Ο Κωστής Χατζηδάκης είναι αναμφίβολα ένας φιλελεύθερος πολιτικός. Το έχει αποδείξει στην πολυετή θητεία του, η οποία ξεκίνησε με την εκλογή του στο ευρωκοινοβούλιο το 1994 όπου παρέμεινε έως και το 2007, συνεχίστηκε στο εθνικό κοινοβούλιο ως βουλευτής της ΝΔ και υπουργός Μεταφορών της κυβέρνησης Καραμανλή. Εκτοτε έχει υπηρετήσει σε θέσεις κλειδιά, ως υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και σήμερα είναι υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Στην πολυετή θητεία του έχει σημασία ότι πάντοτε υπηρετούσε την ιδεολογία του που έχει ως βάση την ελεύθερη αγορά, με δύσκολες αποφάσεις, που οδήγησαν είτε στην ιδιωτικοποίηση ζημιογόνων ΔΕΚΟ με πρώτη την Ολυμπιακή ή στην απελευθέρωση της ίδιας της αγοράς από κρατικούς περιορισμούς σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της, όπως είναι ο διοικητικός καθορισμός των τιμών (αγορανομικές διατάξεις) ή το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων.
Με αυτό το background αποκτούν ιδιαίτερη σημασία όσα είπε μιλώντας στη γενική συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) για το ποιος ευθύνεται για την ακρίβεια και ειδικά τις υψηλές τιμές των τροφίμων.
Ο κ. Χατζηδάκης απαντώντας στον πρόεδρο του Συνδέσμου, Γιάννη Γιώτη, ξέκοψε οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, κάτι για το οποίο πιέζουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και οι ίδιοι οι βιομήχανοι.
«Δεν θέλω να βάλω την υπογραφή μου σε μια αποσταθεροποίηση του προϋπολογισμού. Προτιμώ να γίνω δυσάρεστος μαζί σας τώρα, παρά να με κυνηγάτε αργότερα», είπε ο υπουργός, εξηγώντας ότι ο κύριος λόγος μιας τέτοιας απόφασης —πέραν του δημοσιονομικού κόστους— είναι ότι κανείς δεν εγγυάται ότι η μείωση της τιμής θα φτάσει στον καταναλωτή.
«Επεσε» το ρεύμα, όχι όμως και οι τιμές
Με απλά λόγια, ο υπουργός αν και δεν θέλησε να μπει σε λεπτομέρειες, έχει στα χέρια του δεκάδες τιμοληψίες και παραδείγματα που δείχνουν ότι (δυστυχώς) στην ελληνική αγορά, όταν αυξάνεται το κόστος παραγωγής (πχ. λόγω υψηλότερων τιμών του πετρελαίου ή της ηλεκτρικής ενέργειας), οι τιμές των τελικών προϊόντων αυξάνονται αυτόματα και ταχύτερα. Ενώ όταν μειώνεται το κόστος παραγωγής (πχ. τα τιμολόγια της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως συνέβη εφέτος) οι τιμές στα τελικά προϊόντα που φτάνουν στον καταναλωτή μένουν σταθερές.
Αρα ο κ. Χατζηδάκης βρίσκεται μπροστά σε μια δυσλειτουργία (τουλάχιστον) της αγοράς με τους βασικούς παίκτες παραγωγούς, χονδρεμπόρους και λιανοπωλητές (μεταξύ αυτών και τα σούπερ – μάρκετ) να εκμεταλλεύονται την πληθωριστική ψυχολογία και να κερδοσκοπούν. Κατά κάποιο τρόπο, ο υπουργός αισθάνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε μια, θα έλεγε κανείς, «προδοσία» καθώς διαπιστώνει ότι στην αγορά αντί να λειτουργεί το «αόρατο χέρι» και οι νόμοι του ανταγωνισμού, δρουν οι… «μακρυχέρηδες».
Τι ισχυρίζεται ο ΣΕΒΤ
Εκπροσωπώντας τους βιομηχάνους τροφίμων, οι οποίοι όχι μόνο δεν εθίγησαν τα τελευταία χρόνια από οποιαδήποτε απόφαση, αλλά αντιθέτως αύξησαν τα κέρδη τους την περίοδο της πανδημίας και, στη συνέχεια, όταν ανέκαμψε θεαματικά η οικονομία (βοηθούντος του μεγάλου τουριστικού ρεύματος), ο πρόεδρός τους Γιάννης Γιώτης υποστήριξε πως ο κλάδος των τροφίμων δεν ευθύνεται για τον υψηλό πληθωρισμό. «Είμαστε άδικα στο στόχαστρο. Είναι η στιγμή να σταματήσουμε να λέμε μισές αλήθειες» σχολίασε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο πληθωρισμός των επώνυμων τυποποιημένων τροφίμων διαμορφώθηκε σε μόλις 0,6% εάν εξαιρεθεί το ελαιόλαδο που αυξήθηκε κατά 63% το τελευταίο δωδεκάμηνο, κι όταν ο πληθωρισμός στα τρόφιμα ήταν στο 5,4%. Σύμφωνα με τον κ. Γιώτη «φταίνε οι άλλοι» -πλην της βιομηχανίας – για την αύξηση των τιμών και την ακρίβεια, υποστηρίζοντας τα εξής:
—«Η επίδραση μας ως βιομηχανία τυποποιημένων τροφίμων και ποτών δεν τροφοδοτεί τον πληθωρισμό. Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη, η έκρηξη τιμών πυροδοτήθηκε από την ενέργεια και τις πρώτες ύλες. Η αύξηση στο κόστος είναι τόσο μεγάλη που κανένας δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Μόνο για το κόστος πρώτων υλών και συσκευασιών η αύξηση ξεπερνάει το 50% του κόστους παραγωγής».
Τι θα δείξει το «ταμείο»…
Σε αυτό το άτυπο debate για την ακρίβεια, για προφανείς λόγους ο κ. Χατζηδάκης δεν απέκλεισε τη μείωση άλλων φόρων –πέραν της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών το 2025– επισημαίνοντας ότι οι παρεμβάσεις αυτές θα εξαρτηθούν από τα αποτελέσματα της μάχης κατά της φοροδιαφυγής. «Είναι σε εξέλιξη η μάχη για την πάταξη την φοροδιαφυγής, με κόστος για την κυβέρνηση γιατί είναι αρκετοί εκείνοι που διαμαρτύρονται. Ωστόσο προχωρούμε σταθερά, ολοκληρώσαμε τη διασύνδεση των ταμειακών με τα POS και προχωρούμε με τα ERP (σ.σ.: πληροφοριακό σύστημα εποπτείας και διαχείρισης των πιστώσεων του προϋπολογισμού). Αυτό φαίνεται ότι ήδη ξεκινά να αποδίδει. Πρώτα θα κάνουμε “ταμείο” και θα δούμε τι περιθώρια υπάρχουν για αλλαγές στη φορολογική πολιτική» τόνισε.
Απαντώντας δε στον κ. Γιώτη είπε ότι «τα έκτακτα μέτρα που έχουν επιβληθεί στην αγορά (σ.σ.: έλεγχος ποσοστών κέρδους) για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός είναι προσωρινά, και θα αρθούν όταν υπάρξει ομαλοποίηση της κατάστασης».
Και πρόσθεσε: «Δεν σας έχουμε στοχοποιήσει, ξέρουμε ότι χωρίς επιχειρήσεις δεν υπάρχει ανάπτυξη. Είμαστε ένα κόμμα που στηρίζει ανοικτά και ξεκάθαρα την επιχειρηματικότητα και συνεχίζουμε να το κάνουμε. Συμφωνούμε σε 9 στα 10 θέματα, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να συμφωνούμε σε όλα (σ.σ. αναφερόμενος στο θέμα του ΦΠΑ)».
«Κομμένες γέφυρες» με το υπουργείο Ανάπτυξης
Σε αυτό το σημείο και παρά τη διαφωνία, για το ποιος έχει την ευθύνη όχι για την έξαρση του πληθωρισμού, αλλά της κερδοκοπίας που κάνει το πρόβλημα της ακρίβειας ακόμη μεγαλύτερο, προκάλεσε εντύπωση αυτό που είπε στο τέλος της αντιπαράθεσης ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ.
«Προτιμώ να συνομιλώ μαζί σας παρά με το Υπουργείο Ανάπτυξης» ανέφερε ο κ. Γιώτης, ενώ δεσμεύθηκε πως «αν υπάρξει μείωση του ΦΠΑ αυτή θα περάσει στον καταναλωτή». Τα όσα όμως υποστήριξε δείχνουν ότι οι γραμμές επικοινωνίας με τον αρμόδιο υπουργό, Κώστα Σκρέκα, έχουν κοπεί άρα είναι δύσκολο να υπάρξουν ακόμη και «συμφωνίες κυρίων» που είναι ένα βασικό πολιτικό εργαλείο για τον έλεγχο των τιμών σε περιόδους πληθωριστικών πιέσεων.
Αλλα λένε οι αριθμοί…
Ο κ. Γιώτης θέλησε να απαντήσει στην κριτική που ασκείται στη βιομηχανία για την υψηλή κερδοφορία που παρουσιάζουν οι εταιρείες τροφίμων, υποστηρίζοντας ότι δεν θα αυξάνονταν τα κέρδη τους αν δεν υπήρχαν τα έκτακτα έσοδα από εξαγορές, ότι δεν κερδοσκοπούν, αλλά αντίθετα έσπευσαν να απορροφήσουν μεγάλο μέρος των αυξήσεων των τιμών.
Για του λόγου το αληθές, η βιομηχανία τροφίμων κάνει χρόνο με τον χρόνο ρεκόρ κερδοφορίας καθώς εκτός από την εσωτερική αγορά καλπάζουν και οι εξαγωγές που ξεπέρασαν τα 9 δισ. ευρώ το 2023. Η πορεία αυτή, σύμφωνα με την τελευταία ολοκληρωμένη μελέτη της ICAP, ξεκίνησε μέσα στην πανδημία. Οι πωλήσεις του συνόλου των επιχειρήσεων του δείγματος το 2021 ανήλθαν στα 14,6 δισ. ευρώ καταγράφοντας άνοδο 6,3% σε σύγκριση με το 2020 (είχαν πωλήσεις 13,7 δισ. ευρώ).
Αντίστοιχα, τα κέρδη προ τόκων φόρων και αποσβέσεων για τις επιχειρήσεις του κλάδου ενισχύθηκαν κατά 5,3%, στα 1,31 δισ. ευρώ το 2021 ενώ τα καθαρά κέρδη σημείωσαν εντονότερη ετήσια άνοδο κατά 18,6%, το ίδιο έτος, αγγίζοντας τα 560 εκατ. ευρώ.
Ανάλογη πορεία είχαν και το 2022 με την θεαματική ανάκαμψη της οικονομίας αλλά και το 2023 με το ρεκόρ της τουριστικής κίνησης που αύξησε κι άλλο την κατανάλωση. Συνολικά στοιχεία για τον κλάδο δεν έχουν δημοσιοποιηθεί, αλλά τα αποτελέσματα επιμέρους εταιριών του κλάδου επιβεβαιώνουν αυτές της εκτιμήσεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News