Στις ειδήσεις που έκαναν τον γύρο του κόσμου για τη δίκη του Ελ Τσάπο, μυθικού κακοποιού – βαρώνου κοκαΐνης, και όχι μόνο, το ενδιαφέρον σχεδόν μονοπώλησαν οι ένορκοι που θα σταθούν απέναντι του. Δεν ξέρω αν έχετε πληροφορηθεί τις αντιδράσεις υποψηφίων για τη ζόρικη αυτή ακροαματική διαδικασία, αλλά έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τη γκάμα τους _ παραπέμπουν σε μία και μόνη λέξη: άρνηση.
Δεν είναι οι μοναδικοί. Και στην Ελλάδα, είναι αμέτρητοι αυτοί που όταν επιλέγονται για να στελεχώσουν τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και εφετεία, εφευρίσκουν δικαιολογίες, προσκομίζουν χαρτιά, επικαλούνται άγνοια και ανησυχίες, προκειμένου να αποφύγουν τη διαδικασία αλλά και την ώρα της κρίσης. Ο φόβος είναι η κοινή συνισταμένη.
Εκπρόσωπος του δικαστικού κόσμου ομολογεί, μιλώντας στο Protagon, ότι το συγκεκριμένο συναίσθημα είναι διάχυτο στα ελληνικά έδρανα. «Εγώ δεν μπορώ να το πάρω πάνω μου αυτό», «έχω συνειδησιακό πρόβλημα», «ποιος ξέρει τι μπορεί να μου συμβεί μετά την απόφαση…», είναι από τις πιο συνηθισμένες φράσεις με τις οποίες απεκδύονται το βάρος της ευθύνης της απόφασης άνθρωποι της διπλανής πόρτας», λέει χαρακτηριστικά.
Οι αμοιβές των ενόρκων
Οι παραλληλισμοί αποκτούν ενδιαφέρον, καθώς η πραγματικότητα για τους ενόρκους εντός και εκτός συνόρων μοιάζει όσο η μέρα με τη νύχτα. Η περιγραφή θα σας πείσει.
Η δίκη του φοβερού και τρομερού Χοακίν Γκουσμάν Λοέρα στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο του Μπρούκλιν, απαιτεί 12 ενόρκους, που μαζί με τους επαγγελματίες δικαστές, θα κρίνουν την τύχη του.
Και ναι, είναι γεγονός, κανείς δεν ήθελε να έχει σε απόσταση λίγων μέτρων τον πλέον μυθικό αντιήρωα του 21ου αιώνα, να τον κοιτάζει στα μάτια. Κάποιον που φέρεται να έχει «τσιμεντώσει» περί τους 30 ανθρώπους, αν όχι και περισσότερους…
Συγγνώμη, λάθος. Υπήρχε και ένας που αδημονούσε να γίνει παράγοντας της δίκης, ζητώντας μέχρι και αυτόγραφο από τον κακοποιό – για να πεταχτεί πάραυτα έξω από τη λίστα των εν δυνάμει ενόρκων. (Εδώ είχε ο Παπαχρόνης ως εγχώριος δράκος θαυμαστές, δεν θα είχε ο Ελ Τσάπο;)
Κάποιος είχε άγνωστες λέξεις όταν πληροφορήθηκε ότι ο Γκουσμάν διηύθυνε μαεστρικά επί 20 χρόνια το καρτέλ («τί είναι καρτέλ;») Σιναλόα, μια άλλη έπαθε κρίση πανικού και την πήγαν σηκωτή στο νοσοκομείο, πολλοί ήταν εκείνοι που ομολόγησαν το άγχος τους για τυχόν αντίποινα από το περιβάλλον του κακοποιού. Ήταν τέτοια η ταραχή τους, που δεν καταλάβαιναν ούτε από αστυνομική φύλαξη (σσ: ορδές ενστόλων τους πηγαινοφέρνουν στο δικαστήριο), ούτε από μέτρα ασφαλείας. Η δίκη διεξάγεται άλλωστε κεκλεισμένων των θυρών, ακριβώς για τη δική τους προστασία, ενώ τα ονόματα τους αποτελούν μυστικό επτασφράγιστο.
Οι ένορκοι βρέθηκαν, πάντως, και θα μελετήσουν σκληρά επί 4 και πλέον μήνες τον ογκώδη φάκελο, για να κρίνουν το μέλλον του Τσάπο. Κάποιοι δήλωσαν μάλιστα εξοικειωμένοι με τη φυσιογνωμία του, καθώς παρακολουθούν μετά μανίας Netflix και την ομώνυμη σειρά…
Οι ένορκοι στην Ελλάδα είναι ξεχωριστό, και μάλλον ιδιότυπο, κεφάλαιο. Οι κακοποιοί που κάθονται στο εδώλιο δεν έχουν βεβαίως το προφίλ του Ελ Τσάπο, πλην όμως δεν τους λες και ακίνδυνους. Στα μεικτά ορκωτά εξάλλου δικάζονται τα λεγόμενα επικίνδυνα εγκλήματα, φονικά, ανθρωποκτονίες και παιδοκτονίες όπως προτιμούν να τις λένε οι δικηγόροι, βιασμοί, αποπλανήσεις, αιμομιξίες και ασέλγειες, αλλά και εμπρησμοί, εμπορίες ανθρώπων, μαστροπείες – και πολλά άλλα.
Οι ειδικοί λένε ότι τα μέτρα ασφαλείας για τους έχοντες τον ρόλο ενόρκου είναι ανύπαρκτα, κυκλοφορούν κανονικά στην πόλη ανάμεσα στις συνεδριάσεις και τα ονόματα τους πολύ εύκολα μπορούν να γίνουν γνωστά – στην Ελλάδα ζούμε.
Λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά, είναι ότι οι ένορκοι του Ελ Τσάπο θα αμείβονται καθημερινά με 40 δολάρια τη μέρα, ενώ στην Ελλάδα όποιος αναλαμβάνει ανάλογο ρόλο, θα πρέπει απλώς να είναι περήφανος που συμβάλλει στην απονομή Δικαιοσύνης. Στο παρελθόν, έχουν υπάρξει φωνές που επιμένουν για ημερήσια αποζημίωση στους λαϊκούς αυτούς δικαστές, αλλά χωρίς επιτυχία.
Αντιθέτως, υπάρχουν πρόστιμα: αν οι ένορκοι που έχουν κληρωθεί, δεν εμφανιστούν στους τακτικούς δικαστές του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου την ημέρα που αρχίζει η σύνοδος, καθώς και σε κάθε άλλη δικάσιμο, και απουσιάσουν χωρίς νόμιμο λόγο, τιμωρούνται με χρηματική ποινή 59 – 120 ευρώ· τιμωρούνται επίσης για κάθε νέα απουσία, με χρηματική ποινή 88 – 180 ευρώ.
Δεν είναι όλοι βεβαίως ικανοί να εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου. Προϋπόθεση για να συμμετάσχει κανείς σε μεικτό ορκωτό δικαστήριο είναι να έχει ξεπεράσει τα 30 του χρόνια, αλλά όχι και τα 70, ενώ στα μεικτά ορκωτά εφετεία θα πρέπει να είναι άνω των 40 ετών, με όριο πάλι τα 70 έτη. Μιλάμε πάντα για έλληνες πολίτες, άνδρες ή γυναίκες δεν έχει σημασία, που στην πρώτη περίπτωση (του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου) πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον απολυτήριο από τη στοιχειώδη εκπαίδευση, και στη δεύτερη (του εφετείου) να έχουν τουλάχιστον απολυτήριο από Γυμνάσιο παλαιού τύπου ή από Λύκειο.
Δεν μπορούν να είναι ένορκοι, ισοβίως οι κληρικοί κάθε θρησκεύματος και κάθε γενικά βαθμού, καθώς και οι μοναχοί· προσωρινά και όσο διαρκεί η ιδιότητά τους, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός, οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης, οι υπουργοί, οι υφυπουργοί, οι γενικοί γραμματείς των υπουργείων, οι βουλευτές, οι καθηγητές πανεπιστημίων, οι νομάρχες, οι διπλωματικοί υπάλληλοι, οι ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί κάθε κατηγορίας και οι πάρεδροι, το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και οι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.
«Υπέρ» και «κατά» του θεσμού των ενόρκων
Ηχεί ίσως παράδοξο στα αυτιά των νεότερων, αλλά στην Ελλάδα υπήρχαν δικαστήρια, η κρίση των οποίων στηριζόταν αποκλειστικά σε ενόρκους. Σύμφωνα με τον Τάσο Τριανταφύλλου, επίκουρο καθηγητή της Νομικής Σχολής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, το αμιγές ορκωτό σύστημα ίσχυε στη χώρα μας μέχρι την κατάλυση της συνταγματικής έννομης τάξης το 1967. Για πρώτη φορά κατοχυρώθηκε συνταγματικά το μεικτό ορκωτό σύστημα με άρθρο του Συντάγματος του 1968, παράγραφος του οποίου όριζε την πλειοψηφία των τακτικών δικαστών έναντι των ενόρκων. Το Σύνταγμα του 1975 διατήρησε το μικτό ορκωτό σύστημα. Το 1979 ορίσθηκε ότι συγκροτείται από τρεις δικαστές και τέσσερις ενόρκους.
Ο καθηγητής Τριανταφύλλου συνέβαλε ώστε το Protagon να κωδικοποιήσει κάποια από τα «υπέρ» και τα «κατά» του θεσμού των ενόρκων, που τόσες φορές έχει αμφισβητηθεί.
-Η διαδικασία είναι για τους ενόρκους ανεπανάληπτο γεγονός, ως εκ τούτου έχουν τεταμένη την προσοχή τους, και επιδεικνύουν επιμέλεια και ευσυνειδησία, όταν οι «κανονικοί» δικαστές πολλές φορές πάσχουν από επαγγελματικό εθισμό και τα συνακόλουθα του.
-Οι ένορκοι, λαϊκοί δικαστές, εκφράζουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τον μέσο άνθρωπο. Δεν είναι προσκολλημένοι στο γράμμα του νόμου, προσεγγίζοντας την ουσία της υπόθεσης, άλλοτε με ευαισθησία και άλλοτε με σκληρότητα, σε αντίθεση με τους επαγγελματίες δικαστές που διέπονται – ενίοτε – από «μηχανιστική αντίληψη».
-Οι ένορκοι ως θεσμός εμπεδώνουν το αίσθημα της ασφάλειας των πολιτών σε σχέση με την απονομή Δικαιοσύνης, αφού είναι κάποιοι από αυτούς που καλούνται να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο και να λάβουν αποφάσεις.
-Οι ένορκοι δεν έχουν εκ των πραμάτων τις απαιτούμενες νομικές γνώσεις για την εκδίκαση μιας ποινικής υπόθεσης. Και δεν είναι λίγες οι φορές κατά τις οποίες προκύπτουν σοβαρά νομικά ζητήματα, στη διαδικασία αυτή. Ακόμη και σε επίπεδο εννοιών – ξέρετε τι θα πει ενδεχόμενος δόλος, ενσυνείδητη αμέλεια, ικανότητα προς καταλογισμό;
-Στην πρακτική, εμφανίζονται φαινόμενα επηρεασμού των ενόρκων από συνηγόρους (υπεράσπισης, ή πολιτικής αγωγής), και όχι μόνο. Επιδιώκεται συχνά η διέγερση συναισθημάτων, συγκίνησης, λύπησης, απέχθειας ή φόβου. Η δημοσιότητα που πολλές φορές ντύνει την υπόθεση, όχι πάντα υπεύθυνη, δημιουργεί εντυπώσεις, ενίοτε στρεβλές.
Προβλήματα και κινδύνους, υπογραμμίζει και ο ποινικολόγος – δρ. Εγκληματολογίας Παναγιώτης Παπαϊωάννου.
«O δικονομικά και ουσιαστικά κρίσιμος ρόλος του λαϊκού δικαστή, δηλαδή του ενόρκου, πολλές φορές απογυμνώνεται από τα χαρακτηριστικά του φυσικού δικαστή, φθάνοντας για μια ποικιλία λόγων να μην είναι ανεπηρέαστος, αυτόφωτος, αμερόληπτος, εκτιμά ο κ. Παπαϊωάννου. «Οι ένορκοι ασφαλώς και επιτελούν λειτουργία ύψιστης σημασίας για τους δημοκρατικούς θεσμούς, όμως αυτή η λειτουργία δεν νοείται χωρίς να υπάρχουν και να τηρούνται μέτρα προστασίας τους. Με δεδομένο ότι στα Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια η ακροαματική διαδικασία δεν ολοκληρώνεται σε μία συνεδρία, αλλά έπειτα από αρκετές διακοπές που απέχουν μέρες ή και μήνες μεταξύ τους, ο ένορκος κυκλοφορεί στο μεσοδιάστημα μέσα στην πόλη του, επηρεάζεται, ενδέχεται ακόμη και το να υποστεί άμεσες ή έμμεσες πιέσεις ο ίδιος, ή να βρίσκεται προ του να αντιμετωπίσει, λ.χ., κατά τη διάρκεια μιας διάσκεψης, προδιαμορφωμένες αντιλήψεις από άλλα πρόσωπα, για το πώς πρέπει να κρίνει.
»Σε έννομες τάξεις της Ευρώπης και των Η.Π.Α., οι ένορκοι διασφαλίζονται τόσο από πλευράς διαμονής, όσο και από πλευράς ανεξαρτησίας στη διαμόρφωση γνώμης, όσο ακόμη – ακόμη και ικανής αποζημίωσης για τις ημέρες απουσίας από τη δουλειά τους. Πέραν αυτού, το πώς προβλέπεται ότι καταρτίζονται οι κατάλογοι των ενόρκων στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επιδέχεται τεράστιας συζήτησης, ιδίως στην επαρχία. Σε μικρές κοινωνίες, συναντούμε συχνά τα ίδια πρόσωπα στον ρόλο του ενόρκου, επειδή δεν τηρείται με στέρεο τρόπος κατάρτισης που να διασφαλίζει την τυχαιότητα, το «φυσικό» της επιλογής του λαϊκού δικαστή.
»Επιβάλλεται να θωρακιστεί ο τρόπος κατάρτισης των καταλόγων των ενόρκων με εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας, σε επίπεδο προσωπικών χαρακτηριστικών, τόπου διαμονής, δικτύου προστασίας από εξωγενείς επιρροές μέχρι τη διαμόρφωση της κρίσης τους. Επιβάλλεται και η επιμόρφωση των υποψηφίων ενόρκων σε επίπεδο των στοιχειωδών περί του ισχύοντος δικαίου – δεν επιτρέπεται ο λαϊκός δικαστής να μεταφέρει στη διαδικασία την ιδεοληψία του επειδή αγνοεί το νόμο (λ.χ. το πόσα χρόνια κάθειρξη μπορεί να επιφέρει η απόφασή του, ή το ότι εδώ και δεκαετίες δεν υπάρχει στην ουσία «ισόβια κάθειρξη»), ούτε να είναι δεκτικός μαθημάτων ποινικού δικαίου κατά την διάσκεψη, από «έμπειρους» ενόρκους που λειτουργούν ως «δάσκαλοι».
Η ιστορία του θεσμού
Σύμφωνα με τον κ. Παπαϊωάννου: στην Ελλάδα, το ορκωτό σύστημα ψηφίστηκε για πρώτη φορά στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827, ωστόσο, δεν υπήρξε καμία κίνηση για την ένταξή του στα νομοθετικά κείμενα του νεοσύστατου κράτους και, επομένως, την εφαρμογή του στα επόμενα χρόνια. Μόλις το 1834, καθιερώνεται το πρώτο σύστημα, σύμφωνα με το νόμο της 21/01/1834 “περί Οργανισμού Δικαστηρίων” και το διάταγμα της 10/03/1834 “περί Ποινικής Δικονομίας”[1]. Για την πρόβλεψη αυτή, μάλιστα, ο Maurer ήταν αρνητικός, θεωρώντας ότι “το ελληνικό έθνος δεν ήταν ακόμη σε κατάσταση να υποστηρίξει τόσο φιλελεύθερους θεσμούς”. Εν τέλει, ωστόσο, καθιερώθηκε ως θεσμός συνταγματικής περιωπής με την ένταξή του στο Σύνταγμα του 1844.
Μέχρι και την κατάργηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (1950), στη χώρα μας λειτουργούσαν τα Κακουργιοδικεία, δικαστήρια που λειτουργούσαν με σώμα 10 ενόρκων, οι οποίοι αποφαίνονταν για το πραγματικό σκέλος της κατηγορίας, με την επιμέτρηση της ποινής να αποτελεί έργο του δικαστή. Το 1986 και το 2001 έγιναν βασικές νομοθετικές τροποποιήσεις, με αποτέλεσμα το Μεικτό Ορκωτό Σύστημα να περιοριστεί.
Στην αρχαία Αθήνα, οι πολίτες συμμετείχαν στην απονομή της δικαιοσύνης μέσω της Ηλιαίας, αμιγώς λαϊκού δικαστηρίου της Αθηναϊκής Πολιτείας. Οι «Ηλιασταί» αναφέρονται ως οι πρώτοι στην ιστορία λαϊκοί δικαστές. Ήταν 6.000 και η διαδικασία επιλογής τους βασιζόταν σε ένα σύνθετο σύστημα κλήρωσης, που εξασφάλιζε την τυχαιότητα – αντικειμενικότητα – και την αντιπροσωπευτικότητα μεταξύ των τάξεων και των φυλών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News