Το 1973, πέντε γυναίκες και πέντε άντρες συμμετείχαν στο κοινωνικό πείραμα του μεξικανού ανθρωπολόγου Σαντιάγο Χενοβές που ήθελε να μελετήσει τα όρια της βίας και της σεξουαλικότητας σε μια κλειστή ομάδα. Αλλά ενώ διέσχιζαν τον Ατλαντικό με μια σχεδία, το πείραμα ξέφυγε από τον έλεγχο του εμπνευστή του, και η «Σχεδία του Σεξ», όπως την ονόμασε ο Τύπος της εποχής, έπλεε για τρεις μήνες σε αχαρτογράφητα ανθρώπινα νερά.
Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, ο σουηδός σκηνοθέτης Μάρκους Λίντεν ανατρέχει στο πλούσιο αρχειακό υλικό του Χενοβές και προσκαλεί τους συμμετέχοντες, να αναβιώσουν το πιο παράξενο ομαδικό πείραμα όλων των εποχών. Το αποτέλεσμα ήταν μια επική ταινία που τιμήθηκε πέρσι στο φεστιβάλ της Κοπεγχάγης με το Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ και τον Σεπτέμβριο προβλήθηκε στις αθηναϊκές Νύχτες Πρεμιέρας.
Όταν ο Σαντιάγο Χενοβές σχεδίασε αυτό το περιπετειώδες ταξίδι στον Ατλαντικό, δεν μπορούσε να προβλέψει τους τυφώνες και τις δολοφονικές μηχανορραφίες των συνεπιβατών του. Εχοντας προηγουμένως ερευνήσει τη σχέση βίας και σεξουαλικότητας στους πιθήκους, ο μεξικανός ανθρωπολόγος παρατήρησε ότι «οι περισσότερες συγκρούσεις αφορούσαν τη σεξουαλική πρόσβαση σε θηλυκές την περίοδο της ωορρηξίας».
Θέλοντας να διαπιστώσει αν αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους ο Χενοβές παράγγειλε σε έναν βρετανό κατασκευαστή σκαφών το «Acali», ένα πλεούμενο 12×7 και σχεδίασε ένα ταξίδι στον Ατλαντικό, από τα Κανάρια Νησιά μέχρι το Μεξικό, μαζί με 10 σέξι νέους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για τον προπομπό των τηλεοπτικών ριάλιτι, κάτι σαν το Big Brother ή το Power of Love των θαλασσών αλλά με μια ιδιαιτερότητα. Οι συμμετέχοντες ήταν εντελώς απομονωμένοι και δεν μπορούσαν να αποδράσουν ούτε να φωνάξουν «αφήστε με να φύγω». Η μοναδική τους διέξοδος ήταν να πνιγούν ή να τους φάνε οι καρχαρίες…
Ο Χενοβές ήταν βετεράνος του ακραίου ράφτινγκ (extreme rafting). Μάλιστα, λίγα χρόνια πριν είχε συμμετάσχει σε δύο αποστολές του τολμηρού νορβηγού Θορ Χέγιερνταλ. Ο πρωτοπόρος εξερευνητής ταξίδεψε στον Ατλαντικό με το περίφημο Κον-Τίκι του, μια σχεδία από καλάμια, όμοια με αυτές που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Αίγυπτο, και με εφταμελές πολυεθνικό πλήρωμα, θέλοντας να δείξει ότι οι άνθρωποι διαφορετικών φυλών θα μπορούσαν να συνεργαστούν αποτελεσματικά.
Το κίνητρο για το ταξίδι του Χενοβές ήταν ακόμα μεγαλύτερο: επιδίωξή του ήταν να «διαγνώσει και να θεραπεύσει» την παγκόσμια βία. Εβαλε, λοιπόν, αγγελίες σε διεθνείς εφημερίδες και έκανε την επιλογή του δεκαμελούς πληρώματος από ένα πλήθος αγνώστων από διαφορετικές φυλές και θρησκείες, με στόχο να δημιουργήσει έναν μικρόκοσμο του κόσμου μας. Ανάμεσά τους ήταν ένας ιάπωνας φωτογράφος, ένας ιερέας από την Ανγκόλα, ένας γάλλος δύτης, μια σουηδή καπετάνισσα, μια ισραηλινή γιατρός και μια σερβιτόρα από την Αλάσκα. Ο Χενοβές ονόμασε το πλεούμενό του «Peace Project», αλλά γρήγορα έγινε γνωστό στον διεθνή Τύπο ως «Η Σχεδία του Σεξ».
Για να προκαλέσει συγκρούσεις, ο ερευνητής ελαχιστοποίησε τις ευκαιρίες για ιδιωτική ζωή ενώ δεν επέτρεπε στα πειραματόζωά του να διαβάζουν. Όταν ήθελαν να πάνε στην τουαλέτα, έπρεπε να στέκονται σε μια τρύπα πάνω από τα κύματα γυμνοί μπροστά στους υπόλοιπους ελπίζοντας ότι η θάλασσα θα ξέπλενε τα οπίσθιά τους. Οι σεξουαλικές επαφές ήταν ζόρικες. Είτε θα έπρεπε να γίνονται σε κοινή θέα, είτε σε κάποια ευκαιρία μέσα στη νύχτα. Ακόμα και τότε, όμως, δύο άτομα ήταν σε υπηρεσία, το ένα στο παρατηρητήριο και το άλλο στο τιμόνι.
Η σχεδία, χωρίς κινητήρες, θα έπλεε προς την Καραϊβική ακριβώς την εποχή των τυφώνων. Οι Χενοβές γνώριζε ότι διέτρεχαν κίνδυνο, αλλά θεώρησε ότι επιστημονικά άξιζε τον κόπο. Ελεγε ότι «σε μια επικίνδυνη κατάσταση οι άνθρωποι θα ενεργήσουν σύμφωνα με το ένστικτό τους» και έτσι θα μπορούσε να τούς μελετήσει.
Θέλοντας να κάνει παρατηρήσεις σχετικές με την ισότητα των φύλων, ανέθεσε τα βασικά καθήκοντα σε γυναίκες και τα δευτερεύοντα σε άντρες. Καπετάνισσα της σχεδίας ήταν η Μαρία Μπγιορνστάμ και γιατρός η Εντνα Ρέβες. «Το να δώσεις την εξουσία στις γυναίκες θα οδηγήσει σε λιγότερη βία ή σε περισσότερη;», αναρωτιόταν, «Ίσως οι άνδρες νιώσουν ματαιωμένοι όταν είναι υπεύθυνες οι γυναίκες και προσπαθήσουν να τους πάρουν την εξουσία».
Εφοδιασμένος με ερωτηματολόγια και υπολογιστικά φύλλα που συνδύαζαν την αύξηση της επιθετικότητας και της σεξουαλικής δραστηριότητας με τις φάσεις της σελήνης και το ύψος των κυμάτων, ο Χενοβές ήθελε να ανακαλύψει τι πρέπει να κάνει η ανθρωπότητα για να ζήσει ειρηνικά. Πράγμα που όμως δεν συνέβη.
Αυτό που έγινε τις επόμενες 101 ημέρες παρουσιάζεται τώρα στο ντοκιμαντέρ του Μάρκους Λίντεν «Η Σχεδία», που αναπαράγει ένα από τα πιο περίεργα κοινωνικά πειράματα όλων των εποχών. Χρησιμοποιώντας ταινία 16 χιλιοστών ο σουηδός σκηνοθέτης κατέγραψε ένα ταξίδι, στο οποίο συμμετείχαν τα επιζώντα μέλη του πληρώματος του «Acali» περιγράφοντας τις εμπειρίες τους όπως τις θυμούνται 43 χρόνια μετά. «Υποθέτω ότι αν ο Σαντιάγο ζούσε σήμερα, θα δούλευε σε τηλεοπτικά reality show» είπε σε συνέντευξή του στον Guardian ο σουηδός καλλιτέχνης.
Μετά το ντεμπούτο του το 2010 με το ντοκιμαντέρ «The Regretters» -για δύο σουηδούς άνδρες, οι οποίοι έκαναν χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλλου, το μετάνιωσαν όμως και άλλαξαν πάλι- έψαχνε για ένα έργο σχετικό με μια ομάδα που θα ξανασυναντιόταν μετά από καιρό καθρεφτίζοντας αυτό που τους είχε συμβεί. Και τότε διάβασε το «Mad Science» ένα βιβλίο σχετικό με 100 εκπληκτικά πειράματα από την ιστορία της επιστήμης, το οποίο περιλάμβανε και έναν απολογισμό του «Piece Project» του Σαντιάγο Χενοβές.
Ο Λίντεν ένιωσε ότι ήταν ταυτόχρονα η Οδύσσεια του Ομήρου, ένας ενήλικος Άρχοντας των Μυγών με μια ιδέα από Φιτζκαράλντο, και μια επανάληψη του Σαλό. Έτσι άρχισε να αναζητά το πλήρωμα. Πολλά από τα μέλη του όμως είχαν εν τω μεταξύ πεθάνει ανάμεσά τους και ο Χενοβές.
Η Μαρία, η καπετάνισσα, ήταν Σουηδή οπότε κατάφερε να τη βρει πολύ γρήγορα. Του είπε ότι ντρεπόταν για το ρόλο της στη «Σχεδία του Σεξ» και αρχικά δεν ήθελε να συμμετάσχει. Όταν όμως είδε την προηγούμενη ταινία του Λίντεν άλλαξε γνώμη.
«Έφερε ένα κουτί από τη σοφίτα της στο Γκέτεμποργκ που δεν είχε ανοίξει ποτέ και αρχίσαμε να εξετάζουμε προσεκτικά το περιεχόμενό του». Μέσα υπήρχαν φωτογραφίες και σχέδια για την κατασκευή της σχεδίας, αλλά και ένα σημειωματάριο με διευθύνσεις, που βοήθησε τον Λίντεν να βρει τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος.
Αφού κατάφερε να εντοπίσει πέντε γυναίκες και έναν άνδρα και εξασφάλισε τη συγκατάθεσή τους για την ταινία, παράγγειλε ένα ακριβές αντίγραφο της σχεδίας πάνω στην οποία θα τους κινηματογραφούσε ενώ θα αναπολούσαν όλα αυτά που είχαν συμβεί στο πρώτο ταξίδι τους. Δεν είχαν ξανασυναντηθεί ποτέ από τότε που το «Peace Project» έδεσε στο λιμάνι του Μεξικο 43 χρόνια πριν, και η επανένωσή τους ήταν οδυνηρή.
Σε μια από τις πιο δυνατές στιγμές του ντοκιμαντέρ, η Φε Σεϊμούρ, μια αφροαμερικανή μηχανικός, περιγράφει στη λευκή συμπατριώτισσά της Μέρι Γκίντλεϊ μια περίεργη ονειρική αίσθηση ότι έκανε το ίδιο ταξίδι στον Ατλαντικό που είχαν κάνει και οι αφρικανοί πρόγονοί της πάνω σε πλοία δουλεμπόρων. «Καθόμουν στην δεξιά πλευρά και κοίταζα το νερό. Αρχιζα να ακούω φωνές που έρχονταν από εκεί κάτω … Ακουγα τους προγόνους μου να με καλούν. Μπορούσαν να αισθανθούν ότι πετάω πάνω από τα σώματά τους και τις τραγωδίες τους. Ήταν ένα από τα καλύτερα πράγματα που μου έχουν συμβεί», λέει.
Η Μαρία είχε επίσης ένα μυστικό. Ο σύζυγός της είχε προσπαθήσει να τη δολοφονήσει όταν άκουσε ότι σχεδίαζε να τον χωρίσει ενώ μιλούσε με έναν φίλο της σε μια βάρκα. «Πίστευα ότι θα με έπνιγε, έτρεξα και πήδηξα από τη βάρκα». Στη σχεδία του Χενοβές όμως ένιωσε ασφαλής και προστατευμένη.
Η κατάσταση βέβαια στο «Piece Project» δεν ξέφυγε από την πατριαρχία. Στην Καραϊβική, όταν έπεσαν σε μια θύελλα, ως έμπειρη καπετάνισσα, η Μαρία πρότεινε να δέσουν σε ένα λιμάνι μέχρι να περάσει. Ο Χενοβές όμως, φοβούμενος ότι το πείραμά του θα χάλαγε, αντέδρασε παίρνοντας τον έλεγχο της σχεδίας. «Ηθελε να είναι προοδευτικός και ριζοσπάστης δίνοντας εξουσία στις γυναίκες», λέει ο Λίντεν, «αλλά σε στιγμές κρίσης γινόταν πολύ φαλλοκράτης».
Συμβολικά όμως λίγο αργότερα ο Χενοβές «ευνουχίστηκε». Σε ένα πέρασμα του Ατλαντικού πανικοβλήθηκε όταν η μικρή σχεδία τους βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε ένα τεράστιο τάνκερ.
Μόνο η Μαρία κράτησε την ψυχραιμία της και έριξε προειδοποιητικές φωτοβολίδες καταφέρνοντας να αποφύγει τη σύγκρουση με το απειλητικό πλοίο. Μετά από αυτό, τα πειραματόζωα του επιστήμονα αντέδρασαν έντονα και η Μαρία ανέλαβε και πάλι τον ηγετικό της ρόλο. Κάποιοι σκέφτηκαν να σκοτώσουν τον Χενοβές. Η Φέ θυμήθηκε ότι σχεδίαζαν να ακουμπήσουν όλοι το χέρι τους στο μαχαίρι με το οποίο θα τον χτυπούσαν «έτσι ώστε όλοι να ήταν ένοχοι». Μετά θα τον τύλιγαν με ένα σεντόνι και θα τον πέταγαν στη θάλασσα.
Ο Χενοβές κρύφτηκε κάτω από το κατάστρωμα βουλιάζοντας στην κατάθλιψη, που επιδεινώθηκε όταν άκουσε στο ραδιόφωνο ότι το πανεπιστήμιό του ήθελε να τον απομακρύνει εξαιτίας των σκανδαλωδών σχολίων του διεθνούς Τύπου για τη «Σχεδία του Σεξ». Και σε μια στιγμή υπαρξιακής κρίσης έκλαψε για πρώτη φορά στη ζωή του από τότε που ήταν παιδί: «Μόνο ένας έχει επιδείξει επιθετικότητα και αυτός είμαι εγώ, ένας άνθρωπος που προσπαθεί να ελέγξει όλους τους άλλους, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του», έγραψε, συνειδητοποιώντας τελικά ότι του σκοτάδι βρισκόταν μέσα του.
Μετά την εξέγερση του πληρώματος, ο Λίντεν υποστηρίζει ότι ο Χενοβές «οδηγήθηκε σε μια μορφή ταπεινότητας». Τελικά αυτό το project για την ειρήνη ήταν αποτυχία; Όχι. Η Φε υποστηρίζει ότι ήταν μια μεγάλη επιτυχία, παρόλο που ο ανθρωπολόγος δεν μπορούσε να τη δει: «Ήταν τόσο επικεντρωμένος στη βία και τη σύγκρουση, αλλά τις είχε στα δικά του χέρια», λέει.
Για τον Λίντεν, είναι σπουδαίο ότι η Φε επαινεί το πείραμα. «Αν [ο Χενοβές] είχε απλά ακούσει τον λόγο για τον οποίο οι άνθρωποι βρέθηκαν στη σχεδία – η Μαίρη για να ξεφύγει από έναν κακοποιητικό σύζυγο, και η Φε από τον ρατσισμό που είχε υποστεί- θα είχε μάθει για τις συνέπειες της βίας και πώς μερικές φορές μπορούμε να τις ξεπεράσουμε ξεπερνώντας τις διαφορές μας», λέει.
Και, ακριβώς όπως ο Χενοβές, που έμαθε πολλά για τον εαυτό του κατά τη διάρκεια του πειράματός του, το ίδιο συνέβη και στον Λίντεν: «Βρήκα τα χρήματα, έκανα ένα ακριβές αντίγραφο της σχεδίας, ένωσα και πάλι το πλήρωμα, έκανα όλα τα γυρίσματα, επί ένα χρόνο επεξεργάστηκα την ταινία, ήταν ένα πραγματικά τρελό σχέδιο. Ήταν επώδυνο όταν το συνειδητοποίησα αλλά στον Χενοβές είδα κάτι από τον εαυτό μου. Ήταν κορυφαίος στην χειραγώγηση, ένας control freak, ένας δικτάτορας. Είμαι σαν αυτόν περισσότερο από ό, τι θα ήθελα να παραδεχτώ», λέει ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ που θα αρχίσει να προβάλλεται στην Αγγλία στις 18 Ιανουαρίου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News