Η κουλτούρα της ακύρωσης καλλιτεχνών με μεγάλη προσφορά είναι ένα φαινόμενο που εξαπλώθηκε μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και φοβίζει όλους του σταρ της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Κάποιοι από αυτούς, όμως, απέφυγαν τη μοίρα συναδέλφων τους, παρότι οι καταγγελίες εναντίον τους ήταν συντριπτικές.
Σχεδόν πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ «Leaving Neverland», στο οποίο δυο άνδρες κατηγόρησαν τον τραγουδιστή Μάικλ Τζάκσον ότι τους κακοποίησε σεξουαλικά όταν ήταν παιδιά, φαίνεται πως δεν έχουν πάρει όλοι το μήνυμα ότι ο σταρ «ακυρώθηκε», αναφέρει δημοσίευμα της Guardian.
Το θεατρικό «MJ The Musical», που άνοιξε στο Λονδίνο την περασμένη εβδομάδα, επαινέθηκε από τους κριτικούς για τις χορογραφίες του, που αψηφούν τους νόμους της βαρύτητας, αλλά ελάχιστοι επισήμαναν τον «ελέφαντα στη σκηνή»: την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στις καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση εναντίον του «βασιλιά της ποπ».
Παρά το γεγονός πως όταν πρωτοκυκλοφόρησαν οι καταγγελίες, προ δεκαετίας, ακόμη και το BBC ανακοίνωσε ότι αποσύρει τα τραγούδια του Τζάκσον από την playlist του, η δημόσια «ακύρωση» του τραγουδιστή που έχασε τη ζωή του το 2009 έχει επί της ουσίας εξαφανιστεί. Πέρα από την επιτυχία του μιούζικαλ για τη ζωή του, η δισκογραφική εταιρία Sony αγόρασε πρόσφατα τα δικαιώματα των μισών τραγουδιών του για σχεδόν 600 εκατ. ευρώ.
Φαίνεται ότι κάποιοι καλλιτέχνες παρουσιάζουν… αντισώματα στην εποχή των κινημάτων #MeToo και Black Lives Matter, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Ντέιβιντ Μπόουι. Οι ισχυρισμοί μετά τον θάνατό του, το 2016, από τις Λόρι Μάτιξ και Ντέινα Γκιλέσπι ότι ο ροκ σταρ είχε σεξουαλικές επαφές μαζί τους όταν εκείνες ήταν κάτω από την ηλικία της συναίνεσης (15 και 14 αντιστοίχως), έχουν σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί ή και απορριφθεί.
Οι δυο γυναίκες αποκάλυψαν τα περιστατικά χωρίς να εμφανίζονται ενοχλημένες που έχασαν την παρθενιά τους από τον σταρ. Αυτό ίσως έπαιξε ρόλο στο γεγονός ότι ο πρωτοπόρος μουσικός παραμένει ίνδαλμα για εκατομμύρια θαυμαστές του, σε αντίθεση με τον τραγουδιστή και παραγωγό της μαύρης μουσικής Αρ Κέλι, ο οποίος καταδικάστηκε για σεξουαλικά εγκλήματα, αποκαθηλώθηκε καλλιτεχνικά και «ακυρώθηκε».
Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η φήμη κάποιων σταρ με φανατικό ακροατήριο καταφέρνει να επιβιώσει κάθε καταγγελίας, σε αντίθεση με εκείνη κάποιων άλλων. Μήπως όσοι βρίσκονται εν ζωή κινδυνεύουν περισσότερο από εξοστρακισμό, καθώς εξακολουθούν να κινούνται γύρω μας και να επωφελούνται από τις καλλιτεχνικές δημιουργίες τους, όπως ο κινηματογραφικός παραγωγός Χάρβεϊ Γουάινσταϊν;
Αλλά αν στέκει αυτή η θεωρία, τότε πώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ο Αϊκ Τέρνερ, που κατηγορήθηκε για πληθώρα φυσικών και σεξουαλικών κακοποιήσεων από την πρώην σύζυγό του Τίνα Τέρνερ, παραμένει «ακυρωμένος» χρόνια μετά τον θάνατό του, ενώ ο Κρις Μπράουν, που παραδέχτηκε την ενοχή του για κακουργήματα εναντίον της τότε φίλης του, τραγουδίστριας Ριάνα –και δεν είναι νεκρός– εξακολουθεί να εξασφαλίζει υποψηφιότητες για βραβεία Γκράμι;
Παράλληλα, υπάρχουν και περιπτώσεις καλλιτεχνών που κινούνται σε μια γκρίζα ζώνη, αντιμετωπίζοντας αντικρουόμενες απόψεις από το κοινό. Η περίπτωση του Μόρισι, πρώην τραγουδιστή του κορυφαίου βρετανικού ποπ συγκροτήματος The Smiths, είναι χαρακτηριστική. Παρότι τα τελευταία χρόνια έχει ανοιχτά ενστερνιστεί ακροδεξιές πολιτικές ομάδες, όπως το κίνημα «For Britain», διατηρεί ακόμα μεγάλο αριθμό θαυμαστών – και τα τραγούδια του παίζονται στο ραδιόφωνο.
Στο βιβλίο της με τίτλο «Monsters: A Fan’s Dilemma» (Τέρατα: Τα Διλήμματα ενός Φαν») η Κλερ Ντέντερερ ερμηνεύει την άσβεστη κληρονομιά του Μπόουι, γράφοντας ότι ήταν «ο προστάτης άγιος των περίεργων και απροσάρμοστων νέων». Εξηγεί ότι για έφηβους όπως εκείνη «ο Μπόουι αποκτούσε μια μορφή ιδιοκτησίας, ήταν δικός μας, μας έκανε να παρηγορηθούμε στην ιδέα πως όταν αισθανόμασταν σαν εξωγήινοι, δεν ήμασταν μόνοι μας».
Η Ντέντερερ ισχυρίζεται ότι η προσωπικότητα και η δημόσια περσόνα του Μπόουι έκανε τους φαν του να αισθάνονται «μέλη μιας μυστικής κοινότητας, σαν πραγματική οικογένεια» και αυτή η σύνδεση έκανε τους οπαδούς του καλλιτέχνη να παραβλέψουν τις κατηγορίες εναντίον του. Πίστεψαν ότι άλλα ροκ συγκροτήματα μπορεί να έκαναν σεξ με έφηβες, «αλλά όχι το δικό μας παλικάρι» – το συναισθηματικό δέσιμο ήταν πολύ ισχυρό για να διαρραγεί.
Η κριτικός τέχνης Τζέσα Κρίσπιν διαφωνεί και επικρίνει το βιβλίο της Ντέντερερ για υπερβολική συναισθηματική εξάρτηση στην επιχειρηματολογία του και έλλειψη χρήσης της νόησης και της λογικής. Θεωρεί ότι ο Μπόουι απέφυγε την «ακύρωση» γιατί όποιος απέκτησε φανατικούς θαυμαστές πριν την εμφάνιση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης παραμένει απρόσβλητος από αυτήν. «Οι αντιδράσεις θα επανέρχονται περιοδικά, αλλά η στοργή των οπαδών του θα επιβιώσει» γράφει για τον μουσικό.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο αείμνηστος βρετανός μουσικός βρίσκεται αντιμέτωπος με κατακραυγές. Στη δεκαετία του 1970 κατηγορήθηκε ότι εξέφραζε συμπάθεια προς την Ακροδεξιά και είχε αποκαλέσει τον Χίτλερ «ο πρώτος ροκ σταρ». Αλλά δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος καλλιτέχνης που έκανε ατυχείς δηλώσεις στις δεκαετίες των ροκ ακροτήτων, του 1960 και του 1970.
Πολλοί ξεχνούν τις οργισμένες θρησκευτικές αντιδράσεις μετά τη δήλωση του Τζον Λένον ότι οι Beatles ήταν «πιο διάσημοι από τον Ιησού», με πιστούς να καίνε δημοσίως τους δίσκους των Σκαθαριών. Συντηρητικές αντιδράσεις αντίστοιχες της ακύρωσης βίωσαν δεκαετίες αργότερα και τα μέλη του γυναικείου κάντρι συγκροτήματος Dixie Chicks, όταν μπήκαν στη μαύρη λίστα των ραδιοφωνικών σταθμών επειδή άσκησαν κριτική στον τότε πρόεδρο Μπους για τον πόλεμο στο Ιράκ.
Η καλλιτεχνική «ακύρωση» είναι ένα φαινόμενο που επικρατεί στις τάξεις όσων υιοθετούν τη δυαδική σκέψη – ένοχος ή αθώος, όλα μαύρα ή όλα άσπρα. Το καλοκαίρι του 2020 η πλατφόρμα ροής HBO Max απέσυρε προσωρινά το κινηματογραφικό αριστούργημα «Οσα Παίρνει ο Ανεμος» μετά από καταγγελίες νεαρών σινεφίλ για «προώθηση ρατσιστικών στερεοτύπων» – πριν το επαναφέρει δύο εβδομάδες αργότερα με προειδοποιητική σήμανση.
Οι «νεαροί σινεφίλ» που προκάλεσαν τον ντόρο για την κορυφαία ταινία με επίκεντρο τον εμφυλιακό Νότο στις ΗΠΑ, δεν μπήκαν καν στη σκέψη ότι τη χρονιά κυκλοφορίας της (1939) το πολιτικοκοινωνικό τοπίο των ΗΠΑ ήταν εντελώς διαφορετικό – δύο δεκαετίες πριν την εμφάνιση του κινήματος για τα δικαιώματα των μαύρων και σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν αρχίσει η σταδιακή κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων στον αμερικανικό Νότο.
Οσον αφορά τους καλλιτέχνες, ο μόνος τρόπος αντίστασης απέναντι στην κουλτούρα ακύρωσης είναι η σύνθετη σκέψη –ένας απλός διαχωρισμός ανάμεσα στην καλλιτεχνική προσφορά και τον προσωπικό χαρακτήρα του κάθε σταρ–, η οποία συνήθως έρχεται μετά θάνατον. Ετσι εξηγείται η διαφοροποίηση του «ακυρωμένου» Αρ Κέλι από τον καλλιτεχνικά ακέραιο Ντέιβιντ Μπόουι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News