«Μια στιγμή να βάλω μερικές σταγόνες στο μάτι μου», λέει η Κέιτ Γουίνσλετ στον Ράιαν Γκίλμπι του Guardian σε μια συνέντευξη με αφορμή το αστυνομικό δράμα «Mare of Easttown», μια από τις τηλεοπτικές επιτυχίες την περίοδο της πανδημίας και προσωπικό της θρίαμβο. Η μίνι σειρά των επτά επεισοδίων του HBO «ήταν μια αρκετά αγχωτική δουλειά, και σε περίπου εννέα βδομάδες έβγαλα τρία κριθαράκια στο αριστερό μου μάτι. Το τρίτο εξελίχθηκε σε ένα συμπαγές μικρό απόστημα σαν μάρμαρο και έπρεπε να χειρουργηθεί» εξηγεί η αγγλίδα ηθοποιός. Αλλά δεν πτοήθηκε: «Συνέχισα τα γυρίσματα», λέει.
Η Γουίσλετ υποδύεται την αμερικανίδα ντετέκτιβ Μερ Σίαν στο Ιστάουν, μια μικρή πόλη στην Πολιτεία της Πενσιλβάνια, η οποία μεγαλώνει τον εγγονό της, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με την αυτοκτονία του γιου της και ταυτόχρονα να εξιχνιάσει τη δολοφονία μιας νεαρής μητέρας σε ένα εργατικό προάστιο της Φιλαδέλφειας. Ολα αυτά, χωρίς ίχνος μακιγιάζ. (Δείτε το trailer της σειράς)
Η 46χρονη ηθοποιός μίλησε με τον κριτικό κινηματογράφου της βρετανικής εφημερίδας τηλεφωνικά από το σπίτι της στο Γουέστ Σάσεξ, όπου ζει με τον σύζυγό της, επιχειρηματία Νεντ Εϊμπελ Σμιθ, τον επτάχρονο γιο τους Μπέαρ, και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της, την 21χρονη Μία από τον πρώτο της γάμο με τον σκηνοθέτη Τζιμ Θρίπλετον, και τον 17χρονο Τζο από τον δεύτερο γάμο της με τον σκηνοθέτη Σαμ Μέντες.
«Η συζήτηση για το πώς φαινόταν η Μερ με εντυπωσίασε», λέει η Γουίνσλετ στον Guardian. «Οι άνθρωποι ρωτούσαν: “Πήρε βάρος; Δεν έδειχνε ντεμοντέ; Θαρραλέο δεν ήταν εκ μέρους της;”. Αλλά γιατί να είναι θαρραλέο; Υποθέτω επειδή κορυφαίες ηθοποιοί δεν παρουσιάζονται έτσι. Ισως, όμως, η Μερ να είναι το σημείο καμπής και να σταματήσουμε να εξετάζουμε εξονυχιστικά τις γυναίκες στην οθόνη», λέει η σπουδαία ηθοποιός.
Ο ρεαλισμός επεκτάθηκε σε κάθε στοιχείο της σειράς: «Στα γυρίσματα λέγαμε συνέχεια: “Είναι πολύ τηλεοπτικό. Κρατήστε το αληθινό”. Και έτριβα συνεχώς Marmite στα γόνατα του τζιν μου ή γυάλιζα τα αθλητικά μου παπούτσια με ένα σφουγγαράκι Brillo. Δεν μπορείς να κάνεις μόνο ένα πράγμα να φαίνεται αληθινό: όλα πρέπει να είναι αληθινά». Για παράδειγμα, το αυτοκίνητο της Μερ. Η Γουίνσλετ ξέρει ακριβώς πώς είναι το πάτωμα του αυτοκινήτου «επειδή τρώγαμε πρωινό πηγαίνοντας στο σχολείο. Κάθεσαι πάνω σε ψίχουλα που είναι τόσο ενσωματωμένα στο κάθισμα που χρειάζεται ένα γαμημένο πιστολάκι για να τα ξεκολλήσεις»…
Αυτό είναι, άλλωστε, το μυστικό της Κέιτ Γουίνσλετ: μπορεί να υπήρξε επτά φορές υποψήφια για Οσκαρ, να το κέρδισε το 2008 για την ερμηνεία της Χάνα στο δράμα «Σφραγισμένα χείλη» («The Reader», 2008, βασισμένο στο βιβλίο του Μπέρνχαρντ Σλινκ «Διαβάζοντας στη Χάνα», εκδόσεις Κριτική), και δύο φορές βραβευμένη με Emmy (για τις σειρές του HBO, «Mildred Pierce» και «Mare of Easttown»), παραμένει ωστόσο μια σταρ ακατάστατη, όπως μια απλή γυναίκα. Είναι μια περσόνα που μοιάζει με τη Μερ: η Γουίνσλετ παρενέβη, μάλιστα, για να εξασφαλίσει ότι οι φωτογραφίες της για την προώθηση της σειράς δεν θα ήταν πειραγμένες για να την κάνουν να φαίνεται πιο ωραία: «Η Μερ είναι όπως νιώθαμε οι περισσότερες από εμάς στο lockdown», λέει. «Επικύρωσε το μόνιμο πιτζάμα look».
Η Γουίνσλετ έγινε, εξάλλου, το πρόσωπο της πανδημίας. Καθώς τα νέα για τον κορονοϊό εξαπλώνονταν στις αρχές του περασμένου έτους, η ταινία της «Contagion» (2011), στην οποία υποδύεται μια επιδημιολόγο, έφτασε στην κορυφή των charts του streaming. Τρεις μήνες αργότερα, όπως και άλλοι συμπρωταγωνιστές της στο «Contagion», μεταξύ των οποίων ο Ματ Ντέιμον και η Μαριόν Κοτιγιάρ, γύρισε βίντεο με πληροφορίες για την αντιμετώπιση της πανδημίας, μαθαίνοντάς μας πώς να πλένουμε τα χέρια μας.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του ατέρμονου τρίτου lockdown, έδωσε δύο εξαιρετικές ερμηνείες: πρώτα υποδύθηκε στο «Ammonite» την παλαιοντολόγο των αρχών του 19ου αιώνα Μέρι Ενινγκ, που ζει ένα απρόσμενο ρομάντζο με μια εύπορη Λονδρέζα (Σίρσα Ρόναν) σε μια βρετανική παραλιακή πόλη, και μετά την Μερ στο «Mare of Easttown». Και οι δύο χαρακτήρες ανάγκασαν τη Γουίνσλετ να παίξει ενάντια στη φυσική ζεστασιά της.
Στο «Ammonite», περνάει πάνω από μία ώρα μέχρι να δούμε τη Μέρι να χαμογελάει, ενώ μέχρι το πέμπτο επεισόδιο του «Mare of Easttown», η Μερ δεν έχει γελάσει ούτε μια φορά. «Εφερα στη Μερ μερικά από αυτά που έμαθα στο “Ammonite”», λέει στον Guardian. «Αυτή την ακινησία του ανθρώπου που σκέφτεται οδυνηρά πράγματα. Είναι δύσκολο για μένα γιατί είμαι χαρούμενη, πολυάσχολη, δραστήρια, άνθρωπος για αγκαλιές. Αυτή είμαι», λέει.
Το κοινό αποδείχθηκε ενθουσιώδες. «Ηρθε ακριβώς τη στιγμή που οι άνθρωποι χρειάζονταν κάτι άλλο για να συζητήσουν εκτός από το ποιος γνωστός τους είχε πεθάνει από Covid. Εβαλε τις οικογένειες σε καναπέδες και υπήρχε μια νοσταλγική ποιότητα στη μορφή τού ενός επεισοδίου την εβδομάδα. Οπότε γίνεται συζήτηση ενώ περιμένεις το επόμενο επεισόδιο», λέει η Γουίνσλετ, η οποία στο lockdown έκανε binge-watching με τον σύζυγό της, όπως όλος ο κόσμος (τηλεοπτικός Μαραθώνιος με 2-6 επεισόδια στην καθισιά σου).
Η σειρά «Mare of Easttown», ωστόσο, δεν ήταν απλώς νοσταλγική. Υπάρχουν πολλά άλλα στοιχεία για να την επαινέσει κανείς, και κυρίως για τους γυναικείους χαρακτήρες της. «Οι γυναίκες της μέσης ηλικίας έχουν υποτιμηθεί και περιφρονηθεί εδώ και πολύ καιρό στην κινηματογραφική και τηλεοπτική κοινότητα αλλά τώρα αυτό αλλάζει», λέει η Κέιτ Γουίνσλετ. «Δείτε τις ηθοποιούς που κέρδισαν τα Emmy. Καμιά από μας δεν ήταν στα 20 της, και αυτό είναι υπέροχο! Ως σαραντάρα ηθοποιός νιώθω πολύ πιο cool από ό,τι είχα ποτέ φανταστεί».
Ενιωσε επίσης μια βαθιά σύνδεση με τον χαρακτήρα της Μερ: «Γνώριζα πραγματικά τη Μερ και αυτόν τον κόσμο. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με μια μικροσκοπική βεράντα σε μια μικρή εργατούπολη, όπου η ζωή σου επικαλύπτεται με τη ζωή των γειτόνων σου, μόνο και μόνο επειδή οι τοίχοι είναι τόσο λεπτοί», λέει.
Η Γουίνσλετ είναι περήφανη για τον τρόπο που το «Mare of Easttown» εστιάζει στην κοινότητα. Μπορεί η κινητήρια δύναμη να είναι το «ποιος είναι ο δολοφόνος», αλλά το περιβάλλον της σειράς είναι αυτό που την κάνει τόσο πλούσια και ενδιαφέρουσα. Υπάρχει επίσης πολύ λιγότερη έμφαση σε κατεστραμμένα γυναικεία σώματα από ό,τι θα περίμενε το κοινό από ένα αστυνομικό δράμα. «Δείξαμε λιγότερα», σχολιάζει η ηθοποιός, «Στη σκηνή του νεκροτομείου, είχαμε ένα ομοίωμα που ήταν ακριβές αντίγραφο του σώματος της ηθοποιού και το σεβόμασταν. Μεταξύ των λήψεων σκεπάζαμε το ομοίωμα με ένα σεντόνι», λέει.
«Δεν ξέρω αν θα παίξω ξανά τη Μερ», λέει ακόμη στον Guardian η Γουίνσλετ, και με την ευκαιρία αναφέρεται στους φόνους της Σάρα Εβεραρντ και του Τζορτζ Φλόιντ στο Λονδίνο και στη Μινεάπολη αντίστοιχα, που έχουν συγκλονίσει την κοινή γνώμη, «Αλλά αν κάναμε μια δεύτερη σεζόν, τότε σίγουρα αυτές οι θηριωδίες που έγιναν από την αστυνομία θα βρουν τον δρόμο τους στις ιστορίες που λέμε, 100%. Δεν μπορείς να προσποιείσαι ότι αυτά τα πράγματα δεν έχουν συμβεί». Αναστενάζει. «Είναι φρικτό, έτσι δεν είναι;.. όλοι νιώθουμε πολύ προδομένοι και ανίσχυροι. Πρέπει να μετατρέψουμε αυτή τη στιγμή σε κάτι ουσιαστικό. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τη φωνή μας για λογαριασμό ανθρώπων που δεν έχουν. Αυτό έχει σημασία για μένα τώρα με τρόπους που δεν είχαν καν περάσει από το μυαλό μου στα 20 μου», λέει.
Στα 20 της, που ξεκίνησαν με τον «Τιτανικό», είχε άλλα πράγματα να σκεφτεί. «Ξέρεις ότι ο Λίο μόλις έγινε 47;» ρωτάει ξαφνικά σοκαρισμένη. Στη συνέχεια, η Γουίνσλετ ακούγεται σκεπτική, γράφει ο Ράιαν Γκίλμπι στον Guardian, καθώς θυμάται τον εαυτό της και τον Ντι Κάπριο, πιτσιρίκια. «Σε εκείνα τα γυρίσματα έγινα 21 και ο Λίο 22», λέει. Και ο Γκίλμπι θυμάται ότι ο Ντι Κάπριο τού είχε παραπονεθεί κάποτε για το πόσο επίπονη ήταν η παραγωγή του «Τιτανικού», και ότι ένιωθε άθλια. «Θυμάμαι πόσο χάλια ήταν ο Λίο! Δεν ήταν ευχάριστο για κανέναν από εμάς, αλλά ήμασταν όλοι μαζί. Αν και είχε πολύ περισσότερες μέρες άδεια από ό,τι είχα ποτέ εγώ. Υποθέτω ότι με μεγάλωσαν έτσι ώστε να είμαι ευγνώμων και να συνεχίζω. Δεν ένιωθα ότι ήταν δικαίωμά μου να είμαι μίζερη, και αν ένιωθα μίζερα, σίγουρα δεν θα είχα ενημερώσει κανέναν δημοσιογράφο», λέει βάζοντας τα γέλια, «Δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσω να φανεί!»
Η Γουίνσλετ και ο Ντι Κάπριο έπαιξαν αργότερα ένα ζευγάρι που ο γάμος του καταρρέει στο «Δρόμο της Επανάστασης» (2008), του Σαμ Μέντες, και πρόσφατα συναντήθηκαν ξανά στο Λος Αντζελες για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια: «Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω», λέει η Γουίνσλετ. «Τον ξέρω τη μισή μου ζωή! Δεν είναι ότι βρέθηκα στη Νέα Υόρκη ή ήρθε εκείνος στο Λονδίνο και είχαμε την ευκαιρία να βρεθούμε για καφέ ή για φαγητό και να τα πούμε. Δεν μπορούσαμε να φύγουμε από τις χώρες μας. Οπως τόσο πολλές φιλίες σε όλο τον κόσμο, έλειψε ο ένας τον άλλον λόγω της Covid. Είναι πολύ στενός φίλος μου. Είμαστε δεμένοι για μια ζωή», είπε τελειώνοντας τη συνέντευξη και ίσως αν ήταν μπροστά μας να βλέπαμε ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού. Ισως, πάλι, να ήταν οι σταγόνες που έριξε στο μάτι της για το κριθαράκι…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News