Ογδόντα χρόνια συμπληρώθηκαν προσφάτως από την πρώτη προβολή μιας από τις πιο ονομαστές παραγωγές του κλασικού Χόλιγουντ, του θρυλικού φιλμ «Καζαμπλάνκα». Η βραβευμένη με τρία Οσκαρ ταινία, σε σκηνοθεσία του Μάικλ Κέρτιζ, με τους Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Ινγκριντ Μπέργκμαν, προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 26 Νοεμβρίου του 1942.
Η υπόθεση διαδραματίζεται στη γαλλοκρατούμενη Καζαμπλάνκα την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η πόλη συγκέντρωνε πολλούς Γάλλους, οι οποίοι εγκατέλειπαν τη χώρα τους μετά την κατάληψή της από τα γερμανικά στρατεύματα, έχοντας ως τελικό προορισμό τις ΗΠΑ. Ηταν τότε που ξεπηδούσε μια βασανιστική, τεράστια διαδρομή προσφύγων μέσα από τις φλόγες του πολέμου. Στην Καζαμπλάνκα, οι τυχεροί, μέσω χρήματος, επιρροής ή λόγω καθαρής τύχης, ίσως αποκτούσαν βίζα εξόδου για τη Λισαβόνα και από εκεί για τον Νέο Κόσμο. Ομως, οι άλλοι, οι πολλοί, έπρεπε να περιμένουν… και να περιμένουν… και να περιμένουν…
Η επίσημη πρεμιέρα έγινε τον Ιανουάριο του 1943, την ίδια περίοδο που οι ηγέτες των τριών μεγάλων δυνάμεων της Συμμαχίας, ο Ρούζβελτ από τις ΗΠΑ, ο Τσόρτσιλ από τη Μεγάλη Βρετανία και ο Στάλιν από την τότε Σοβιετική Ενωση συναντήθηκαν στην Καζαμπλάνκα, προκειμένου να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο αντιμετώπισης του Χίτλερ.
Η δημιουργία της πασίγνωστης ταινίας ήταν συνυφασμένη με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς, όταν ένας εργαζόμενος του στούντιο Warner Bros αποφάσισε να προτείνει τη μεταφορά του θεατρικού έργου των Μάρεϊ Μπέρνετ και Τζόαν Αλισον με τίτλο «Εverybody comes to Rick’s» στη μεγάλη οθόνη, είχαν περάσει μόλις 24 ώρες από την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ.
Η ιστορία ακολουθεί τον Ρικ Μπλέιν, τον οποίο υποδύεται ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Ο Ρικ είναι ένας κυνικός άνδρας που έχει μείνει αμέτοχος στον πόλεμο και διατηρεί ένα νυχτερινό μαγαζί στην Καζαμπλάνκα του Μαρόκου, το οποίο είχε επιλέξει την ουδετερότητα στα πρώτα χρόνια του πολέμου. Ολα κυλούν ήρεμα, μέχρι το βράδυ που μπαίνει στο μαγαζί ένας παλιός μεγάλος του έρωτας, που τον είχε παρατήσει χωρίς λόγο: η Ιλσα, την οποία υποδύεται η Ινγκριντ Μπέργκμαν. Ωστόσο, η Ιλσα δεν φθάνει μόνη, αλλά με τον άνδρα της, ο οποίος είναι μέλος της Αντίστασης κατά του Τρίτου Ράιχ.
Ο μόνος τρόπος για να σωθούν είναι να φύγουν στη Λισαβόνα και από εκεί στην Αμερική. Επειδή, όμως, η Γκεστάπο έχει επιρροή στις τοπικές Αρχές, ο μόνος τρόπος για να φύγουν από την Καζαμπλάνκα είναι κάποιες άδειες διακίνησης που είναι στα χέρια του Ρικ. Εκείνος, βάζοντας πιο πάνω τον εγωισμό του, δεν προτίθεται να τους βοηθήσει, εξαιτίας του παρελθόντος. Μόλις, όμως, συνειδητοποιεί ότι η Ιλσα τον αγαπούσε και τον αγαπά ακόμα, αποφασίζει να τους βοηθήσει να φύγουν για Λισαβόνα. Οταν, όμως, η Ιλσα του λέει πως θέλει να μείνει μαζί του, ο Ρικ, βάζοντας τώρα τον εγωισμό του πιο χαμηλά, της απαντά ότι η θέση της είναι με τον σύζυγό της.
Πρόκειται ξεκάθαρα για μια κλασική ταινία, που προλογίζεται με το ιστορικό υπόβαθρο της εποχής. Είναι μια μίξη ρομαντικής και κοινωνικοπολιτικής ιστορίας, με πολλά στοιχεία αντιναζιστικής προπαγάνδας. Για όσους, μετά την κατάληψη της Γαλλίας από τα γερμανικά στρατεύματα, ήθελαν να μεταναστεύσουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Καζαμπλάνκα ήταν ο προτελευταίος σταθμός.
Για το κοινό που παρακολουθούσε εκείνη την εποχή τα γεγονότα, η υπόθεση της ταινίας δεν ήταν μια απλή ιστορία, αλλά ένα κομμάτι της τρέχουσας επικαιρότητας. Ο πόλεμος ήταν μια καθημερινότητα, όχι μόνο για τους θεατές, αλλά και για τους ίδιους τους συντελεστές. Ηταν η ζωή τους.
Η πατριωτική σκηνή La Marseillaise Casablanca, όπου οι θαμώνες του μαγαζιού του Ρικ τραγουδούν τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας για να καλύψουν τις φωνές των γερμανών αξιωματικών, έκανε πολλούς να δακρύσουν στους κινηματογράφους, αλλά και στη διάρκεια του γυρίσματος. «Παίξτε τη Μασσαλιώτιδα! Δυνατά!», ακούγεται στην επίμαχη σκηνή, συγκινώντας το κοινό, έχοντας προηγουμένως συγκινήσει τους συντελεστές της ταινίας.
Τα δάκρυα των ηθοποιών και των κομπάρσων δεν προβλέπονταν στο σενάριο. Ηταν η αυθόρμητη αντίδρασή τους. Για αυτούς, η συγκεκριμένη σκηνή δεν ήταν μέρος μιας φανταστικής ιστορίας. Τους θύμιζε τις οικογένειες, τους φίλους0 και τις πατρίδες που είχαν αφήσει πίσω. Υπάρχει, άλλωστε, η εξομολόγηση του Μάρνεϊ Μπένετ, του συγγραφέα του θεατρικού έργου στο οποίο βασίστηκε η ταινία: και ο ίδιος είχε ξεσπάσει σε κλάματα γράφοντας τη σκηνή: «Εκλαιγα όταν την έγραφα. Κυριολεκτικά έκλαιγα καθώς έγραφα. Δάκρυα, πραγματικά δάκρυα. Ηταν τόσο έντονο για μένα. Και ήταν τόσο έντονο και στην ταινία» είχε δηλώσει.
Με αφορμή τα 80 χρόνια από την «πρώτη» του θρυλικού φιλμ, όπως πληροφορούν οι New York Times, μια έκθεση με δεκάδες αναμνηστικά από τα γυρίσματα φιλοξενείται στη «Neue Galerie», στην Πέμπτη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, φέρνοντας στο επίκεντρο τους εξόριστους της Κεντρικής Ευρώπης που «φιλοτέχνησαν» εκείνη τη θρυλική ερωτική ιστορία εν καιρώ πολέμου.
Μέσα από ενθύμια, μεταξύ των οποίων αφίσες εποχής, υλικό Τύπου, έπιπλα και φωτιστικά από το σετ, κοστούμια, καπέλα και άλλα αναμνηστικά, αναβιώνει όλη η εξωτική, «νουάρ» ατμόσφαιρα της ταινίας. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που οι αμερικανικοί τηλεοπτικοί οδηγοί κατατάσσουν την «Καζαμπλάνκα» στην πρώτη θέση των ταινιών που έχουν προβληθεί περισσότερο στην τηλεόραση. Τα τρία Οσκαρ που έλαβε ήταν τα Καλύτερης Ταινίας, Σεναρίου και Σκηνοθεσίας, ενώ καθιέρωσε τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Ινγκριντ Μπέργκμαν ως κορυφαίους σταρ.
Αλλο ένα στοιχείο του μύθου των δύο αξέχαστων ηθοποιών είναι πως δεν έπαιξαν ποτέ ξανά μαζί σε ταινία! Εξίσου δυνατό, όμως, είναι και το υπόλοιπο καστ, με ηθοποιούς που, τόσο στην ταινία όσο και στην πραγματική ζωή, ήταν πρόσφυγες από την Ευρώπη του Χίτλερ, προσδίδοντας έτσι μια σπάνια νότα αυθεντικότητας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News