγκατάσταση των σοβιετικών πυραύλων στην Κούβα και το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό να αποκλείσει το νησί.
Στις επτά το απόγευμα της Δευτέρας 22 Οκτωβρίου, ο JFK απευθύνθηκε στον αμερικανικό λαό – και στους Ρώσους και σε όλον τον κόσμο – δηλώνοντας ότι οι ΗΠΑ θα θεωρούσαν τη χρήση οποιουδήποτε πυρηνικού όπλου βρισκόταν στην Κούβα ως επίθεση που «απαιτεί πλήρη αντίποινα κατά της Σοβιετικής Ενωσης».
Εντός του Κρεμλίνου ο Χρουστσόφ κλήθηκε, ξαφνικά, να διαχειριστεί μια εξαιρετικά έκρυθμη κατάσταση. «Δεν θέλουμε να κηρύξουμε έναν πόλεμο. Θέλουμε απλώς να τρομάξουμε και να συγκρατήσουμε τις ΗΠΑ όσον αφορά την Κούβα», είπε στο Πολιτικό Γραφείο. Επικράτησε σύγχυση, με αποτέλεσμα ο σοβιετικός διοικητής στην Κούβα να θέσει τις δυνάμεις του σε πλήρη ετοιμότητα και ο στρατάρχης Μαλινόφσκι σχεδόν να απαιτεί από τον σοβιετικό ηγέτη να τον διατάξει να θέσει σε πολεμική ετοιμότητα όλα τα αμυντικά όπλα της ΕΣΣΔ.
«Αν [οι σοβιετικές δυνάμεις στο νησί] χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα ανεξαιρέτως, θα περιλαμβάνονταν και οι πύραυλοι… Δεν συνεπάγεται αυτό την έναρξη ενός πυρηνικού πολέμου; Πώς μπορούμε να σκεφτούμε κάτι τέτοιο;», είπε στον Μαλινόφσκι ο Γενικός Γραμματέας. Τόσο ο Χρουστσόφ όσο και οι περισσότεροι από τους συναδέλφους του, «εκείνες τις σκοτεινές ώρες μέσα στο Κρεμλίνο, κατέστησαν ξαφνικά φοβισμένοι άνθρωποι – πιθανότατα τόσο φοβισμένοι όσο δεν είχαν υπάρξει ποτέ στις αφειδώς προικισμένες με τρόμο ζωές τους», σχολιάζει ο Χέιστινγκς.
Ωστόσο, αν και είχε αντιληφθεί πως έπρεπε να οπισθοχωρήσει, ο Χρουστσόφ συνέχισε επί μία εβδομάδα να σπέρνει τον τρόμο ανά την υφήλιο, περιφρονώντας τις προειδοποιήσεις και εξαπολύοντας απειλές, καθώς γνώριζε πως, εάν χαθεί «η διάθεση στη Δύση δεν είναι εύκολο να ανακτηθεί».
Οσον αφορά τη συνέχεια, η ΕΣΣΔ άρχισε, μάταια, να ελίσσεται, ούτως ώστε να απεγκλωβιστεί, δίχως να ταπεινωθεί, «ενώ ανά πάσα στιγμή η πυρηνική καταστροφή θα μπορούσε να έχει επέλθει, λόγω ατυχήματος ή λανθασμένου υπολογισμού». Ο Χέιστινγκς αναφέρει ενδεικτικά πως ο καπετάνιος ενός σοβιετικού υποβρυχίου που έπλεε στον Ατλαντικό, 600 μίλια μακριά από τις αμερικανικές ακτές, μην όντας βέβαιος εάν είχε ξεσπάσει πόλεμος στην επιφάνεια, φέρεται να απείλησε να εκτοξεύσει την πυρηνική του τορπίλη, όταν παρενοχλήθηκε από αμερικανικά πολεμικά πλοία. Ορισμένοι κατώτεροι αξιωματικοί είχαν μια σχετική ελευθερία κινήσεων όσον αφορά τη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής, οπότε θα μπορούσε κάλλιστα να είχε προκληθεί ακούσια μια καταστροφή από αμφότερες τις πλευρές.
Ο Χέιστινγκς εξηγεί ότι η ανθρωπότητα πρέπει να ευγνωμονεί τον Τζον Φ. Κένεντι γιατί «σχεδόν από την αρχή ήταν αποφασισμένος να καταλήξει σε συμφωνία με τους Σοβιετικούς, αντί να αποπειραθεί να τους υποτάξει. Η ιστορία δείχνει ότι τα βαρυσήμαντα γεγονότα συχνά τα διαχειρίζονται ανεπαρκείς εθνικοί ηγέτες – σκεφτείτε την Ευρώπη το 1914 ή τον κόσμο το 2022. Αντίθετα, η Κρίση των Πυραύλων παρείχε τη βάση για το καλύτερο και πιο θαρραλέο επίτευγμα του Κένεντι».
Εστιάζοντας στο παρόν ο βρετανός ιστορικός αναγνωρίζει πως «η αισιοδοξία για την παγκόσμια ειρήνη που σάρωσε τη Δύση το 1991 και επικράτησε την πρώτη δεκαετία μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, φαίνεται αφελής σήμερα. Η επιστροφή στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων έχει καταστεί αντιπροσωπευτικό χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 2020. Οι μόνες σημαντικές εξαγωγές της Ρωσίας είναι το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και η ακραία βία. Ωστόσο αυτά δίνουν τη δυνατότητα στον Πρόεδρο Πούτιν, έναν λιγότερο ορθολογικό και υπεύθυνο ρώσο ηγέτη σε σχέση με τον Χρουστσόφ (αν και δεν φαινόταν έτσι εκείνη την εποχή) να ασκεί εκπληκτική επιρροή για απροκάλυπτα κακόβουλους σκοπούς».
Ο Χέιστινγκς δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η διεθνής τάξη και η διεθνής σταθερότητα να ανήκουν αμετάκλητα στο παρελθόν. «Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είναι μια επανάληψη του Ψυχρού Πολέμου, παρότι μάλλον αποτελεί την αρχή ενός νέου», θεωρεί. Πριν από εξήντα χρόνια, ακόμη και τα «γεράκια» του Κρεμλίνου αναγνώριζαν ότι η ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να επικρατήσει σε μια πυρηνική αναμέτρηση. Αντιθέτως, σήμερα, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία διαθέτουν επαρκή πυρηνική ισχύ για να αφανίσουν την ανθρωπότητα.
«Η προθυμία του Πούτιν να διατρέξει τεράστιους κινδύνους και να προβεί αποτρόπαιες φρικαλεότητες, επιδιώκοντας μια πανσλαβική χίμαιρα, ενισχύεται από τη συνειδητοποίηση της γιγαντιαίας προόδου της Κίνας, της συνεχιζόμενης τεχνολογικής κυριαρχίας της Αμερικής, και της σχετικής στασιμότητας της Ρωσίας», εξηγεί ο Χέιστινγκς. Σημειώνοντας, μάλιστα, πως η άποψη του ρώσου πρόεδρου για την ιστορία αποτελεί ένα συνονθύλευμα «άγνοιας, αμοραλισμού και εθνικισμού», υποστηρίζει πως «η εισβολή του στην Ουκρανία είναι πολύ λιγότερο δικαιολογημένη από όσο ήταν η επέμβαση του Χρουστσόφ στην Κούβα».
Ολοκληρώνοντας τη μακροσκελέστατη ανάλυσή του ο Μαξ Χέιστινγκς γράφει πως εάν θα μπορούσε να γίνει λόγος για κάτι καλό με φόντο το τεράστιο κακό του πολέμου που μαίνεται στην Ουκρανία, θα αφορούσε τη συνειδητοποίηση, από την πλευρά της εφησυχασμένης και κουρασμένης Δύσης, της σημασίας της ασφαλείας, η οποία απαιτεί «και πολιτική βούληση και στρατιωτικές δυνατότητες».
Το 1962 η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να έχει επιτύχει ένα ανεκτό αποτέλεσμα, εάν η Μόσχα δεν γνώριζε ότι οι ΗΠΑ διέθεταν τα μέσα και δεν πίστευε ότι είχαν επίσης τη βούληση, να συνδράμουν τη διπλωματία με την συντριπτική τους στρατιωτική/πυρηνική ισχύ. Σήμερα, εξήντα χρόνια μετά, εξακολουθούν να υπάρχουν στον κόσμο τα όπλα για να αυτοκαταστραφεί η ανθρωπότητα.
Για αυτό θα έπρεπε να ήταν «Να φοβάσαι!» το σύνθημα όλων των εθνικών ηγετών, καταλήγει ο Χέιστινγκς. Γιατί ενώ ούτε ο Τζον Κένεντι ούτε ο Νικίτα Χρουστσόφ στερούνταν θάρρους, σε αντίθεση με τον Φιντέλ Κάστρο και ορισμένους στρατιωτικούς διοικητές και στις δύο πλευρές, αμφότεροι λάμβαναν συνετά υπόψη τις συνέπειες των όποιων αποφάσεών τους. Βασική προϋπόθεση για την επιβίωση του πλανήτη και τη ανθρωπότητας κατά τον 21ο αιώνα, πέρα από την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, είναι να μην στερείται κανένας εθνικός ηγέτης του συναισθήματος του φόβου που «πρέπει να βρίσκεται στον πυρήνα της λογικής και ήταν απαραίτητο για την ειρηνική επίλυση της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News