Το πρώτο iPhone εμφανίστηκε το 2007. Μόλις μια δεκαετία αργότερα, το 2018, μια έρευνα του Pew Research Center διαπίστωσε ότι το 95% των εφήβων είχε πρόσβαση σε smartphones και το 45% δήλωσε ότι ήταν online «σχεδόν συνεχώς». Οταν οι ερευνητές άρχισαν να προσπαθούν να μετρήσουν τον αντίκτυπο του «χρόνου στην οθόνη» στην ψυχική υγεία των εφήβων, κάποια αποτελέσματα ήταν ανησυχητικά. Σε μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2017 στο περιοδικό Clinical Psychological Science αναφέρεται ότι όσο περισσότερο έμεναν οι έφηβοι κολλημένοι στις οθόνες τους τόσο πιθανότερο ήταν να εμφανίσουν συμπτώματα κατάθλιψης ή να κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας. Αντίθετα, όσο περισσότερο χρόνο ξοδεύουν σε δραστηριότητες, όπως σπορ ή συναντήσεις με φίλους, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να βιώσουν τέτοια προβλήματα. Αυτά και άλλα παρόμοια ευρήματα προκάλεσαν φόβους για μια γενιά χαμένη στα smartphones.
Αλλοι ερευνητές, όμως, άρχισαν να ανησυχούν ότι τρομερά συμπεράσματα, όπως τα παραπάνω, στην πραγματικότητα διαστρέβλωναν τα δεδομένα των ερευνών. Πρόσφατα, οι Εϊμι Ορμπεν και Αντριου Πρζιμπίλσκι, στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, εφάρμοσαν την «ανάλυση καμπύλης προδιαγραφών», μια ιδιαίτερα περιεκτική στατιστική μέθοδο, σε μερικά από τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη του 2017 και σε ακόμη δύο που έγιναν στις ΗΠΑ και στην Αγγλία. Και σε άρθρο τους, που δημοσιεύτηκε στο Nature Human Behaviour, αναφέρουν ότι βρήκαν μικρή σχέση μεταξύ της ευζωίας ων εφήβων και της χρήσης της ψηφιακής τεχνολογίας.
Πώς γίνεται όμως τα ίδια αριθμητικά δεδομένα να δίνουν τόσο διαφορετικά συμπεράσματα; Ισως, γράφουν οι New York Times, η απάντηση στο ερώτημα για το «αν είναι κακός για τα παιδιά ο χρόνος οθόνης» είναι «εξαρτάται». Και κατ’ επέκταση «Από τι εξαρτάται;»
Τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν οι ερευνητές ρωτούσαν πόσο χρόνο ξόδευε κάποιος με μια συσκευή -τηλεόραση-, γνώριζαν βασικά τι συνέβαινε κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου. Ωστόσο, σήμερα ο «χρόνος οθόνης» μπορεί να σημαίνει από ανταλλαγή μηνυμάτων με φίλους μέχρι σερφάρισμα στα social media και από παθητική παρακολούθηση βίντεο μέχρι διάβασμα σημειώσεων για το σχολείο, δηλαδή εμπειρίες πολύ διαφορετικές με, δυνητικά, πολύ διαφορετικά αποτελέσματα.
Εξάλλου, αυτό που κάνει μια μελέτη να διαφέρει από μια άλλη, ακόμα και όταν αμφότερες βασίζονται στα ίδια αριθμητικά δεδομένα, είναι μια σειρά επιλογών που κάνουν οι ερευνητές σχετικά με τον τρόπο ανάλυσης αυτών των δεδομένων.
«Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, ως ερευνητές θεωρούσαμε ότι τα στατιστικά στοιχεία ήταν κάτι σαν μεγεθυντικός φακός, που σε κρατούσε στα δεδομένα, έβλεπες τι υπάρχει εκεί και απλά σε βοηθούσε να εκμαιεύσεις την αλήθεια» λέει η Ορμπεν, προσθέτοντας: «τώρα γνωρίζουμε ότι τα στατιστικά στοιχεία μπορούν πραγματικά να αλλάξουν αυτό που βλέπεις».
Οι δύο ερευνητές του Κέιμπριτζ διαπίστωσαν ότι «η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας έχει μικρή αρνητική επίπτωση στην ευζωία των εφήβων». Ταυτόχρονα έλεγξαν (με την ίδια μέθοδο) επίσης τη σχέση μεταξύ της ευζωίας τους και άλλων μεταβλητών. Και σε όλα τα σύνολα δεδομένων, το κάπνισμα μαριχουάνας και ο εκφοβισμός ήταν πιο στενά συνδεδεμένα με τη μειωμένη ευεξία από ό,τι η χρήση της τεχνολογίας. Την ίδια στιγμή, ο καλός ύπνος και το να τρώνε συστηματικά το πρωινό τους συνδέονται στενότερα με θετικά συναισθήματα από ό,τι ο χρόνος της οθόνης με αρνητικά συναισθήματα. Στην πραγματικότητα, η συσχέτιση του χρόνου της οθόνης με την ευζωία των εφήβων ήταν ανάλογη με ουδέτερους παράγοντες, όπως το να φορούν γυαλιά ή να τρώνε συστηματικά πατάτες…
Το ότι δεν βρέθηκε ισχυρή συσχέτιση δεν σημαίνει φυσικά ότι ο μεγάλος χρόνος οθόνης είναι υγιεινή ή ασφαλής συνήθεια για τους εφήβους. Θα μπορούσε να κρύβει τεράστιους κινδύνους, που απλά αντισταθμίζονται από τεράστια οφέλη. «Οι άνθρωποι υποτιμούν το γεγονός ότι η ψηφιακή τεχνολογία έχει επίσης σημαντικά οφέλη» λέει ο Νικ Αλεν, διευθυντής του Κέντρου Ψηφιακής Ψυχικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Ορεγκον. Σε αυτά περιλαμβάνεται και η βοήθεια που παρέχει στους εφήβους να σχετίζονται με άλλους.
Το πραγματικό συμπέρασμα της δημοσίευσης των ερευνητών του Κέιμπριτζ, αναφέρουν οι New York Times, είναι ότι οι μεγάλες έρευνες μπορεί να είναι ένα εργαλείο υπερβολικά αμβλύ για την αποκάλυψη των πραγματικών κινδύνων και του οφέλους. Χρειάζονται πειράματα που θα σπάζουν τον «χρόνο της οθόνης» στα συστατικά του μέρη και θα αλλάζουν ένα από αυτά για να δουν τι επιπτώσεις έχει και γιατί, όπως προτείνει ο Ρόναλντ Νταλ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρώπινης Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια. Μια δραστηριότητα που σχετίζεται με την οθόνη μπορεί να είναι ευεργετική ή επιβλαβής ανάλογα με το ποιος την κάνει, για πόσο χρόνο, πότε την κάνει, και τι δεν έκανε αντ’ αυτής.
Σε κάθε περίπτωση οι γονείς που ανησυχούν για το πόσος «χρόνος οθόνης» είναι καλός για τα παιδιά τους και αν θα μπορούσαν να ωφεληθούν από αυτόν, χρειάζεται να έχουν μια πιο λεπτομερή εικόνα της συμπεριφοράς τους.
«Ρωτήστε τα παιδιά σας: “ Τι κάνεις εκεί; Τι σε κάνει να νιώθεις καλά; Τι σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα”» προτείνει η Μισελίν Τζένσεν, από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, στο Γκρίνσμπρο. Με έρευνά της, η Τζένσεν έδειξε ότι τις ημέρες που οι έφηβοι χρησιμοποιούσαν περισσότερη τεχνολογία, δεν ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν συμπτώματα κατάθλιψης ή ελλειμματική προσοχή σε σχέση με τις ημέρες που χρησιμοποιούσαν λιγότερη τεχνολογία. «Ακόμα και μια ώρα την ημέρα θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα προβληματική ή ωφέλιμη», σχολίασε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News