«Ελπίζω η ταινία να ευαισθητοποιήσει την πολιτεία και το νοσοκομείο και να τιμηθούν αυτά τα άτομα. Πρόκειται για 350 ανθρώπους που έχουν θαφτεί στο προαύλιο του νοσοκομείου, ανώνυμα και δεν μιλάει κανείς για αυτό. Nα υπάρξει ένα μνήμα, να καταγραφούν τουλάχιστον τα ονόματά τους. Οι άνθρωποι αυτοί χάθηκαν μέσα στην λήθη, είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ».
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η σκηνοθέτις-παραγωγός Μαριάννα Οικονόμου τα τελευταία τέσσερα χρόνια ασχολούνταν με ένα θέμα: τους «Αζήτητους» νεκρούς του νοσοκομείου Σωτηρία που έχασαν τη ζωή τους την περίοδο 1945-1975 από φυματίωση. Η ταινία που έφτιαξε προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αποσπώντας το Βραβείο Κοινού από την Πέμπτη 19 μέχρι και τις 25 Σεπτεμβρίου θα προβάλλεται στον κινηματογράφο Δαναό, εγκαινιάζοντας τη νέα σεζόν του CineDoc.
Η σειρά των γεγονότων που την οδήγησε στην έρευνα για τους «Αζήτητους» του Σωτηρία, από μόνη της αποτελεί ξεχωριστό θέμα. «Ήταν ένας τοίχος που εμφάνιζε υγρασίες και τον γκρέμισαν το 2015. Πίσω από τον τοίχο υπήρχε ένας χώρος, κλειστός, όπου βρέθηκαν βαλίτσες με πακέτα μέσα. Αυτός ο χώρος βρισκόταν στο κτίριο που στεγάζεται και το ραφείο του νοσοκομείου. Όταν το συνεργείο γκρέμισε τον τοίχο, οι εργάτες πήγαν να τα πετάξουν αλλά οι μοδίστρες αντιλήφθηκαν ότι αυτές οι βαλίτσες άνηκαν σε κάποιους και τους σταμάτησαν. Και έτσι διασώθηκαν», εξιστορεί η Μαριάννα Οικονόμου.
Πέντε χρόνια μετά, εν μέσω της πανδημίας Covid γνώρισε έναν γιατρό του Σωτηρία που της διηγήθηκε τι είχε συμβεί. Εν τω μεταξύ οι βαλίτσες με τα πακέτα είχαν μεταφερθεί σε μία αποθήκη από μία ομάδα γιατρών που εθελοντικά λειτουργούν και ως επιτροπή του υπό κατασκευή μουσείου του νοσοκομείου. «Όταν βρεθήκαμε εκεί αρχίσαμε να ανοίγουμε τα πακέτα στα οποία οι νοσοκόμες έγραφαν με το χέρι το όνομα του νεκρού, την ημερομηνία θανάτου, την κλινική όπου νοσηλευόταν. Αυτά τα πακέτα έμπαιναν σε βαλίτσες που ανήκαν σε κάποιους από τους νεκρούς – δεν είχαν όλοι βαλίτσες, οι περισσότεροι ήταν άποροι. Προφανώς από σεβασμό προς τον νεκρό και πιστεύοντας ότι κάποιος συγγενής θα τα αναζητήσει, δεν πέταξαν τα υπάρχοντά τους και τα άφησαν μέσα στην αποθήκη. Στην πάροδο του χρόνου, κτίστηκε τοίχος μπροστά και ξεχάστηκαν από όλους για δεκαετίες».
Η νοσηλεία των ασθενών που άφησαν πίσω τους αυτά τα πακέτα ήταν από 18 μήνες μέχρι επτά χρόνια. Συνολικά βρέθηκαν 350 πακέτα, με κάθε πακέτο να αφορά έναν φθισικό. Υπήρχαν φωτογραφίες, κορνίζες, εφημερίδες, ρούχα, γυαλιά, βρέθηκε ένα ραδιοφωνάκι, χαρτί χειρουργείου που χρησιμοποιήθηκε ως περιτύλιγμα, και, το σημαντικότερο, αλληλογραφία των ασθενών με συγγενείς τους.
«Ξετυλίγοντας τα πακέτα, ξετυλίγονταν ιστορίες ανθρώπων. Ήταν σαν παζλ για εμάς. Μαθαίναμε τις καταστάσεις που βίωναν, λεπτομέρειες για τις οικογένειές τους. Καταλαβαίναμε ότι όσο ζούσαν δεν ήταν “αζήτητοι”, είχαν τις επιστολές, που ήταν η μόνη τους επαφή με τον έξω κόσμο και έτσι μάθαιναν τι γινόταν με τις οικογένειές τους, στα χωριά τους, στον υπόλοιπο κόσμο».
Λόγω αιφνίδιου θανάτου κάποιοι είχαν γράψει γράμματα που δεν στάλθηκαν ποτέ και από αυτά ξετυλίγονταν λεπτομέρειες για τον ίδιο τον νεκρό. «Ξεπηδούσε όχι μόνο η δική τους ζωή αλλά ανοιγόταν ένας ολόκληρος κόσμος της Ελλάδας, μια ολόκληρη εποχή της μεταπολεμικής Ελλάδας, πώς αντιμετώπιζαν στα νοσοκομεία και στις κλειστές κοινωνίες του φθισικούς, ένα υλικό με τεράστιο ανθρωπολογικό και κοινωνικό ενδιαφέρον. Ένιωσα έντονα μια ευθύνη και ένα χρέος απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους, να φέρω στο φως τις ιστορίες τους, να βγουν από την λήθη».
Αφού συνειδητοποίησε την αξία του υλικού που βρισκόταν επί δεκαετίες κτισμένο πίσω από έναν τοίχο, η Μαριάννα Οικονόμου προχώρησε τις διαδικασίες αδειοδότησης με το νοσοκομείο έτσι ώστε να πραγματοποιήσει γυρίσματα και να αξιοποιήσει αυτό το τόσο πολύτιμο αρχείο. Αρχικά, όπως θυμάται η ίδια, αντιμετωπίστηκε με δισταγμό από τη επιτροπή του Μουσείου που δημιούργησε καθυστερήσεις έξι μηνών. «Τελικά κάποια στιγμή ενώ διανύαμε την πανδημία του κορονοϊού, ο διοικητής μού λέει “σου δίνουμε άδεια για δέκα ημέρες”. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν με την παρουσία μίας συνεργάσιμης μουσειολόγου. Έτσι μαζί με την ερευνήτρια μας προλάβαμε να ανοίξουμε περίπου 35 πακέτα με τα προσωπικά αντικείμενα και τις επιστολές των φθισικών».
Μετά από μια επίπονη διαδικασία επιλογής των περιπτώσεων, καθότι η κάθε μια ήταν συγκλονιστικά μοναδική, εστίασε τελικά σε τρεις βασικές ιστορίες ασθενών, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ταινίας, και σε κάποιες ακόμα συμπληρωματικές. Μέσα σε αυτές τις δέκα ημέρες έπρεπε να τα κάνουν όλα: πέρα από την μελέτη και κινηματογράφηση του ιστορικής αξίας υλικού έπρεπε να καταγραφούν πολλά πλάνα του Σωτηρία, να γίνουν συνεντεύξεις με δύο γιατρούς που είχαν εμπλακεί στην ανεύρεση των πακέτων και φυσικά με τις μοδίστρες, που ήταν άμεσα σχετιζόμενες με τη διάσωση των βαλιτσών.
«Όταν ανοίγαμε τα πακέτα, νιώσαμε έντονη την ανάγκη να εντοπίσουμε ζώντες συγγενείς των νεκρών. Δεν ήταν εύκολο, επρόκειτο για στοιχεία από τις δεκαετίες του 1940, του 1950 και του 1960 και τα μητρώα εκείνης της εποχής εμφάνιζαν πολλά κενά. Υπήρχε και απροθυμία από υπαλλήλους των δήμων να μας δώσουν στοιχεία. Κάποιοι όμως μας βοήθησαν και καταφέραμε να εντοπίσουμε συγγενείς».
Οι αντιδράσεις των συγγενών ήταν πολύ διαφορετικές, ανάλογα με τη σχέση που είχε ο καθένας με τον νεκρό. Όταν τους έλεγε η Μαριάννα Οικονόμου και μέλη της ομάδας της «ο πατέρας σου», «η γιαγιά σου», «πέθανε στο Σωτηρία, έχει θαφτεί εδώ», για κάποιους ήταν σοκ. Άλλοι δεν ήξεραν πώς να αισθανθούν 60 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγενή τους, για άλλους έκλεισε μία ιστορία, έμαθαν πώς πέθανε ο άνθρωπός τους. Υπήρχαν και εκείνοι που δεν ήθελαν να μάθουν.
«Δεν ήταν καθόλου εύκολη η θέση μας. Βρήκαμε άνθρωπο στη Γαλλία, είχε χάσει τον πατέρα του και η μητέρα του δεν του είχε πει ποτέ την αλήθεια».
Μέσα από τα ευρήματα της έρευνας για το ντοκιμαντέρ φαίνεται ότι ο φόβος της μεταδοτικότητας της φυματίωσης ήταν μεγάλος, και υπήρχε πάντα η αγωνία ότι μπορεί να μεταδοθεί ακόμα και από τους νεκρούς. Και φυσικά υπήρχε το κοινωνικό στίγμα, οι περισσότερες οικογένειες απέκρυπταν ότι μέλος τους πάσχει από φυματίωση. Αν μία οικογένεια τότε παραδεχόταν ότι έχει φθισικό δεν μπορούσε να παντρέψει τα παιδιά της.
«Κοπέλα που ήταν ήδη επτά χρόνια μέσα, είχε πάει 14 ετών και στα 22 της βρίσκουμε μία επιστολή του πατέρα της να της λέει “κάτσε λίγο ακόμα μέσα στο νοσοκομείο, θέλουμε να παντρέψουμε το αδερφό σου, και αν το μάθουν εδώ δεν θα μπορέσουμε”. Τελικά πέθανε έξι μήνες αφού παρέλαβε την επιστολή, χωρίς να δει την οικογένειά της. Και η οικογένειά της δεν την αναζήτησε και δεν ξέρει πού βρίσκεται η σορός της».
Νέα παιδιά αλληλογραφούσαν με τις μητέρες που δεν μπορούσαν να τα βοηθήσουν, έγραφαν ποιήματα στις οικογένειές τους για την τρομακτική μοναξιά στο σανατόριο. «Διαβάζαμε επιστολές γεμάτες ελπίδα ότι θα βρεθεί το φάρμακο, άλλος έγραφε ότι θα βγει να παντρευτεί και να φτιάξει τη ζωή του. Όμως εμείς γνωρίζαμε το τέλος», καταλήγει η Μαριάννα Οικονόμου.
Η πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ θα γίνει στις 19 Σεπτεμβρίου στον κινηματογράφο ΔΑΝΑΟ της Αθήνας, παρουσία της σκηνοθέτιδας και των συντελεστών, ενώ θα ακολουθήσουν θεματικές προβολές με ειδικούς καλεσμένους από την ιατρική και πανεπιστημιακή κοινότητα.
Στη συνέχεια, η ταινία θα ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα και θα προβληθεί στο βασικό δίκτυο του CineDoc σε Αθήνα, Βόλο, Θεσσαλονίκη και Ρέθυμνο. Θα ακολουθήσουν επιπλέον προβολές, λεπτομέρειες για τις οποίες θα ανακοινωθούν σύντομα. Οι προβολές πραγματοποιούνται με την υποστήριξη της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News