Μεταξύ των φαινομένων της χρονιάς που μόλις ολοκληρώθηκε περιλαμβάνεται και η λεγόμενη «σιωπηρή παραίτηση» (quite quitting), έννοια που άρχισε να γίνεται ευρέως γνωστή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και περιγράφει μια στάση απέναντι στη δουλειά, η οποία ορίζεται ως αναπόφευκτη υποχρέωση που, ως εκ τούτου, πρέπει να εκπληρώνεται με την καταβολή της ελάχιστης δυνατής προσπάθειας.
Θα μπορούσε να γίνει λόγος για μια παραίτηση όχι από τη δουλειά, αλλά από την ιδέα ότι η δουλειά είναι το παν στη ζωή, με το φαινόμενο να απασχολεί τους προηγούμενους μήνες κορυφαία διεθνή ΜΜΕ. Ωστόσο, παρά τον ντόρο (θετικό και αρνητικό) που έχει προκληθεί, ενδέχεται το φαινόμενο να μην είναι και τόσο καινούργιο όσο θεωρείται.
Σε εκτενές άρθρο του στο The New Yorker, ο Καρλ Νιούπορτ, καθηγητής Επιστήμης των Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν, εξηγεί καταρχάς πως κινητήρια δύναμη του φαινομένου της σιωπηρής παραίτησης είναι κυρίως οι εργαζόμενοι της γνώσης της λεγόμενης Γενιάς Ζ (1997-2012).
«Οι σημερινοί νέοι εργαζόμενοι, ωστόσο, δεν είναι η πρώτη πληθυσμιακή ομάδα που διανύει μια περίοδο ξαφνικής απογοήτευσης όσον αφορά τον ρόλο της εργασίας στη ζωή. Πράγματι, μια ματιά προς τα πίσω αποκαλύπτει ότι οι εργαζόμενοι της γνώσης κάθε προηγούμενης γενιάς μάλλον έχουν βιώσει ένα παρόμοιο μοτίβο εργασιακής κρίσης, που ακολουθείται από επανεννοιολόγηση (της εργασίας)», αναφέρει ο αμερικανός επιστήμονας.
Ο ίδιος θεωρεί πως κάθε γενιά είχε τη δική της περίοδο σιωπηρής παραίτησης. Για τη γενιά των baby boomers (1946-1964) ήταν η περίοδος της αντικουλτούρας, κατά τη οποία το νόημα της ζωής αναζητούταν σε περιβάλλοντα και πεδία που δεν είχαν καμία σχέση με την εργασία. Στο πλαίσιο της εν λόγω απόπειρας οι baby-boomers αποστασιοποιήθηκαν από τους γονείς τους, οι οποίοι είχαν ζήσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και βίωναν την εργασία ως μια επανάληψη της δέσμευσης που τους είχε επιτρέψει να ξεπεράσουν την παγκόσμια σύρραξη, δηλαδή ως μια μορφή συμμετοχής σε μια συλλογική προσπάθεια, με στόχο την προσωπική/οικογενειακή βελτίωση και την πρόοδο της πατρίδας τους.
Ομως, «έως ότου αρχίσουν οι boomers να κάνουν παιδιά, στη δεκαετία του 1980, τα αντιπολιτισμικά τους όνειρα είχαν προ πολλού καταρρεύσει», εξηγεί ο Νιούπορτ. «Επρεπε να αντιληφθούν ποιο νέο μήνυμα για το νόημα της εργασίας να μεταδώσουν στα παιδιά τους, τους λεγόμενους millennials (1981-1996). Αναζητώντας έναν συμβιβασμό μεταξύ της εταιρικής συμμόρφωσης, την οποία εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία, και των αποτυχημένων προσπαθειών τους να απορρίψουν εντελώς την εργασία, οι boomers βρήκαν μια έξυπνη λύση, λέγοντας στους millennials να κάνουν μια δουλειά της αρεσκείας τους», συμπληρώνει.
Εστιάζοντας την προσοχή του στην εν λόγω συμβουλή των baby boomers προς τους millennials, ο Νιούπορτ αναφέρει πως μπορεί να ακούγεται «διαχρονική», αλλά στην πραγματικότητα σχετίζεται στενά με τη συγκεκριμένη περίοδο. Οπως εξηγεί στην ανάλυσή του, «δύσκολα εντοπίζονται αναφορές στη φράση “ακολούθησε το πάθος σου” στο πλαίσιο των συμβουλών σταδιοδρομίας μέχρι τη δεκαετία του 1990, κατά την οποία γενικεύτηκε η χρήση του ρητού. Στόχος αυτής της θεώρησης με επίκεντρο το πάθος ήταν μια μέση οδός μεταξύ των άκρων που είχαν βιώσει οι boomers: βρείτε μια δουλειά, είπαν στα παιδιά τους, αλλά βρείτε μία που να σας αρέσει. Επιδιώξτε την αυτοπραγμάτωση, αλλά να φροντίζετε να καταβάλλετε και τις δόσεις του στεγαστικού σας δανείου».
Η προτροπή/επιδίωξη να μετατρέπουν το πάθος τους σε επάγγελμα συνόδευε τους millennials διαρκώς. Αλλά και αυτή, όπως και οι προσδοκίες της προηγούμενης γενιάς περί αυτοεκπλήρωσης μέσω της εγκατάλειψης της αστικής ζωής, αποδείχθηκε λιγότερο ιδανική από όσο αναμενόταν. Εν μέρει επειδή το πάθος αυτό καθαυτό δεν αρκεί για την πληρωμή των δόσεων και εν μέρει λόγω μιας σειράς διαδοχικών κρίσεων που στέρησαν από την εργασία, ακόμη και από την πνευματική εργασία, την «ψυχαγωγική» διάσταση που είχε αποκτήσει στα χρόνια της διαρκούς οικονομικής άνθησης.
Κάπως έτσι, πάμπολλοι millennials αποπειράθηκαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, ορίζοντας την εργασία ως απαραίτητο μέσο για μια ζωή που δεν περιορίζεται, όμως, στην εργασία. «Αυτή ήταν η δεκαετία του κινήματος του μινιμαλισμού, που τροφοδοτήθηκε από τα blogs, το οποίο υποστήριζε ότι απλοποιώντας τη ζωή σου, μπορείς να απλοποιήσεις την καριέρα σου, έχοντας περισσότερο χρόνο για άλλες άλλες ουσιαστικές αναζητήσεις. Ηταν επίσης η δεκαετία κατά την οποία ένας πρώην επιχειρηματίας που επλήγη από το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης και έγινε γκουρού του τρόπου ζωής, ο Τιμ Φέρις, κυριάρχησε στις λίστες των best-seller με την αναπάντεχη επιτυχία του «The 4-Hour Workweek», βιβλίο στο οποίο οραματιζόταν τη χρήση αυτοματοποιημένων διαδικτυακών λειτουργιών με στόχο τη χορήγηση «μίνι-συνταξιοδοτήσεων» για εξωτικά ταξίδια και περιπετειώδη χόμπι.
Κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2010, «η φιλοσοφία των millennials όσον αφορά την εργασία ως μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού, ενισχύθηκε περαιτέρω με την εμφάνιση νέων, πιο προσεγμένων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που διευκόλυναν την επίδειξη επιμελημένων σκηνών μιας ιδανικής ζωής», συνοψίζει ο Νιούπορτ.
Τώρα είναι η σειρά της επόμενης γενιάς να προβεί σε μία επανεννοιολόγηση της εργασίας, της Gen Z (1997-2012), τα μέλη της οποίας άρχισαν να εισέρχονται στον κόσμο της εργασίας έχοντας μια εντελώς διαφορετική νοοτροπία σε σχέση με τη νοοτροπία των millennials. «Ως η πρώτη ομάδα που ενηλικιώθηκε πλήρως με smartphones και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η Gen Z σχημάτισε μια κατανόηση του κόσμου όπου τα όρια μεταξύ του ψηφιακού και του πραγματικού ήταν ασαφή», εξηγεί ο Νιούπορτ.
«Ενώ οι millennials, που είχαν αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά τα εργαλεία αργότερα στη ζωή τους, χρησιμοποιούσαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να παρακολουθούν τις περιπέτειες και τα επιτεύγματα γνωστών τους και διασημοτήτων, αυτή η νέα γενιά αγκάλιασε μια ηδονοβλεπτική ψηφιακή πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από σύντομα βίντεο υποκειμένων που μιλούν απευθείας στην κάμερα για τα πάντα και για τίποτα. Αυτό το νέο στυλ ερασιτεχνών influencer μετατόπισε το κέντρο βάρους της νεανικής κουλτούρας και άρχισε, για έναν μικρό πυρήνα εξαιρετικά ορατών παραδειγμάτων, να παράγει σημαντικές απολαβές […] Για αυτή τη γενιά, το προσωπικό ήταν συνυφασμένο με το οικονομικό», συμπληρώνει, επικαλούμενος την αμερικανίδα συγγραφέα και καλλιτέχνιδα Τζένι Οντελ, η οποία σε μια ομιλίας της το 2017 (που έγινε αμέσως viral και στη συνέχεια βιβλίο) είχε πει πως «κάθε στιγμή έχει καταστεί συναφής με τον βιοπορισμό μας»
Στη συνέχεια, όμως, εμφανίστηκε ο κορονοϊός και ξέσπασε η πανδημία, η οποία έπληξε τους εργαζομένους της γνώσης όλων των γενεών, αλλά ειδικά στη Γενιά Ζ ο αντίκτυπός της ήταν ιδιαίτερα δυσμενής. Οι δυσκολίες της εξ αποστάσεως εργασίας, η κόπωση από τις διαρκείς συσκέψεις μέσω Zoom, η ξαφνική αύξηση των email και των chat, η απώλεια των όποιων λυτρωτικών κοινωνικών πτυχών της εργασίας στο γραφείο, «εξάλειψαν τα τελευταία απομεινάρια χαράς από αυτές τις δουλειές. Για τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζομένους, αυτές οι συνθήκες δημιούργησαν μια επαγγελματική κρίση. Για τη Gen Z, η οποία είχε αναμείξει τόσο στενά τη δουλειά και τον εαυτό, αυτή η αποπνικτική απελπισία επέδρασε σε πιο προσωπικό επίπεδο. Κατέστη σαφές σε πολλούς ότι έπρεπε να διαχωρίσουν την ατομικότητά τους από τη δουλειά τους», σημειώνει ο Νιούπορτ.
Αυτό είναι ουσιαστικά το νόημα της «σιωπηρής παραίτησης», αυτό ήθελε να πει και ο Ζάιντ Καν, ένας 24χρονος μηχανικός από τη Νέα Υόρκη και δημιουργός του βίντεο μέσω του οποίου η έννοια της «quite quitting» κατέστη ευρέως δημοφιλής, δηλώνοντας πως «η δουλειά δεν είναι όλη σου η ζωή, και η αξία που έχεις ως άνθρωπος δεν εξαρτάται από την εργασία σου». Οπότε, η «σιωπηρή παραίτηση» δεν αφορά όλους τους εργαζομένους της γνώσης, δεν είναι ένα γενικευμένο φαινόμενο. «Αντιθέτως, είναι το πρώτο βήμα μιας νεότερης γενιάς, που καλείται με τη σειρά της να αναπτύξει μια πιο εκλεπτυσμένη αντίληψη του ρόλου της εργασίας στη ζωή της», όπως έκαναν άλλωστε και όλες οι προηγούμενες γενιές.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News