Κατά πόσο μπορούν να συναχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την καλύτερη προστασία της δημόσιας υγείας μέσω της σύγκρισης των επιδόσεων των χωρών, όσον αφορά τις έως τώρα προσπάθειές τους για τη διαχείριση της πανδημίας, διερωτάται σε εκτενές άρθρο του ο Κέβιν Κόνολι του BBC.
Ο βρετανός δημοσιογράφος αναφέρει καταρχάς πως ακόμη και οι καθ’ ύλην αρμόδιοι δυσκολεύονται να εξηγήσουν γιατί δυτικά κράτη με παρόμοιες, σε γενικές γραμμές, οικονομίες κλήθηκαν και καλούνται ακόμα να αντιμετωπίσουν δραματικά διαφορετικές –όσον αφορά τα κρούσματα και τους θανάτους– καταστάσεις.
Αναμφίβολα, οι διεθνείς συγκρίσεις αποτελούν ένα μέσο αξιολόγησης των επιδόσεων των κυβερνήσεων των κρατών όλου του κόσμου, αλλά στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται ότι «ακόμη και η σύγκριση των πιο απλών στοιχείων μπορεί να καταστεί πολύπλοκη».
Οι σημαντικές διαφορές μεταξύ χωρών της Δύσης οφείλονται σίγουρα και στον τρόπο καταγραφής και χαρακτηρισμού των θανάτων (ποιοι σχετίζονται με τον κορονοϊό και ποιοι όχι) αλλά αποτελεί γεγονός πως προς το παρόν οι διαφορές στις επιδόσεις τους είναι αξιοσημείωτες έως και ακατανόητες.
Την ώρα που η θνησιμότητα από Covid- 19 στη Γερμανία ανέρχεται σε περίπου 11,5 θανάτους ανά 100.00 κατοίκους, στο γειτονικό Βέλγιο ανέρχεται σε 87 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους. Η Γαλλία βρίσκεται κάπου στη μέση με περίπου 48 θανάτους ανά 100.000 ανθρώπους, ενώ η Βρετανία καταλαμβάνει μία από τις πρώτες θέσεις όσον αφορά την κατάσταση στην ευρωπαϊκή επικράτεια με 63,3 θανάτους ανά 100.000.
Και οι τέσσερις χώρες είναι εύπορες με ισχυρά συστήματα υγείας, και οι τέσσερις χώρες χρησιμοποίησαν σε γενικές γραμμές τα ίδια όπλα για να πολεμήσουν τον κορονοϊό, «αλλά όσο εμβαθύνουμε στα στοιχεία τόσο πιο δύσκολη καθίσταται η κατανόηση των διαφορών», σημειώνει ο δημοσιογράφος του BBC.
Πάντως λαμβάνοντας υπόψη την επιτυχία της Γερμανίας, συμπεραίνεται ότι καθοριστικό ρόλο, εξίσου σημαντικό με τα όποια μέτρα, διαδραματίζει η έγκαιρη λήψη τους. «Γίνεται ήδη λόγος για τη γερμανική επιτυχία αλλά δεν είναι ξεκάθαρο πού οφείλεται. Κινηθήκαμε λαμβάνοντας ακριβώς τα ίδια μέτρα με τους άλλους. Δεν κάναμε τίποτα ιδιαίτερα καλά, απλά το κάναμε νωρίτερα», σημείωσε ο κορυφαίος γερμανός επιδημιολόγος και σύμβουλος της γερμανικής κυβέρνησης στη μάχη κατά του κορονοϊού Κρίστιαν Ντρόστεν.
Σε πρακτικό επίπεδο είναι αλήθεια πως στη Γερμανία πραγματοποιούνται περισσότερα τεστ, οι υπηρεσίες ιχνηλάτησης είναι αποδοτικές, ενώ η χώρα διαθέτει και περισσότερες κλίνες σε μονάδες εντατικής θεραπείας από τα περισσότερα άλλα κράτη. Σύμφωνα, όμως, με τον Κέβιν Κόνολι, «εξίσου σημαντικό είναι ότι διαθέτει την Ανγκελα Μέρκελ, η οποία είναι η ίδια επιστήμονας και μπορεί να κατανοήσει και να εξηγήσει προσωπικά τα δεδομένα» στον γερμανικό λαό.
Ο Κρίστιαν Ντρόστεν θεωρεί πως όταν οι πολίτες αισθάνονται ότι είναι επαρκώς ενημερωμένοι είναι πιο πιθανό να συμμορφωθούν με τα όποια μέτρα και τις υποδείξεις των κυβερνώντων και των ειδικών. «Διαβάζω για ποσοστά αποδοχής που κυμαίνονται μεταξύ 85 – 90%, αυτό αποτελεί τεράστια επιτυχία…όλοι γνωρίζουμε κάποιον από τον περίγυρό μας που δεν αποδέχεται τα μέτρα, αλλά μπορούμε να συζητήσουμε μαζί του και αυτό πρέπει να κάνουμε. Θεωρώ ότι αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά πλεονεκτήματα της Γερμανίας», ανέφερε ο γερμανός ειδικός. «Το σχόλιο του καθηγητή Ντρόστεν αφορά την επαφή της επιστήμης με την κοινωνία, με άλλα λόγια το ζήτημα δεν έγκειται τόσο στα εργαλεία όσο στο πώς αντιδρά η χώρα όταν η κυβέρνηση αποκαλύπτει αυτά τα εργαλεία», εξηγεί ο βρετανός συντάκτης του άρθρου.
Μιλώντας στο BBC ο βέλγος πανεπιστημιακός Ιβ Βαν Λάτεν, σύμβουλος της κυβέρνησης του Βελγίου στη διαχείριση της πανδημίας, αναγνώρισε ότι ενδέχεται οι κυβερνώντες στην πατρίδα του να μπέρδεψαν και να σύγχυσαν τους πολίτες, αλλάζοντας πολύ γρήγορα και πολύ συχνά τις όποιες υποδείξεις τους. Και επισήμανε, φυσικά, την ανάγκη λήψης βιώσιμων και σταθερών μέτρων ενόψει της έλευσης του χειμώνα. Τον ανησυχεί, όμως, ιδιαίτερα το γεγονός πως η διάθεση των πολιτών να συμμορφωθούν με περαιτέρω αλλαγές είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, φαινόμενο που παρατηρείται σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
«Η κυβέρνηση προτείνει κάτι και αμφισβητείται αμέσως… τον Μάρτιο και τον Απρίλιο οι άνθρωποι ήταν ιδιαίτερα φοβισμένοι και συμμορφώνονταν, δίχως να διαμαρτύρονται ιδιαίτερα. Αλλά τώρα βλέπουν πως καθώς αυξάνονται τα κρούσματα, το ποσοστό θνησιμότητας παραμένει χαμηλό και διερωτώνται γιατί πρέπει να υποστούν όλα αυτά», εξήγησε ο βέλγος ειδικός.
Ιδιαίτερη έμφαση στη βιωσιμότητα των μέτρων έδωσε και ο Αντερς Τέγκνελ, ο επιδημιολόγος – σύμβουλος της κυβέρνησης της Σουηδίας. Κατά την πρώτη φάση της πανδημίας επικρίθηκε έντονα για τη σύστασή του να παραμείνουν ανοιχτά τα μπαρ και τα εστιατόρια και να μην καταστεί υποχρεωτική η χρήση μάσκας, αλλά φαίνεται πως δικαιώνεται κατά τη δεύτερη φάση της πανδημίας από πολλά εμπειρικά δεδομένα. Ο ισχυρισμός ότι οι σουηδικές αρχές δεν έκαναν τίποτα για να περιορίσουν την εξάπλωση του κορονοϊού δεν ανταποκρίνεται, φυσικά, στην πραγματικότητα, αλλά σύμφωνα με τον Αντερς Τέγκνελ, το πιο σημαντικό είναι «να καταστήσουμε επιδραστικούς τους πολίτες».
Τελικό συμπέρασμα: οι επιδόσεις των χωρών στη διαχείριση της πανδημίας καθορίζονται όχι μόνον από τα όποια μέτρα λαμβάνουν οι κυβερνήσεις τους, αλλά και από την αντίδραση των πολιτών μετά την ανακοίνωσή τους. Το πώς θα εξελιχθεί, οπότε, η πανδημία εξαρτάται «όχι μόνον από αυτά που οι κυβερνήσεις μας λένε να κάνουμε και να μην κάνουμε, αλλά και από τις επιλογές, εξίσου ή και περισσότερο, που κάνουμε με βάση αυτά που μας λένε», επισημαίνει και ο βρετανός δημοσιογράφος.
Οσον αφορά τη γνώμη ή, μάλλον, τις γνώμες των ειδικών, «ειλικρινά, παρακολουθώντας τηλεόραση το βράδυ μπορεί κανείς να δεις έναν ειδικό στη Στοκχόλμη, ή στο Λονδίνο, ή στο Παρίσι, να δηλώνει κάτι ελαφρώς διαφορετικό. Αλλά όλοι, βεβαίως, είναι ειδικοί. Είναι πολύ νωρίς για συγκρίσεις. Ενδεχομένως να καταστεί δυνατό τού χρόνου, μπορεί να χρειαστεί να περιμένουμε μέχρι τη μεθεπόμενη χρονιά, αλλά σίγουρα όχι τώρα», είπε στο BBC κορυφαίος πολιτικός του Βελγίου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News