«Ολοι οι δρόμοι που οδηγούν μακριά από την πόλη είναι γεμάτοι πρόσφυγες – ελάχιστοι εξ αυτών γνωρίζουν πού πηγαίνουν». Αυτές ήταν οι πρώτες προτάσεις του ρεπορτάζ του BBC, καθώς μετέδιδε πλάνα απελπισμένων Βορειοκορεατών που προσπαθούσαν να διαφύγουν από τη φλεγόμενη πόλη της Πιονγκγιάνγκ στις 5 Δεκεμβρίου 1950.
Καθώς τα κατοχικά στρατεύματα του ΟΗΕ αποχωρούσαν ατάκτως, το χάος και ο φόβος κυριαρχούσαν στην πρωτεύουσα της Βόρειας Κορέας. Η είδηση ότι κινεζικά στρατεύματα πλησίαζαν την πόλη εξαπλώθηκε σαν αστραπή. Στις σκληρές συνθήκες του χειμώνα, έντρομοι πρόσφυγες πλημμύρισαν τους δρόμους κουβαλώντας όσα από τα υπάρχοντά τους μπορούσαν, καθώς καπνοί έβγαιναν από τα φλεγόμενα κτίρια πίσω τους.
Η πανικόβλητη εκκένωση ήταν χαρακτηριστική της δραματικής ανατροπής που αντιμετώπισε η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ υπό τις διαταγές του Ντάγκλας ΜακΑρθουρ. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα ο στρατηγός είχε υποσχεθεί στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν, ότι ήταν έτοιμος να ενοποιήσει την Κορέα. Η πτώση της Πιονγκγιάνγκ και η πλήρης κατάρρευση της στρατιωτικής του επίθεσης στη Βόρεια Κορέα θα τον οδηγήσουν στην απειλή ενός ολοκληρωτικού πυρηνικού πολέμου.
Ο όλεθρος και η αιματοχυσία που προκλήθηκε από τον πόλεμο της Κορέας είχαν ξεκινήσει έξι μήνες νωρίτερα. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Κορέα υπέφερε κάτω από τη βάναυση ιαπωνική κατοχή. Οι ΗΠΑ πρότειναν στην τότε σύμμαχό τους Σοβιετική Ενωση να μοιραστούν τον έλεγχο της χερσονήσου μετά την παράδοση της Ιαπωνίας. Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, έτσι θα ήταν σε θέση να διαχειριστούν την απομάκρυνση των ιαπωνικών δυνάμεων.
Το 1945 οι υπερδυνάμεις χώρισαν τη χώρα στα δύο, κατά μήκος μιας αυθαίρετης γραμμής οριοθέτησης – τον 38ο παράλληλο. Οι Σοβιετικοί υποστήριξαν τον Κιμ Ιλ-Σουνγκ στη βόρεια Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας, ενώ οι ΗΠΑ στήριξαν τον Σίνγκμαν Ρι της Δημοκρατίας της Κορέας, στον Νότο. Από την αρχή, καμία από τις δύο νεοσυσταθείσες κυβερνήσεις της Κορέας δεν αποδέχτηκε τη νομιμότητα ή τη γραμμή οριοθέτησης της άλλης.
Πρόθεση και των δύο ηγετών ήταν να επανενώσουν τη χώρα δια της βίας. Μέχρι το 1949 οι δύο υπερδυνάμεις είχαν αποσύρει τα περισσότερα από τα κατοχικά τους στρατεύματα από την Κορέα, αλλά αυτό δεν μείωσε τις εντάσεις, που σιγόβραζαν. Οι συγκρούσεις κατά μήκος των ντε φάκτο συνόρων ανάμεσα στις δύο χώρες γίνονταν όλο και πιο αιματηρές.
Στις 25 Ιουνίου 1950 ο κομμουνιστής ηγέτης της Βόρειας Κορέας Κιμ Ιλ-Σουνγκ έκανε την κίνησή του. Τα ξημερώματα εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση με μια άρτια εκπαιδευμένη δύναμη μάχης κατά μήκος της 38ης παραλλήλου. Εξοπλισμένα με σοβιετικά όπλα, τα βορειοκορεατικά στρατεύματα έτρεψαν τον στρατό της Δημοκρατίας της Κορέας σε φυγή.
Εντός ολίγων ημερών είχαν καταλάβει τη νοτιοκορεατική πρωτεύουσα Σεούλ, αναγκάζοντας πολλούς από τους κατοίκους της να ορκιστούν πίστη στο Κομμουνιστικό Κόμμα ή να αντιμετωπίσουν φυλακίσεις και εκτελέσεις. Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Τρούμαν αιφνιδιάστηκε από την ταχύτητα και την επιτυχία της βορειοκορεατικής επίθεσης.
Πιστός στη «θεωρία του ντόμινο» –την πτώση μιας χώρας σε κομμουνιστικό έλεγχο θα ακολουθούσαν και άλλες– ο Τρούμαν έκανε έκκληση στον νεοσύστατο ΟΗΕ να υπερασπιστεί τη Νότια Κορέα. Η Σοβιετική Ενωση θα μπορούσε να ασκήσει βέτο σε αυτή την ψηφοφορία, αλλά εκείνη την εποχή μποϊκόταρε το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, λόγω της άρνησής του να δεχτεί στους κόλπους του τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Ετσι, στις 28 Ιουνίου 1950 εγκρίθηκε ένα ψήφισμα που καλούσε όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να βοηθήσουν στην απόκρουση της εισβολής. Ο αμερικανός στρατηγός ΜακΑρθουρ, εκπρόσωπος των συμμαχικών δυνάμεων κατά τη διαδικασία παράδοσης της Ιαπωνίας στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ανέλαβε τη διοίκηση της πολυεθνικής δύναμης του ΟΗΕ.
Οι ΗΠΑ ήταν οι πρώτες που ανταποκρίθηκαν στο ψήφισμα του ΟΗΕ, στέλνοντας εσπευσμένα μονάδες στρατευμάτων που ήταν τοποθετημένα στην Ιαπωνία. Αλλά αυτά τα στρατεύματα ήταν ελλιπώς προετοιμασμένα για να αντιμετωπίσουν τις ανώτερες βορειοκορεατικές δυνάμεις, οι οποίες γρήγορα σάρωσαν τη χώρα, απωθώντας τα. Καθώς μαίνονταν οι μάχες, χιλιάδες κορεάτες πολίτες που βρέθηκαν εν μέσω των συγκρούσεων έχασαν τις ζωές τους.
Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1950 οι δυνάμεις της Νότιας Κορέας και του ΟΗΕ είχαν καθηλωθεί στην υπεράσπιση ενός μικρού θύλακα γύρω από το λιμάνι του Μπουσάν, στο νότιο άκρο της χώρας. Η Βόρεια Κορέα φαινόταν να βρίσκεται ένα βήμα πριν την επανένωση ολόκληρης της κορεατικής χερσονήσου.
Εφαρμόζοντας ένα φιλόδοξο στοίχημα, ο Μακάρθουρ αποφάσισε να επιχειρήσει μια επικίνδυνη θαλάσσια επίθεση στο Ιντσόν – ένα λιμάνι βαθιά πίσω από τις γραμμές της Βόρειας Κορέας. Υπό σφοδρούς βομβαρδισμούς, οι δυνάμεις του ΟΗΕ αποβιβάστηκαν στις 15 Σεπτεμβρίου 1950, κατέλαβαν το λιμάνι και στη συνέχεια προχώρησαν γρήγορα για να ανακαταλάβουν τη Σεούλ.
Μετά την ανακατάληψη της νοτιοκορεατικής πρωτεύουσας, δεκάδες χιλιάδες κάτοικοί της που είχαν εξαναγκαστεί σε όρκο πίστης στους προηγούμενους κατακτητές τους εκτελέστηκαν από τις νοτιοκορεατικές δυνάμεις. Αυτή ήταν μόλις μία από τις αδιάκριτες, φρικτές μαζικές δολοφονίες αμάχων που θα λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η «επιχείρηση Ιντσόν» κατάφερε να διακόψει τις γραμμές ανεφοδιασμού και τις επικοινωνίες του βορειοκορεατικού στρατού, ενώ παράλληλα έδωσε τη δυνατότητα στις δυνάμεις του ΟΗΕ να ξεφύγουν από το λιμάνι του Μπουσάν και να επιχειρήσουν σκληρή αντεπίθεση. Αυτή η κίνηση ανέτρεψε τη ροή της σύγκρουσης, οδηγώντας τους βορειοκορεάτες στρατιώτες σε υποχώρηση προς τον Βορρά, πίσω από τον 38ο παράλληλο.
Με το ψήφισμα του ΟΗΕ στα χέρια του, ο ΜακΑρθουρ φερόταν αποφασισμένος να καταστρέψει πλήρως τις κομμουνιστικές δυνάμεις, διατάσσοντας τα στρατεύματά του να καταδιώξουν τους Βορειοκορεάτες πέρα από τα σύνορα. Μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1950 οι δυνάμεις του ΟΗΕ είχαν καταλάβει την Πιονγκγιάνγκ και προέλαυναν προς τον ποταμό Γιάλου, στα κινεζικά σύνορα. Η δραματική για τη Νότια Κορέα κατάσταση έδειχνε να έχει αναστραφεί πλήρως μέσα σε λίγους μήνες.
Ο Τρούμαν δίσταζε να επεκτείνει μια σύγκρουση που θα μπορούσε να επιφέρει εμπλοκή τόσο της Κίνας όσο και της Σοβιετικής Ενωσης –η οποία είχε μόλις αναπτύξει τη δική της ατομική βόμβα– και να οδηγήσει σε νέο παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά ο ΜακΑρθουρ ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να πετύχει μια γρήγορη, αποφασιστική νίκη, που θα επανένωνε τη χώρα υπό φιλοδυτική ηγεσία. Διαβεβαίωσε τον πρόεδρο ότι ο πόλεμος θα είχε τελειώσει μέχρι τα Χριστούγεννα του 1950.
Ομως η ταχεία προέλαση των δυνάμεων του ΟΗΕ προς τα σύνορά του προκάλεσε τον εκνευρισμό του κομμουνιστή ηγέτη της Κίνας, Μάο Τσε Τουνγκ. Φοβούμενος μια εχθρική Δυτική στρατιωτική δύναμη στο κατώφλι της χώρας του, διέταξε τον κινεζικό στρατό να συγκεντρωθεί κρυφά στα σύνορα για να αντιμετωπίσει τις επελαύνουσες δυνάμεις του ΜακΑρθουρ. Στα τέλη Νοεμβρίου, με αιφνιδιαστική αποφασιστικότητα, η Κίνα ανέτρεψε εκ νέου τη ροή του πολέμου.
Χιλιάδες κινεζικά στρατεύματα εξαπέλυσαν μια σειρά από καταστροφικές επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων του ΟΗΕ. Εχοντας υποστεί βαριές απώλειες, και αντιμέτωπα με τις παγωμένες καιρικές συνθήκες, τα στρατεύματα του ΜακΑρθουρ απέτυχαν να διατηρήσουν τις μεγάλες εκτάσεις εδάφους που είχαν καταλάβει μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα.
Στη μάχη του ποταμού Τσονγκτσόν τα κινεζικά στρατεύματα επέφεραν μια καταστροφική ήττα στις δυνάμεις του ΟΗΕ, προκαλώντας μια από τις μεγαλύτερες και πιο αιματηρές οπισθοχωρήσεις στην ιστορία του Σώματος Πεζοναυτών των ΗΠΑ. Ανίκανος να αναχαιτίσει την ανελέητη κινεζική προέλαση, ο ΜακΑρθουρ πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την Πιονγκγιάνγκ.
Τα στρατεύματα των Ηνωμένων Εθνών άρχισαν να προετοιμάζονται για την εκκένωση και έλαβαν εντολή να κάψουν τυχόν προμήθειες και εξοπλισμό που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους κινέζους στρατιώτες. Πολλά από τα κτίρια της πόλης τυλίχτηκαν στις φλόγες, ενώ χιλιάδες εξουθενωμένοι και τρομοκρατημένοι κάτοικοι τράπηκαν σε φυγή, φοβούμενοι πιθανά αντίποινα από τα κινεζικά και βορειοκορεατικά στρατεύματα.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1950, καθώς οι δυνάμεις της Κίνας και της Βόρειας Κορέας εισέρχονταν ξανά στην Πιονγκγιάνγκ, η στρατηγική των ΗΠΑ για τον τερματισμό του πολέμου άρχισε να στρέφεται προς μια πολύ πιο επικίνδυνη τροχιά. Ο ΜακΑρθουρ, που είχε καθησυχάσει τον Τρούμαν ότι ο Μάο δεν θα επέμβαινε στη χερσόνησο, άρχισε να υποστηρίζει την κλιμάκωση της σύγκρουσης, απειλώντας με χρήση πυρηνικών όπλων εάν οι Κινέζοι και οι Βορειοκορεάτες δεν κατέθεταν τα όπλα τους.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1950 ο ΜακΑρθουρ ζήτησε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ το δικαίωμα χρήσης ατομικών οπλικών συστημάτων κατά τη διακριτική του ευχέρεια. Ο Τρούμαν αρνήθηκε, αλλά δύο εβδομάδες αργότερα ο στρατηγός υπέβαλε μια λίστα με στόχους εντός της Κίνας – καθώς και τον αριθμό των πυρηνικών που θα χρειάζονταν για να πραγματοποιήσει τα χτυπήματα.
Συνέχισε να πιέζει ώστε το Πεντάγωνο να του παραχωρήσει την ευχέρεια χρήσης πυρηνικών όπλων εάν το έκρινε απαραίτητο, ως διοικητής του πεδίου των μαχών. Μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 1950 οι δυνάμεις του ΟΗΕ είχαν απωθηθεί στον 38ο παράλληλο, με τα κινεζικά και βορειοκορεατικά στρατεύματα να ανακαταλαμβάνουν την πολιορκημένη και βομβαρδισμένη πόλη της Σεούλ τον Ιανουάριο του 1951.
Με τον Τρούμαν αβέβαιο ως προς το αν θα μπορούσε να ελέγξει τον ΜακΑρθουρ, και φοβούμενο ότι η επιθετική στάση του στρατηγού θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πρόεδρος τελικά τον έπαυσε από τα καθήκοντά του, με την αιτιολογία της ανυποταξίας, τον Απρίλιο του 1951.
Ο πόλεμος της Κορέας θα συνεχιζόταν για άλλα δύο χρόνια, με τη Σεούλ να αλλάζει ξανά χέρια, για τέταρτη κατά σειρά φορά. Καθώς καμία από τις δυο πλευρές δεν μπορούσε να σημειώσει μια αποφασιστική νίκη, η σύγκρουση εξελίχθηκε σε έναν παρατεταμένο αιματηρό πόλεμο φθοράς. Οι δυο χώρες τελικά τερμάτισαν τις μάχες, με μια εκεχειρία υπογεγραμμένη με εκατέρωθεν καχυποψία, το 1953 – χωρίς ποτέ να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης.
Η σύγκρουση υπήρξε καταστροφική για την κορεατική χερσόνησο. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, αλλά πιστεύεται ότι περίπου τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του πολέμου – οι μισοί από αυτούς άμαχοι. Πολλοί άλλοι εκτοπίστηκαν ή πέθαναν από την πείνα. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί διέλυσαν τη χώρα, καταστρέφοντας ολόκληρες πόλεις και χωριά. Οικογένειες που χωρίστηκαν κατά τη διαμάχη δεν έχουν επανενωθεί έκτοτε.
Δεκαετίες αργότερα, οι δυο χώρες παραμένουν καθηλωμένες σε μια ψυχροπολεμική σύγκρουση, χωρισμένες από μια αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη μήκους 250 χλμ., καλυμμένη με νάρκες ξηράς και φρουρούμενη από εκατοντάδες στρατιώτες. Με την κληρονομιά ενός ανολοκλήρωτου πολέμου, η Κορέα, όπως και η Κύπρος, παραμένει μια διχοτομημένη χώρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News