Παρότι δεν δραστηριοποιήθηκαν στον αγγλόφωνο καλλιτεχνικό κόσμο, ήταν ένα από τα πιο εμβληματικά ζευγάρια όλων των εποχών. Η Τζέιν και ο Σερζ γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν, έζησαν μαζί 12 χρόνια και άφησαν ανεξίτηλο το ίχνος τους στη γαλλική κοινωνία και κουλτούρα. Σήμα κατατεθέν της σχέσης τους ήταν το τραγούδι «Je t’aime… moi non plus» («Σ’ αγαπώ… ούτε κι εγώ»), που ακόμα θεωρείται ταμπού από πολλά ραδιόφωνα ανά τον κόσμο.
Οταν γνωρίστηκαν, εκείνη ήταν η ιδιωτικά μορφωμένη 22χρονη κόρη ενός υπολοχαγού του Nαυτικού, και εκείνος ένας 40χρονος μπον βίβαν, του οποίου η εμφάνιση θα μπορούσε να παρομοιαστεί καλύτερα με αυτή ενός αδηφάγου γαλατικού καλικάντζαρου. Ωστόσο, η σχέση τους αποδείχθηκε ένας από τους πιο πολυσυζητημένους και σκανδαλώδεις δεσμούς του 20ού αιώνα, παράγοντας υψηλή τέχνη και άθλια πρωτοσέλιδα – με την ίδια συχνότητα.
Η Μπίρκιν ήταν ήδη παντρεμένη με τον συνθέτη της μουσικής του Τζέιμς Μποντ, Τζον Μπάρι, και είχε μια κόρη μαζί του. Ωστόσο, αντί να θρηνήσει το τέλος του γάμου της, αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα υποκριτικής και πέρασε με επιτυχία σε οντισιόν για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη γαλλική ταινία «Slogan» – έχοντας μικρές εμφανίσεις σε ταινίες όπως το κλασικό «Blowup» του Μικελάντζελο Αντονιόνι και την αστυνομική κωμωδία «Kaleidoscope» του Γουόρεν Μπίτι.
Παρότι δεν μιλούσε γαλλικά όταν κέρδισε τον ρόλο στο «Slogan», ο σκηνοθέτης τoυ, Πιέρ Γκριμπλά, πίστευε ότι θα ήταν ιδανική για τον ρόλο της Εβελιν, μιας νεαρής Αγγλίδας που έχει εμπλακεί σε σχέση με έναν μεγαλύτερο σε ηλικία γάλλο σκηνοθέτη, τον Σερζ Φαμπερζέ. Σε ένα ρόλο που του ταίριαζε γάντι, ο σκηνοθέτης δεν ήταν άλλος από τον Γκενσμπούργκ – ήδη δύο φορές χωρισμένος και εν μέσω μιας φρικτής σχέσης με –ποια άλλη– την Μπριζίτ Μπαρντό.
Χαρακτηριστική απόδειξη ότι η ζωή συχνά μιμείται την τέχνη; Η νεαρή Τζέιν αρχικά δεν φάνηκε εντυπωσιασμένη από τον Σερζ, ο οποίος ήταν ήδη καταξιωμένος σταρ στο γαλλικό σινεμά, αναφέρει η βρετανική Telegraph. «Ηταν πολύ σκυθρωπός, είχε ένα εξαίσιο, ασυνήθιστο πρόσωπο και φορούσε ένα μοβ πουκάμισο» είπε χρόνια αργότερα στη γαλλική Vogue. «Ηταν καυστικός και σαρκαστικός, όχι δυσάρεστος, αλλά έβλεπα ότι δεν νοιαζόταν για τίποτα».
Καθώς ο Γκενσμπούργκ ήταν ήδη μεγάλος σταρ στη Γαλλία –«ο μεγάλος τσιφλικάς», όπως τον χαρακτήριζε η Μπίρκιν– θα μπορούσε να είχε ζητήσει οποιαδήποτε στάρλετ για συμπρωταγωνίστρια του. Ωστόσο, παρά την έλλειψη γαλλικών και, κατά τη δική της παραδοχή, την περιορισμένη υποκριτική της ικανότητα, οι δυο τους έγιναν πρώτα ένα πειστικό ζευγάρι στην οθόνη και μετά, αναπόφευκτα, ένα από τα πιο πολυσυζητημένα ζευγάρια εκτός οθόνης στον κόσμο.
Καθώς η πρώιμη επαφή τους βρισκόταν σε εξέλιξη, τραγούδησαν το πρώτο ντουέτο τους –το θέμα των τίτλων του «Slogan»– και αυτό θεμελίωσε τη σχέση τους στα μάτια του κοινού ως η αληθινή έκφραση της σύγχρονης αγγλογαλλικής συνεννόησης. Η σχέση τους θα διαρκούσε 12 χρόνια, από το 1968 έως το 1980, και θα μετέτρεπε την Μπίρκιν σε παγκόσμιο είδωλο, ενώ παράλληλα θα εδραίωνε τη φήμη του Γκενσμπούργκ ως «un homme passionel» (ένας παθιασμένος άνδρας).
Ο Σερζ έλεγε με περηφάνια, «δεν είμαστε ανήθικο ζευγάρι, είμαστε ζευγάρι χωρίς αίσθηση ηθικής». Μετά την κυκλοφορία του «Slogan», άρχισαν να ζουν μια νυχτερινή ζωή. Ο Γκενσμπούργκ εξασφάλισε ότι η Μπίρκιν θα μάθαινε τα ελαφρώς ιδιωματικά γαλλικά που μιλούσε με αξιοσημείωτη αγγλική προφορά σε όλη της τη ζωή, και την έντυσε στο ύφος του απόγειου του παριζιάνικου σικ – με φορέματα Yves-Saint Laurent, που φορούσε στα κοσμικά πάρτι. Ηταν μια εμφανώς πυγμαλιωνική σχέση.
Νωρίς στον δεσμό τους, ο Σερζ υπαινίχθηκε ότι είχε ηχογραφήσει ένα τραγούδι με τη Μπαρντό, με τίτλο «Je t’aime… moi non plus», – μια φρικτή περιγραφή μιας ερωτικής σχέσης που το πέρασμά της καταστρέφει τα πάντα. Με δική της, ειλικρινή παραδοχή, η Μπίρκιν είπε αργότερα στη Vogue ότι «η ζήλια με ώθησε να το ερμηνεύσω».
«Θυμάμαι ότι ο Σερζ έβαζε τηλεοπτικό συνεργείο και δημοσιογράφους να ακούσουν την εκδοχή που είχε φτιάξει με την Μπαρντό, η οποία δεν κυκλοφόρησε ποτέ, και υπήρχε μια πολύ όμορφη κοπέλα με φόρεμα ξαπλωμένη στον καναπέ. Τότε σκέφτηκα “καλύτερα να το τραγουδήσω εγώ”, ειδικά αφού ενδιαφέρονταν και άλλες ηθοποιοί», είπε στη Vogue. «Δεν ήθελα το τραγούδι να τελειώνει σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο, με μια όμορφη κοπέλα να ηχογραφεί μια άλλη εκδοχή του, όπως είχε κάνει με την Μπαρντό. Οταν μου πρότεινε να το κάνω, συμφώνησα αμέσως».
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στην πόλη Μαρμπέλα της Ισπανίας και η Μπίρκιν θυμάται τον Γκενσμπούργκ να το παίζει για πρώτη φορά σε ένα παριζιάνικο εστιατόριο, όπου, όπως είπε, «ξαφνικά όλα τα ζευγάρια γύρω μας σταμάτησαν να μιλάνε, με τα μαχαίρια και τα πιρούνια τους στον αέρα. Ο Σερζ με τσίμπησε και είπε: “Νομίζω ότι έχουμε μια επιτυχία στα χέρια μας”».
Ωστόσο, οι σαφείς σεξουαλικοί στίχοι του τραγουδιού, συμπληρωμένοι με τα οργασμικά βογγητά και τις κραυγές της Μπίρκιν, σήμαναν την πλήρη απαγόρευση του στη Βρετανία από το BBC, ενώ μεταδιδόταν μόνο μετά τις 11 το βράδυ στο γαλλικό ραδιόφωνο. Κατά την πώλησή του στα δισκοπωλεία, έπρεπε να παραδοθεί σε απλή συσκευασία, όπως τα προϊόντα πορνογραφίας. Ο Γκενσμπούργκ, φυσικά, ενθουσιάστηκε από την πολεμική που προκάλεσε αυτό που αποκαλούσε «το απόλυτο ερωτικό τραγούδι».
Ερωτηθείς από δημοσιογράφους σχετικά με τις φήμες ότι η βαριές ανάσες και τα βογγητά του τραγουδιού είχαν αποτυπωθεί τοποθετώντας μικρόφωνα κάτω από το κρεβάτι του με την Μπίρκιν ενώ βρίσκονταν σε κατάσταση οργασμού, απάντησε «Δόξα τω Θεώ που δεν συνέβη έτσι, αλλιώς ελπίζω να ήταν δίσκος μακράς διάρκειας».
Η Μπίρκιν θυμήθηκε αργότερα τον παγκόσμιο αντίκτυπο που είχε το «Je t’aime…». «Ποτέ δεν σκεφτήκαμε ούτε για μια στιγμή ότι το τραγούδι θα γινόταν τέτοιο σύμβολο ελευθερίας σε όλο τον κόσμο. Ο κόσμος το άκουγε κρυφά, από την Ισπανία μέχρι την Αργεντινή. Ο Πάπας το απαγόρευσε, το BBC το απαγόρευσε επίσης, και στην Ιταλία, ο επικεφαλής της Phonogram Records κατέληξε στη φυλακή. Ηταν τρελό!».
Παρά τις θυελλώδεις διαμάχες του με την Μπίρκιν και ένα έμφραγμα το 1973, ως αποτέλεσμα του ασυγκράτητου τρόπου ζωής του –που περιελάμβανε ηρωικές ποσότητες τσιγάρων και αλκοόλ–, ο Γκενσμπούργκ αποφάσισε ότι θα έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στον κινηματογράφο το 1976 με, φυσικά, μια ταινία με τίτλο «Je t’aime moi non plus».
Ο Γκενσμούργκ δεν εμφανίστηκε στην ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούσε η Μπίρκιν και ο αγαπημένος ηθοποιός του Αντι Γουόρχολ, Τζο Νταλεσάντρο, και η οποία περιστρεφόταν γύρω από την καταδικασμένη σχέση μεταξύ μιας ανδρόγυνης γυναίκας και ενός μυώδους ομοφυλόφιλου οδηγού φορτηγού, που αισθάνεται μια έλξη για εκείνη – η οποία εκφράζεται κυρίως μέσω του σοδομισμού.
Η ταινία αρχικά γελοιοποιήθηκε από τους απαιτητικούς γάλλους κριτικούς, ως ένα οριακά πορνογραφικό έργο αυτοϊκανοποίησης – παρά την εμφάνιση του Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ως νεαρού ιππέα, που λέει σε έναν άλλο χαρακτήρα, «θέλεις να σου το χώσω στον κώλο σου… έχω στείλει περισσότερους από έναν στο νοσοκομείο».
Το φιλμ, όμως, εγκωμιάστηκε από τον νεοκυματικό σκηνοθέτη Φρανσουά Τριφό και έκτοτε έχει επαναξιολογηθεί ως ένα από τα πρώτα σημαντικά έργα του «queer cinema», παρά το γεγονός ότι σκηνοθετήθηκε από τον Γκενσμμπούργκ, που είναι ο ορισμός του ετεροφυλόφιλου.
Η Μπίρκιν ανέλαβε τον ρόλο ενάντια στις συμβουλές του ατζέντη της – και ακόμη και ο σκηνοθέτης της ίσως είχε τις δικές του αμφιβολίες. Στα γυρίσματα υπήρχαν «έντονες εκρήξεις ζήλιας» κατά τη διάρκεια των «καυτών» σεξουαλικών σκηνών της Μπίρκιν με τον Νταλεσάντρο.
Αν η ηχογράφηση και η καθολική αποδοχή του τραγουδιού ζωντάνεψε το ζεύγος Μπίρκιν–Γκενσμπούργκ στη φαντασία του κοινού, η απόρριψη της ταινίας δεν βοήθησε στην τότε ταραχώδη σχέση τους. Ο Σερζ συνέχισε να πίνει πολύ και ήταν επιρρεπής στη βία, και τελικά η Τζέιν τον εγκατέλειψε το 1980, ξεκινώντας μια σχέση με τον σκηνοθέτη Ζακ Ντοϊγιόν.
Ωστόσο, η Μπίρκιν και ο Γκενσμπούργκ παρέμειναν πολύ καλοί φίλοι, και όταν εκείνη απέκτησε άλλη μια κόρη με τον Ντοϊγιόν, ο Σερζ έγινε νονός της, και της έστειλε ένα καλάθι με βρεφικά ρούχα, με μια κάρτα που έγραφε «Papa Deux» (Μπαμπάς Νο. 2).
Μέχρι τον θάνατο του, το 1991, αυτός και η Μπίρκιν είχαν δημιουργήσει μια ισχυρή πλατωνική σχέση. Οπως είπε, «στο τέλος ήμασταν σαν παλιοί φίλοι. Μου άρεσε να είμαι η έμπιστη του, αυτό μου ταίριαζε πολύ». Μια ημέρα πριν πεθάνει, τηλεφώνησε στην Μπίρκιν και είπε ότι της αγόρασε ένα τεράστιο διαμάντι, επειδή είχε χάσει ένα που της είχε δώσει, και εκείνη απάντησε, «Ω, σταμάτα να πίνεις πια, Σερζ».
Δυστυχώς, ήταν πολύ αργά, και το μεγαλύτερο «κακό παιδί» της Γαλλίας πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 2 Μαρτίου 1991, σε ηλικία 62 ετών. Χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του ήταν ότι ανάμεσα στα εγκώμια που του αποδόθηκαν, κορυφαίο ήταν εκείνο του τότε προέδρου Μιτεράν, ο οποίος είπε, «Ηταν ο δικός μας Μποντλέρ, ο Απολινέρ μας… Ανήγαγε το τραγούδι στο επίπεδο της τέχνης».
Ηταν τέτοια η ένταση της θλίψης της Τζέιν, που σχεδόν αμέσως χώρισε από τον Ντοϊγιόν. Στο υστερόγραφο των απομνημονευμάτων της έγραψε: «Ο κόσμος μου αφέθηκε στο χάος, στη σιωπή και στο σκοτάδι. Ο Σερζ είναι νεκρός. Αδύνατον… όλα φαίνονται θολά, αλλά με την ακρίβεια ενός εφιάλτη».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News