Μπορεί τις τελευταίες δεκαετίες ο αστακός να έχει αναχθεί ως η πεμπτουσία της γκουρμέ λιχουδιάς, ξεκίνησε, όμως, από πολύ χαμηλά πριν κατακτήσει την κορυφαία θέση στη λίστα των γαστρονομικών απολαύσεων διεθνώς.
Καρκινοειδές της συνομοταξίας των αρθρόποδων, που περιλαμβάνει επίσης τα καβούρια, τις καραβίδες, τις γαρίδες και τα κριλ, τον 18ο αιώνα, ο αστακός θεωρούνταν μια εξαιρετικά ανεπιθύμητη τροφή, την οποία απέφευγαν οι πλούσιες οικογένειες, μας πληροφορεί με άρθρο της στο BBC η Ιζαμπέλ Γκέρετσεν. Ηταν άφθονος κατά μήκος της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ όπου τον έκαναν λίπασμα και φαγητό των φυλακισμένων.
Ο αστακός οφείλει την κοινωνική… άνοδό του στην ανάπτυξη των σιδηροδρόμων στις ΗΠΑ, που τον μετέτρεψε σε είδος πολυτελείας, όταν η διαχείριση των τρένων αποφάσισε να τον σερβίρει στους πλούσιους επιβάτες, οι οποίοι αγνοούσαν την κακή φήμη του θαλασσινού.
View this post on Instagram
Η αστακομακαρονάδα έγινε πιάτο ηδονικής πολυτέλειας τα τελευταία χρόνια
Αυτό ήταν. Μετά τα εστιατόρια των τρένων, ο αστακός δεν άργησε να εμφανιστεί στα μενού των ακριβών εστιατορίων των πόλεων, και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, να εδραιώσει, πλέον, τη θέση του ανάμεσα στις πολυτελείς τροφές.
Η σπανιότητα και η τιμή ορίζουν τα είδη πολυτελείας
Όπως οι αστακοί, έτσι και τα στρείδια έχουν από καιρό συνδεθεί με το fine dining και ειδικές περιστάσεις, κυρίως λόγω της υψηλής τιμής τους. Αλλά δεν απολάμβαναν πάντα αυτό το καθεστώς. Στην κοινωνία του 19ου αιώνα τα στρείδια ήταν τροφή των φτωχότερων: «Ηταν τόσο άφθονα και φθηνά που τα πρόσθεταν σε βραστά (stew) και πίτες για να τα ενισχύσουν», λέει η ιστορικός τροφίμων Πόλι Ράσελ.
Ωστόσο, στις αρχές του 20ού αιώνα, τα αποθέματα στρειδιών στην Αγγλία άρχισαν να λιγοστεύουν εξαιτίας αφενός της υπεραλίευσής τους και αφετέρου της ρύπανσης από βιομηχανικά απόβλητα. Και καθώς έγιναν πιο σπάνια, το status τους άλλαξε επίσης.
View this post on Instagram
Από τρόφιμο των φτωχότερων τα στρείδια αναδείχτηκαν επίσης σε είδος πολυτελείας
Το αντίθετο συνέβη σε προϊόντα όπως η ζάχαρη και ο σολομός, τα οποία κάποτε ήταν δυσεύρετα και διαθέσιμα μόνο στους πλούσιους, αλλά έχασαν την «αύρα της πολυτέλειας», όταν με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να καλλιεργούνται, λέει στο BBC ο Ρίτσαρντ Γουίλκ, ομότιμος καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα.
Πολλά φρούτα και λαχανικά, εξάλλου, ήταν πολύ πιο σπάνια από ό,τι σήμερα. Οι φράουλες και τα βατόμουρα, για παράδειγμα, ήταν διαθέσιμα μόνο το καλοκαίρι, ενώ τώρα μπορούμε να τα αγοράσουμε όλο το χρόνο, πράγμα που «αλλάζει την αντίληψη της πολυτέλειας», λέει ο Πίτερ Αλεξάντερ, ερευνητής στο τμήμα Παγκόσμιας Γεωργίας και Επισιτιστικής Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Το πότε και πού τρώμε ορισμένα τρόφιμα καθορίζει επίσης το πόσο τα εκτιμούμε: «Το πλαίσιο διατροφής είναι πραγματικά σημαντικό για τη δημιουργία επιθυμίας», λέει στο BBC η Εστερ Παπίς, καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, σημειώνοντας ότι τα πολυτελή τρόφιμα συχνά συνδέονται με ειδικές περιστάσεις, όπως το φαγητό σε ακριβά εστιατόρια ή διακοπές.
View this post on Instagram
Οι φράουλες και άλλα φρούτα προσφέρονται πλέον όλο τον χρόνο
Οι ωραίες αναμνήσεις από ένα γεύμα που μοιράστηκαν με άλλους -όπως για παράδειγμα τα Χριστούγεννα- αυξάνει επίσης το πόσο πολύ εκτιμούν οι άνθρωποι ορισμένα τρόφιμα, λέει η Εστέρ Παπίς στο BBC. Κατά τη διάρκεια των lockdown εξαιτίας της πανδημίας, μάλιστα, η εμπειρία του φαγητού με άλλους συνδαιτημόνες έγινε πολυτέλεια από μόνη της, σημειώνει η Πόλι Ρασελ. «Οι άνθρωποι λαχταρούσαν να μαγειρέψουν και να φάνε με κοινωνικό τρόπο», λέει. «Σε έναν κόσμο όπου οι πόροι είναι περιορισμένοι και η διαθεσιμότητα τροφίμων είναι επισφαλής, η εμπειρία του να τρώμε μαζί θα μπορούσε να γίνει πολυτέλεια».
Τα επόμενα πολυτελή τρόφιμα
Ορισμένα τρόφιμα όπως ο καφές, η σοκολάτα και τα μπαχαρικά, τα οποία ιστορικά ήταν είδη πολυτελείας, σήμερα ανήκουν στα βασικά είδη των σούπερ μάρκετ σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Ωστόσο, οι αυξανόμενες θερμοκρασίες και οι απρόβλεπτες βροχοπτώσεις θα μπορούσαν να το ανατρέψουν και πάλι αυτό τις επόμενες δεκαετίες.
Στην κορύφωση του πολιτισμού των Μάγια, οι κόκκοι του κακάο ήταν νόμισμα πολύτιμο, για την πληρωμή των εργαζομένων και για την αγορά άλλων αγαθών. Οι ισπανοί έμποροι έφεραν το κακάο στην Ευρώπη, όπου έγινε δημοφιλής απόλαυση στις βασιλικές αυλές. Το 1828, ο ολλανδός χημικός Κόνραντ Γιοχάνες Βαν Χούτεν εφηύρε μια διαδικασία για την επεξεργασία των κόκκων του κακάο με αλκαλικά άλατα και την παραγωγή σοκολάτας σε σκόνη που μπορούσε να αναμειχθεί με νερό. Και έτσι η σοκολάτα έγινε ένα προσιτό προϊόν, που μπορούσε να παραχθεί μαζικά.
Ο καφές, πάλι, αρωματικό ποτό, που χρησιμοποιούνταν σε θρησκευτικές τελετουργίες στην Αιθιοπία, έγινε δημοφιλής αρχικά σε ναυτικούς και καλλιτέχνες, τον 17ο αιώνα, όταν Δυτικοί έμποροι τον έφεραν στις χώρες τους και άρχισαν να τον σερβίρουν σε καφενεία. Οι Ολλανδοί εξασφάλισαν, στη συνέχεια, σπορόφυτα, η καλλιέργεια των καφεόδεντρων επεκτάθηκε και ο καφές έγινε ένα δημοφιλές, καθημερινό ποτό.
Σήμερα, ωστόσο, η σοκολάτα και ο καφές, κινδυνεύουν πάλι να γίνουν ακριβά και απρόσιτα, «λόγω της κλιματικής αλλαγής», επισημαίνει η Μόνικα Ζούρεκ, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Αλλαγής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
«Ο κίνδυνος να γίνουν τα καθημερινά τρόφιμα είδη πολυτελείας είναι αποκαρδιωτικός», λέει η Μονίκ Ράατς, διευθύντρια του Κέντρου Τροφίμων, Συμπεριφοράς και Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ, προβλέποντας ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα έχουν πρόσβαση σε αυτά.
Απομακρυνόμενοι από το κρέας
Αλλά δεν είναι μόνο οι επιπτώσεις του κλίματος και η σπανιότητα που μπορούν να μετατρέψουν τα καθημερινά τρόφιμα σε είδη πολυτελείας. Οι μεταβαλλόμενες συμπεριφορές και τα γούστα των ανθρώπων θα επηρεάσουν επίσης το status αυτών των τροφίμων: «Ενας άλλος τρόπος για να σκεφτεί κανείς τα πολυτελή τρόφιμα είναι σαν κάτι που δεν πρέπει να τρώμε συχνά και πολύ», λέει η Ράατς, αναφέροντας το κρέας ως ένα εξαιρετικό παράδειγμα.
Το κρέας, το οποίο αποτελεί προς το παρόν μέρος ενός συνηθισμένου γεύματος για πολλούς ανθρώπους, είναι πιθανό να γίνει είδος πολυτελείας τις επόμενες δεκαετίες, καθώς περισσότεροι άνθρωποι υιοθετούν μια χορτοφαγική διατροφή για να μειώσουν το αποτύπωμα άνθρακα. Μπορεί να το κάνουν επίσης λόγω του τεράστιου όγκου γεωργικής γης, που καταλαμβάνεται για την παραγωγή κρέατος, πράγμα το οποίο μπορεί να μην είναι πλέον βιώσιμο καθώς αυξάνεται ο παγκόσμιος πληθυσμός.
Η κατανάλωση κρέατος θα μπορούσε να γίνει κοινωνικά μη αποδεκτή και να αντιμετωπιστεί στο μέλλον όπως το κάπνισμα, προβλέπει ο Πίτερ Αλεξάντερ. Ωστόσο το να φτάσουμε σε αυτό το σημείο δεν είναι απλό, λέει η Εστερ Παπίς: «Η κατανάλωση κρέατος είναι ο κανόνας και μέρος εθνικής ταυτότητας. Η απόκλιση από αυτό είναι δύσκολη», υποστηρίζει, προσθέτοντας ότι πολλοί βίγκαν και χορτοφάγοι αναγκάζονται να εξηγούν ή να δικαιολογούν γιατί δεν τρώνε κρέας.
Το πραγματικό κόστος του φαγητού μας
Προσπαθώντας να μειώσουν τις εκπομπές των αερίων, οι χώρες θα μπορούσαν, στο μέλλον, να φορολογήσουν το κρέας όπως έγινε με τη ζάχαρη, λέει ο Πίτερ Αλεξάντερ, πράγμα που θα έκανε τις τιμές του να πάρουν την ανηφόρα μετατρέποντας το κρέας σε προϊόν πολυτελείας.
Τα ζώα εκτροφής ευθύνονται για το 14,5% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και η παραγωγή κόκκινου κρέατος αντιπροσωπεύει το 41% αυτών των εκπομπών. Η παγκόσμια παραγωγή βοείου κρέατος παράγει εκπομπές περίπου ίσες με εκείνες της Ινδίας και απαιτεί 20 φορές περισσότερη γη ανά βρώσιμο γραμμάριο πρωτεΐνης από τις πλούσιες σε πρωτεΐνες καλλιέργειες, όπως τα φασόλια.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, εξάλλου, σε πολλές χώρες «υπάρχει μια ανησυχητική αποσύνδεση της λιανικής τιμής των τροφίμων και του πραγματικού κόστους παραγωγής τους».
Κατά συνέπεια, τρόφιμα που έχουν μεγάλο περιβαλλοντικό κόστος κατά την παραγωγή τους, με τη μορφή εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, ρύπανσης των υδάτων, ατμοσφαιρικής ρύπανσης και καταστροφής του οικοσυστήματος, «μπορεί να φαίνονται φθηνότερα από τις εναλλακτικές λύσεις πιο βιώσιμης παραγωγής», αναφέρει η έκθεση του ΟΗΕ σε για τη γεωργική βιωσιμότητα.
Οταν τρώμε μια μπριζόλα, δεν πληρώνουμε για την περιβαλλοντική υποβάθμιση, που προκαλεί η βιομηχανία κρέατος, λέει ο Αλεξάντερ. «Δεν αξιολογούμε τις συνέπειες και δεν τις πληρώνουμε όταν καταναλώνουμε κρέας», τονίζει μιλώντας στο BBC. Και συμπληρώνει ότι ο φόρος κρέατος θα απορροφά μερικές από αυτές τις επιβλαβείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αλλά παραμένει πολιτικά αντιδημοφιλής. «Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει», λέει, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν το κρέας ως «κάτι που δεν έχουμε την πολυτέλεια να τρώμε, όσον αφορά τη βιωσιμότητα».
Και η Εστερ Παπίς συμπληρώνει: «Ας ελπίσουμε ότι στο εγγύς μέλλον, θα έχουμε πιο ακριβείς τιμές και γεωργικές επιδοτήσεις για την παραγωγή τροφίμων, που θα μας βοηθήσουν να δημιουργήσουμε ένα πιο βιώσιμο σύστημα διατροφής».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News