Μετά τη «διπλωματία των σεισμών», όπως ονομάστηκε η άμεση ανταπόκριση της Ελλάδας στη φυσική καταστροφή που έπληξε την Τουρκία και τη συγκίνηση που σκόρπισε, έρχεται η ώρα της οικονομικής διπλωματίας.
Αυτή που μπορεί να απομακρύνει ακόμη περισσότερο την πολιτική ένταση μεταξύ των δύο χωρών και να δημιουργήσει ένα σταθερό υπόβαθρο διαλόγου, ώστε να βρεθεί μετά από τις εκλογές μια μόνιμη λύση σε όσα μπορεί να μας χωρίζουν.
Η θέση που διατύπωσε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας μεταφέροντας τις προθέσεις του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στον ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ότι «η Ελλάδα είναι πρόθυμη να βοηθήσει διμερώς, αλλά και να μεσολαβήσει στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην τεράστια προσπάθεια που απαιτείται για τη στήριξη και την ανοικοδόμηση της πληγωμένης από τους σεισμούς Τουρκίας», μπορεί να λάβει σάρκα και οστά σε δύο επίπεδα:
- Στο πολιτικό, με τη λείανση των αντιθέσεων και την κινητοποίηση της μόνιμης ελληνικής αντιπροσωπείας στις Βρυξέλλες για την ενεργοποίηση των μηχανισμών οικονομικής βοήθειας στην Τουρκία.
- Στο επιχειρηματικό, με την ενεργοποίηση των ελληνικών εταιρειών που ήδη επιχειρούν στην Τουρκία και όλων όσοι έχουν το «know how» και επιθυμούν να συμβάλουν, πέραν της ανθρωπιστικής βοήθειας, στα μεγάλα έργα υποδομών και οικιστικής ανάπτυξης, αλλά και στην εφοδιαστική αλυσίδα που έχουν ανάγκη οι σεισμόπληκτες περιοχές, των οποίων η έκταση ξεπερνά εκείνη της Ελλάδας.
Βέβαια, η γειτονική Τουρκία, παρά το πλήγμα που εδέχθη, το οποία ο ΟΗΕ χαρακτηρίζει ως τη μεγαλύτερη φυσική καταστροφή των τελευταίων 100 ετών, δεν παύει να είναι μια μεγάλη οικονομία που ανήκει στο G20, να διαθέτει φθηνά εργατικά χέρια και έναν ισχυρό κατασκευαστικό κλάδο. Η προσπάθεια, όμως, όπως διαπιστώνουν οι διεθνείς οργανισμοί, απαιτεί συγκέντρωση δυνάμεων που θα εργαστούν τουλάχιστον για δύο χρόνια προκειμένου να αποκαταστήσουν τις ζημιές στα κτίρια και στις υποδομές.
Το ύψος των καταστροφών υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 50 δισ. ευρώ, ενώ περισσότερα από 53.000 κτίρια κατοικιών και πολλά δημόσια έχουν υποστεί τέτοιες ζημιές που πρέπει να κατεδαφιστούν και να ξαναχτιστούν με νέους, αυστηρούς κανόνες αντισεισμικής προστασίας.
Σε αυτή τη διαδρομή πρωτεύοντα ρόλο μπορεί να έχουν –καθεμία στον τομέα της– οι μεγάλες ελληνικές εταιρείες που έχουν κάνει επενδύσεις στην Τουρκία:
- ΤΙΤΑΝ
- CHIPITA
- ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΙ
- ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΚΡΗΤΗΣ
- PALAPLAST
- ALUMIL
- ISOMAT
- EURODRIP
- KLEEMANN
- FOURLIS/INTERSPORT
- KΑΡΕΛΙΑ
- ΙNTELLI SOLUTIONS
- ΙΝΤΡΑΚΟΜ
Η ελληνική παρουσία στη χώρα ανέρχεται σε 120 επιχειρήσεις, αν και ήταν ακόμη μεγαλύτερη πρό της πανδημίας (175) και της οικονομικής κρίσης που πλήττει τα τελευταία χρόνια την Τουρκία.
Λόγω της κρίσης και της μεγάλης υποτίμησης της τουρκικής λίρας, τα τελευταία χρόνια αποχώρησαν πολλοί Ελληνες, εξειδικευμένα στελέχη στον χώρο των κατασκευών (αρχιτέκτονες, μελετητικά γραφεία).
Αντίθετα, οι ελληνικές εταιρείες που διατηρούν παραγωγικές μονάδες στους κλάδους δομικών υλικών και τροφίμων παρουσιάζουν μεικτή εικόνα, καθώς υποκατέστησαν την πτώση της εγχώριας ζήτησης με αύξηση των εξαγωγών τους, οι οποίες ευνοήθηκαν από την υποτίμηση της τουρκικής λίρας, που ανήλθε στο 43% το 2022, ενώ ταυτόχρονα μείωσαν τα λειτουργικά τους έξοδα.
Ανάμεσα στους κερδισμένους είναι και οι εξαγωγικές εταιρείες ελληνικών συμφερόντων, όπως οι CHIPITA, MERKO (εταιρεία συμφερόντων της Δ. Νομικός στα τοματοειδή), ROYAL FOODS κ.ά.
Οπως εξηγούν μιλώντας στο Protagon στελέχη ελληνικών επιχειρήσεων, τα κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής στην Τουρκία είναι αντιφατικά:
- Από τη μία υπάρχει η μακροοικονομική κρίση, που οφείλεται κατά κύριο λόγο στις πολιτικές αποφάσεις και στη στάση της κυβέρνησης Ερντογάν. Πολλές τουρκικές εταιρείες έχουν υπερχρεωθεί, όπως και το τουρκικό κράτος, εξαιτίας της μεγάλης υποτίμησης της τουρκικής λίρας. Οσοι είναι εκτεθειμένοι σε δανεισμό σε ξένο νόμισμα κινδυνεύουν να καταρρεύσουν οικονομικά.
- Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν δυναμικές επιχειρήσεις που δίνουν ώθηση στην πραγματική οικονομία, αυξάνοντας τα μερίδιά τους στις ξένες αγορές, καθώς η υποτίμηση του νομίσματος, τα φθηνά εργατικά χέρια και η τεράστια εσωτερική αγορά οδηγούν σε αύξηση της κερδοφορίας τους.
Ενεργειακός κόμβος
Ενα νέο πεδίο επιχειρηματικότητας που αναπτύσσεται κυρίως λόγω του πολέμου του Πούτιν είναι οι επενδύσεις στην ενέργεια και στην περαιτέρω ανάπτυξη του δικτύου αγωγών και σταθμών μεταφοράς φυσικού αερίου. Και αυτός είναι ένας τομέας που συνδέει οικονομικά την Ελλάδα με την Τουρκία.
Στην ενέργεια, εκτός από τη ΔΕΠΑ, που εισάγει φυσικό αέριο από την Τουρκία, ο όμιλος Μυτιληναίος από τον Δεκέμβριο του 2018 έχει προχωρήσει σε διαδοχικές εισαγωγές φορτίων φυσικού αερίου από την Τουρκία –και ήταν η πρώτη ιδιωτική ελληνική εταιρεία που άνοιξε αυτούς τους δρόμους.
Για τις ελληνικές εταιρείες του κλάδου ανοίγονται προοπτικές συνεργασίας και στον κατασκευαστικό τομέα, καθώς πρόκειται για ισχυρούς ομίλους, που επενδύουν τόσο στην πράσινη ενέργεια όσο και στις κατασκευές.
Τουρκικές εταιρείες στην Ελλάδα
Οι μεγάλες τουρκικές επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει στην ελληνική αγορά (όμιλος Dogus, Setur, Istikbal κ.ά.) και οι οποίες παίζουν επίσης τον δικό τους ρόλο στην οικονομική διπλωματία, αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικές δυσκολίες στην υλοποίηση του επενδυτικού τους προγράμματος (λόγω της εσωτερικής κρίσης στη Τουρκία).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο όμιλος Dogus, που το 2019 προχώρησε σε πώληση της συμμετοχής του στο Hilton της Αθήνας, αλλά εξακολουθεί να «ψηφίζει» Ελλάδα. Ενδεικτικά, σε επενδύσεις στη χώρα μας έχουν προχωρήσει οι εξής όμιλοι:
- DOGUS GOUP: Επενδύσεις σε τουριστικές υποδομές (Μαρίνες Ζέας, Λευκάδας, Φλοίσβου, Γουβιών).
- EREN HOLDING: Xαρτοποιία-συσκευασία (Nova Paper & Packaging Hellas SA)
- PAK HOLDINGS: Xαρτοποιία-συσκευασία (MEL SA)
- POLISAN: Xημικά στη Βιομηχανική Περιοχή Βόλου
- ZIRAAT BANΚ: Τουρκική κρατική τράπεζα που λειτουργεί στην Ελλάδα από το 2008 (Αθήνα, Κομοτηνή, Ξάνθη)
- SUOZ ENERGY: Τεχνολογία φωτοβολταϊκών πάνελ
Οι δρόμοι του εμπορίου
Πέραν όμως των επενδύσεων, σημαντικό ρόλο στις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών έχουν οι εμπορικές σχέσεις και ο τουρισμός. Οι δεσμοί είναι μεγάλοι. Η γεωγραφική θέση, αλλά και ιστορικοί λόγοι, δένουν την Ελλάδα και την Τουρκία. Οι δρόμοι του εμπορίου, με μεγαλύτερο άξονα την Εγνατία, ενώνουν τις δύο χώρες και τις φέρνουν πιο κοντά στη Δύση και στην Ανατολή, όπως και τα μεγάλα λιμάνια στις ακτές του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Παράλληλα, το διμερές εμπόριο υπερβαίνει τα 3 δισ. ευρώ ετησίως, με τις ελληνικές εξαγωγές να πλησιάζουν το 1,5 δισ. ευρώ και τις εισαγωγές από την Τουρκία να ανέρχονται κατά μέσο όρο τα τελευταία χρόνια σε 1,6 δισ. ευρώ
Η Τουρκία κατευθύνει περίπου το 42% των συνολικών εξαγωγών της στην ΕΕ, ενώ οι εισαγωγές της από αυτήν αντιπροσωπεύουν περίπου το 35%. Αρα, το ενδιαφέρον της γείτονος για την αποκατάσταση ομαλών σχέσεων με την ΕΕ πρέπει να θεωρείται δεδομένο, και εδώ μπορεί να παρέμβει η Ελλάδα, ασκώντας πολιτικές με θετικό πρόσημο.
Ο μεγάλος νέος σύμμαχος του Ταγίπ Ερντογάν, η Ρωσία, απορροφά μόνο το 3% των συνολικών εξαγωγών της, οπότε καθίσταται σαφές σε όλους όσοι γνωρίζουν ότι ο επαναπροσανατολισμός των τουρκικών εξαγωγών προς άλλες αγορές δεν είναι εύκολος και θα απαιτήσει δεκαετίες για να επιτευχθεί.
Το πορτρέτο της τουρκικής οικονομίας
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πορτρέτο της τουρκικής οικονομίας όπως αποτυπώνεται στην τελευταία έκθεση του γραφείου εμπορικών και οικονομικών υποθέσεων της πρεσβείας της Ελλάδας στην Αγκυρα – η οποία πάντως καταρρίπτει κάποιους μύθους, καθώς ορισμένοι τομείς της τουρκικής οικονομίας βρίσκονται στην κορυφή της Ευρώπης και του κόσμου.
Σύμφωνα με την έκθεση, λοιπόν, η τουρκική οικονομία είναι η 20ή μεγαλύτερη διεθνώς (13η με κριτήριο την αγοραστική δύναμη, σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ), 33η στην κατάταξη (WorldBank Doing Business 2020 Rank), 53η πιο ανταγωνιστική οικονομία παγκοσμίως (World Economic Forum), ενώ η χώρα αποτελεί μέλος του G20. Εχει χαρακτηριστεί ως αναδυόμενη οικονομία από το ΔΝΤ και σε διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς συγκαταλέγεται στις προσφάτως βιομηχανοποιημένες χώρες.
Το 2020 οι ετήσιες τουρκικές εισαγωγές ανήλθαν στα 200 δισ. δολάρια. Η σημαντικότερη χώρα-προμηθευτής της Τουρκίας ήταν η Κίνα και ακολούθησε η Γερμανία (21,7 δισ. δολάρια, +12,6%).
Την πρώτη δεκάδα συμπλήρωσαν η Ρωσία, οι ΗΠΑ, η Ιταλία, το Ιράκ, η Ελβετία, η Γαλλία και η Κορέα, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει την 33η θέση. Ως προς τις χώρες προορισμού των τουρκικών εξαγωγών, η Γερμανία διατήρησε την πρώτη θέση. Ακολούθησαν το Ην. Βασίλειο, οι ΗΠΑ, το Ιράκ και η Ιταλία. Η Ελλάδα κατέλαβε την 23η θέση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News