Η αμερικανοχιλιανή συγγραφέας Ιζαμπέλ Αλιέντε ήταν φεμινίστρια πολύ πριν μάθει τι σημαίνει φεμινισμός. Ηταν τριών ετών όταν ο πατέρας της εγκατέλειψε τη μητέρα της Παντσίτα και τα τρία μικρά παιδιά τους και εκείνη τα μεγάλωσε μόνη της. Η Παντσίτα επέστρεψε στο σπίτι των γονιών της στο Σαντιάγο και ο πατέρας της ανέλαβε αμέσως τον έλεγχο των οικονομικών της. Μετά την ακύρωση του γάμου της, η εκκλησία την αφόρισε. Παρατηρώντας την αποδυνάμωση της μητέρας της, η νεαρή Ιζαμπέλ άρχισε να καταφέρεται εναντίον της εξουσίας των ανδρών.
Στο νέο βιβλίο της, «The Soul of a Woman» («Η ψυχή μιας γυναίκας»), που πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 2 Μαρτίου, η Αλιέντε θυμάται τη δυσαρέσκειά της για την οικογένειά της που «πίστευε ότι ήταν οικογένεια διανοουμένων και μοντέρνα, αλλά σύμφωνα με τα σημερινά πρότυπα, ήταν ειλικρινά παλαιολιθική». Και ήταν τόσο μεγάλη η οργή της, που η μητέρα της την πήγε στον γιατρό, νομίζοντας ότι είχε κολικούς ή ταινία…
Εβδομήντα οκτώ ετών, σήμερα, η Ιζαμπέλ Αλιέντε λέει ότι ήταν απογοητευμένη για λογαριασμό της Παντσίτα, αλλά και για την άρνησή της να υπερασπιστεί τον εαυτό της. «Νόμιζε ότι δεν μπορούσες να αλλάξεις αυτό που είχε αποφασίσει ο Θεός», λέει σε συνέντευξή της στον Guardian με αφορμή την έκδοση του νέου της βιβλίου, «Οταν με είδε τόσο πρόθυμη να πολεμήσω, φοβήθηκε και σκέφτηκε ότι θα εξοστρακιστώ. Ανησυχούσε επίσης ότι δεν θα μπορούσα να βρω σύζυγο. Εκείνη την εποχή στη Χιλή, αν δεν είχες αρραβωνιαστεί μέχρι τα 23, σε θεωρούσαν γεροντοκόρη».
Η Αλιέντε κατέληξε τελικά να παντρευτεί τρεις φορές και ποτέ δεν εγκατέλειψε τον αγώνα για ισότητα. Το 1967, διαπιστώνοντας ότι «μπορούσε να διοχετεύσει τον θυμό σε δράση» ίδρυσε το φεμινιστικό περιοδικό Paula, στο οποίο διατηρούσε μια σατιρική στήλη για την πατριαρχία με τίτλο «Civilize Your Troglodyte» («Εκπολιτίστε τον τρωγλοδύτη σας»). Και αργότερα άρχισε να γράφει μυθιστορήματα για την οικογένεια, την ιστορία, τον εκτοπισμό και τη ζωή των γυναικών.
Οταν κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της, το μπεστ σέλερ του 1982 «Το σπίτι των πνευμάτων» (εκδόσεις Ψυχογιός), αναγνωρίστηκε σαν μια νέα φεμινιστική φωνή σε ένα λογοτεχνικό τοπίο όπου κυριαρχούσαν οι άντρες. Ακολούθησαν δεκάδες μυθιστορήματα (κυκλοφορούν και στα Ελληνικά), μεταξύ των οποίων η «Κόρη της μοίρας» (Ωκεανίδα), «Του έρωτα και της σκιάς» (Ψυχογιός), «Πέρα από τον χειμώνα», και ο «Ιάπωνας εραστής» (Ψυχογιός), τα οποία έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες. Εχει πουλήσει 75 εκατομμύρια βιβλία και το 2014, ο Μπαράκ Ομπάμα της απένειμε το προεδρικό μετάλλιο της Ελευθερίας, την υψηλότερη πολιτική τιμή της Αμερικής.
Η Αλιέντε μίλησε με τη Φιόνα Στέρτζες, δημοσιογράφο του Guardian, με βιντεοκλήση από το σπίτι της στην Καλιφόρνια, όπου κατοικεί από το 1988 (έγινε Αμερικανίδα πολίτης το 1993) και όπου τώρα ζει με τον τρίτο σύζυγό της, Ρότζερ Κούκρας. Το lockdown, λέει, δεν την έχει καταβάλει: «Σηκώνομαι κάθε πρωί περίπου στις 6. Πίνω ένα φλιτζάνι καφέ, έπειτα κάνω ντους και μετά μακιγιάρομαι κανονικά σαν να πρόκειται να πάω στην όπερα. Ντύνομαι, φοράω ψηλά τακούνια και ανεβαίνω στη σοφίτα όπου δουλεύω. Δεν θα δω κανέναν, ούτε καν τον ταχυδρόμο, αλλά ντύνομαι για τον εαυτό μου».
Παντρεύτηκε τον Κούκρας πριν από δύο χρόνια, πράγμα που εξακολουθεί να την εκπλήσσει γλυκά: «Αστειεύεσαι; Δεν περίμενα να ξανακάνω σεξ, πόσο μάλλον να παντρευτώ! Χώρισα με τον [δεύτερο] σύζυγό μου όταν ήμουν 72 ετών και όλοι είπαν: “Είσαι τρελή; Γιατί χωρίζεις στα 70 σου;”. Ποτέ δεν φοβήθηκα να μείνω μόνη, γιατί είμαι αυτάρκης. Αλλά τότε εμφανίστηκε ο Ρότζερ στη ζωή μου. Είναι ένας πολύ αξιοπρεπής και ευγενικός άνθρωπος από αυτούς που δεν βρίσκεις τόσο συχνά».
Η ιδέα για το τελευταίο βιβλίο της «Η ψυχή μιας γυναίκας» (σκέψεις σχετικές με τη γυναικεία φύση, εν μέρει απομνημονεύματα και εν μέρει πολεμική), γεννήθηκε όταν έδωσε μια διάλεξη σε ένα συνέδριο γυναικών στην Πόλη του Μεξικού. «Αρχισα να σκέφτομαι την πορεία της ζωής μου σαν γυναίκα και σαν φεμινίστρια», λέει. Παράλληλα με την τεκμηρίωση της πρώιμης οικογενειακής ζωής της, το βιβλίο περιέχει κομψές σκέψεις για τα νιάτα, την μεγάλη ηλικία και τη γυναίκα αντικείμενο («ο φεμινισμός δεν μας έχει σώσει από αυτή τη δουλεία», λέει). Ακόμη, εξετάζει τα αναπαραγωγικά δικαιώματα και τη σεξουαλική βία, και ορίζει τον φεμινισμό ως «όχι αυτό που έχουμε ανάμεσα στα πόδια μας, αλλά αυτό που έχουμε ανάμεσα στα αυτιά μας. Είναι μια φιλοσοφική στάση και μια εξέγερση ενάντια στην αρσενική εξουσία».
Ιδιαίτερα συγκινητικές είναι οι σκέψεις της για τη σχέση της με τα εγγόνια της, τα οποία δηλώνουν μη δυαδικά. «Οταν με συστήνουν στους φίλους τους», γράφει, «ρωτώ τον καθένα για τις προτιμήσεις τους». Η δημοσιογράφος του Guardian της λέει ότι είναι σπάνιο για κάποια της γενιάς της. «Είναι», συμφωνεί. «Αλλά ξέρεις, τα πράγματα αλλάζουν, και αλλάζουν για κάποιο λόγο. Πρέπει να προσαρμοστείς. Οταν οι νέοι αμφισβητούν, πάντα φαίνεται υπερβολικό, ακραίο. Αλλά σε αυτό τον αγώνα, συμβαίνουν υπέροχα πράγματα. Νέες ιδέες, νέα τέχνη, νέα δημιουργικότητα. Πιέζουμε την ιστορία».
Κοιτάζοντας πίσω την παιδική της ηλικία στη Χιλή, η Αλιέντε θυμάται μια πατριαρχική κοινωνία η οποία «απεικόνιζε τις φεμινίστριες σαν θυμωμένες σκύλες που δεν ξύριζαν τις μασχάλες τους. Και πολλές νέες γυναίκες [απορρόφησαν] αυτή την ιδέα. Αν και δεν εγκατέλειψαν τα δικαιώματα που είχαν αποκτήσει οι μητέρες και οι γιαγιάδες τους με πολλούς αγώνες, δεν ήθελαν να αποκαλούνται φεμινίστριες. Αυτό που έλεγα τότε, και ακόμα λέω, είναι: “Δεν σας αρέσει η λέξη, μην τη χρησιμοποιείτε. Αλλάξτε τη. Δεν πειράζει. Απλά κάντε τη δουλειά”.»
Για την Αλιέντε, αυτή η δουλειά περιλαμβάνει την προσφορά βοήθειας, την αναγνώριση του προνομίου της εκπαίδευσης, της τεχνολογίας και της υγειονομικής περίθαλψης και την κατανόηση ότι αυτά τα πράγματα μπορούν πολύ εύκολα να εξαφανιστούν. «Σε μια πανδημία, οι γυναίκες είναι οι πρώτες που χάνουν τις δουλειές τους», λέει, «Είναι κολλημένες στο σπίτι μεγαλώνοντας τα παιδιά γιατί δεν υπάρχει σχολείο. Μερικές φορές κακοποιούνται, αυτός που τις κακοποιεί βρίσκεται μέσα στο σπίτι, δεν υπάρχουν πόροι επειδή όλα είναι κλειδωμένα, και θα είναι οι τελευταίες που θα ανακάμψουν. Οι γυναίκες πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές, να επαγρυπνούν, γιατί μπορούμε να χάσουμε τα πάντα» τονίζει.
Αναμφίβολα, η ίδια γνωρίζει καλά τι σημαίνει απώλεια. Το 1973, ο σοσιαλιστής πρόεδρος της Χιλής και θείος της Σαλβαδόρ Αλιέντε ανατράπηκε από τον Πινοσέτ κατά τη διάρκεια ενός βίαιου πραξικοπήματος και σκοτώθηκε. Και εκείνη εξορίστηκε με τον σύζυγό της και τα δύο παιδιά τους στη Βενεζουέλα, όπου έμειναν για 13 χρόνια. Το 1991 η κόρη της, Πάουλα Φρίας, έπεσε σε κώμα από πορφυρία και πέθανε ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 29 ετών. Στο νοσοκομείο, η Αλιέντε άρχισε να γράφει ένα είδος γράμματος στην κόρη της, για να μην τρελαθεί, όπως έχει πει. Μετά τη δημοσίευση του «Πάουλα», η διάσημη συγγραφέας λέει «κόλλησα. Δεν μπορούσα να γράψω, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ενιωσα αυτό το κενό μέσα μου».
Για να την αποσπάσει από τη θλίψη της, ο σύζυγός της και ένας φίλος αποφάσισαν να την πάνε στην Ινδία. Στο Ρατζαστάν, το αυτοκίνητο έπαθε βλάβη. Οσο περίμεναν να διορθωθεί, η Αλιέντε κατάφερε να επικοινωνήσει με μια ομάδα ντόπιων γυναικών, αν και δεν είχαν κοινή γλώσσα. Οταν ήρθε η ώρα να φύγουν, μια νεαρή γυναίκα της έδωσε ένα μικρό δέμα με κουρέλια. «Επέμεινε να το ανοίξω και τότε είδα ότι ήταν ένα νεογέννητο βρέφος», θυμάται. Ο οδηγός παρενέβη, έδωσε το μωρό πίσω στη γυναίκα και τράβηξε την Αλιέντε στο αυτοκίνητο: «Οταν τον ρώτησα γιατί η γυναίκα προσπαθούσε να δώσει το μωρό της, μου είπε: “Είναι κορίτσι. Ποιος θέλει κορίτσι;”. Και αυτό κάτι έκανε στην καρδιά μου».
Το περιστατικό έγινε αφορμή να ιδρύσει –με τα έσοδα από το βιβλίο της «Πάουλα»– το Isabel Allende Foundation, με σκοπό την υγεία, την εκπαίδευση, την οικονομική ανεξαρτησία και την προστασία των γυναικών από τη βία. Από το 2016, βοηθάει και τους πρόσφυγες, ιδίως εκείνους που βρίσκονται στα νότια σύνορα των ΗΠΑ.
Η Αλιέντε λέει ακόμη ότι για χρόνια ήθελε να γράψει ένα αισθηματικό μυθιστόρημα, αλλά κάθε φορά αποτύγχανε επειδή δεν πίστευε στους ανδρικούς χαρακτήρες που περιέγραφε. «Ξεκινούσα, αλλά μετά άρχιζα να γελάω και έτσι δεν μπορείς να γράψεις», λέει, «Πρέπει να πιστέψεις ότι υπάρχουν παρθένες με πράσινα μάτια και μεγάλα στήθη που θα προσελκύσουν έναν πλούσιο επιχειρηματία απογοητευμένο από τον έρωτα. Δεν το έχω δει ποτέ στη ζωή μου, οπότε δεν το πιστεύω». Οταν εισάγει έναν αρσενικό χαρακτήρα στα βιβλία της με ρομαντική πρόθεση, λέει: «Τον σκοτώνω κάπου στη σελίδα 112, γιατί σύντομα ανακαλύπτω ότι δεν τον αντέχω τον τύπο. Αν δεν τον θέλεις στη ζωή σου, γιατί να τον επιβάλεις στην πρωταγωνίστριά σου;».
Οταν έγραψε το «Σπίτι των πνευμάτων», δεν έκανε μεγάλα σχέδια: «Δεν είχα πρότυπο και δεν ήξερα αν θα διάβαζε κανείς το βιβλίο μου, πόσο μάλλον ότι θα δημοσιευτεί. Ηταν γραμμένο αυθόρμητα με μεγάλη αθωότητα». Εκείνη την εποχή ο πρώτος γάμος της διαλύθηκε. Εργαζόταν στη γραμματεία ενός σχολείου στο Καράκας, και έγραφε τα βράδια, τα Σαββατοκύριακα και στις διακοπές. Το βιβλίο ξεκίνησε σαν γράμμα στον παππού της που πέθαινε και κατέληξε σαν φανταστική ιστορία της οικογένειάς της.
Είκοσι πέντε βιβλία και σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, η Αλιέντε έμαθε να σχεδιάζει, αλλά λίγο. «Το σχέδιό μου είναι ότι αν είμαι ακόμα ζωντανή στις 8 Ιανουαρίου, θα ξεκινήσω ένα νέο βιβλίο. Δεν σημαίνει, όμως, ότι κάθε χρόνο αρχίζω να γράφω ένα νέο βιβλίο, γιατί ίσως δεν έχω τελειώσει το προηγούμενο». Παραδέχεται ότι έχει αρχίσει ήδη να γράφει το επόμενο βιβλίο της αλλά δεν αποκαλύπτει τίποτα σχετικά. Λέει μόνο ότι δεν έχει πάντα μια ιδέα πριν ξεκινήσει. «Η μισή δουλειά είναι να αποκαλυφθείς», λέει, «Αποκαλύπτεσαι, ανοίγεις το μυαλό και την καρδιά σου, και κάτι θα συμβεί. Εδώ και χρόνια που γράφω έχω μάθει ότι πρέπει να είμαι υπομονετική. Μπορώ να γράψω για οτιδήποτε εκτός από την πολιτική και το ποδόσφαιρο, οπότε ξέρω ότι αν δώσω στον εαυτό μου χρόνο και χαλαρώσω, θα συμβεί. Αν είμαι σε ένταση και καλώ τη μούσα απεγνωσμένα, η μούσα δεν θα έρθει».
Τέλος δηλώνει αισιόδοξος άνθρωπος. Εχοντας δει μέχρι τώρα μεγάλες αλλαγές, πιστεύει ότι με την πάροδο του χρόνου, άνδρες και γυναίκες θα εξισωθούν. Το τέλος της πατριαρχίας, υποστηρίζει, θα απαιτήσει «ένα άλμα στην εξέλιξη. Θα είναι ένας εντελώς διαφορετικός πολιτισμός και δεν θα τον δω. Οπως όλες οι επαναστάσεις, ξεκινάμε με μεγάλο θυμό και αίσθημα αδικίας, πρέπει να διορθώσουμε τα πράγματα. Και παλεύουμε σαν τρελές χωρίς να γνωρίζουμε πάντα πού πηγαίνουμε. Αλλά συνεχίστε να εργάζεστε για αυτόν τον τελικό στόχο, και θα επιτευχθεί. Θα το κάνουμε, είμαι σίγουρη».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News