Μια σύντομη ιστορική αναδρομή σίγουρα δεν θα αλλάξει την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά θα μπορούσε να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση των αιτιών της σύρραξης, των φιλοδοξιών της Μόσχας και της αντίστασης (στο όνομα της ταυτότητάς τους) που συνεχίζουν να προβάλλουν οι Ουκρανοί.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία ακουγόταν συχνά η ρήση του Ουίνστον Τσόρτσιλ ο οποίος είχε υποστηρίξει πως «τα Βαλκάνια έχουν την τάση να παράγουν περισσότερη Ιστορία από αυτήν που µπορούν να καταναλώσουν». Αλλά και η ιστορία της Ουκρανίας, μιας χώρας μεταξύ της Ευρώπης και της Ρωσίας, δεν είναι λιγότερο πυκνή.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στη Le Monde, ο αμερικανός ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ εξηγεί πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία αναδεικνύει την κεντρική θέση που κατέχει αυτή η χώρα στις σχέσεις μεταξύ των αντιπάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων για περισσότερα από χίλια χρόνια.
Συνομιλώντας με τον Μαρκ-Ολιβιέ Μπερέρ ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και ερευνητής στο Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Επιστημών της Βιέννης εμφανίστηκε ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στον Εμανουέλ Μακρόν, εκφράζοντας εμμέσως την αμερικανική θέση όσον αφορά την εξέλιξη και κυρίως τον τερματισμό του πολέμου.
«Η γενική μου εντύπωση είναι ότι ο Γάλλος πρόεδρος στοχεύει έναν ανέφικτο στόχο: να τερματίσει τον πόλεμο, ώστε η Δύση να βρίσκεται στη σωστή πλευρά, στην πλευρά της δικαιοσύνης, αλλά χωρίς η ρωσική εισβολή να μεταφραστεί σε ξεκάθαρη ήττα. Είναι μια αστήριχτη θέση. Η διατήρηση αυτού του είδους της ασάφειας ενθαρρύνει τη Ρωσία να πιστέψει ότι μπορεί να κερδίσει και να συνεχίσει τον πόλεμο χωρίς να συναντήσει μεγάλη αντίσταση από τη Δύση. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η Ρωσία διεξάγει έναν πόλεμο καταστροφής, με γενοκτονικούς στόχους. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, από στρατηγική αλλά και ηθική άποψη, η Γαλλία πρέπει να πάρει ξεκάθαρη θέση […] Το να λέμε, όπως έκανε ο Μακρόν, ότι οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί είναι “αδελφοί λαοί” είναι συγκλονιστικό. Επαναλαμβάνει τον ρωσικό ιμπεριαλιστικό αφήγημα. Οι ίδιοι οι Ουκρανοί απορρίπτουν την ιδέα ενός φυσικού δεσμού με τους Ρώσους», ανέφερε ο αμερικανός ιστορικός.
Εξήγησε επίσης πως «η Ουκρανία έχει Ιστορία παρόμοια με αυτή των περισσότερων χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Το Κίεβο είναι μια από τις παλαιότερες πόλεις της Ανατολικής Ευρώπης, που χρονολογείται από τον 6ο ή 7ο αιώνα. Εγινε η έδρα ενός μεσαιωνικού κράτους, των Ρως του Κιέβου, που ιδρύθηκε από τους Βίκινγκς τον ένατο αιώνα, σε μια Ευρώπη όπου οι σκανδιναβικοί λαοί ήρθαν αντιμέτωποι με τον κόσμο που άφησε ο Καρλομάγνος. Το κράτος που δημιουργήθηκε στο Κίεβο ακολούθησε μια τυπική πορεία της εποχής. […] Τα προβλήματα της διαδοχής οδήγησαν στην κατάρρευση και την ήττα από τους Μογγόλους στις αρχές του 13ου αιώνα. Το 1362, το Κίεβο και τα περίχωρά του έγιναν μέρος του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας και, στη συνέχεια, της Δημοκρατίας των Δύο Εθνών (Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία), η οποία σχηματίστηκε με το Βασίλειο της Πολωνίας. Το Κίεβο αναπτύχθηκε σε στενή σχέση με το Βίλνιους και τη Βαρσοβία. Και μέσω αυτών των σχέσεων βίωσε την Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση, ιστορικούς μετασχηματισμούς που επίδρασαν σε όλη η Ευρώπη. […] Το 1686 η Πολωνία παραχώρησε το Κίεβο στη Μόσχα. Μετά από περισσότερα από χίλια χρόνια ύπαρξης, το Κίεβο κυβερνήθηκε για πρώτη φορά από ένα ρωσικό κράτος. Τότε ήταν που οι Ρώσοι άρχισαν να διαδίδουν τον μύθο μιας εγγενούς σχέσης με την πόλη.
»Η αλήθεια όμως είναι ότι η Μόσχα διαμορφώθηκε τον 13ο αιώνα, στο τέλος του κράτους των Ρως του Κιέβου, λίγο πριν από τη διάλυση του πριγκιπάτου. Επομένως, ο δεσμός είναι πολύ πιο αδύναμος από όσο υποστηρίζει το ρωσικό ιμπεριαλιστικό αφήγημα σύμφωνα με το οποίο το Κίεβο είναι η πρώτη ρωσική πόλη. Μόνο στα τέλη του 18ου αιώνα η δυτική Ουκρανία προσαρτήθηκε στη Ρωσία. Ταυτόχρονα, μια περιοχή στα δυτικά πέρασε στον έλεγχο της μοναρχίας των Αψβούργων. Τον επόμενο αιώνα, η Ουκρανία, όπως και πολλά ευρωπαϊκά έθνη, βίωσε μια μορφή εθνικής αφύπνισης, με τη γέννηση ενός κινήματος που ανέδειξε την τοπική γλώσσα και τον πολιτισμό, που είχαν καταπνιγεί από την αυτοκρατορική Ρωσία. Η ισχύς του ουκρανικού εθνικού κινήματος ήταν τόσο μεγάλη που κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σχεδόν κανείς δεν αμφισβητούσε την ύπαρξη του ουκρανικού έθνους. Ωστόσο αρκετές δυνάμεις πίστευαν ότι η ουκρανική επικράτεια ανήκε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε αυτές, γεγονός που αποδυνάμωσε το εθνικό σχέδιο. Την εποχή της Ρωσικής Επανάστασης, Ουκρανοί ακτιβιστές αντέδρασαν δημιουργώντας τη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας, με πρωτεύουσα το Κίεβο, το 1918. Στη συνέχεια, μετά τη διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, δημιουργήθηκε μια δεύτερη Ουκρανική Δημοκρατία στα δυτικά, με πρωτεύουσα το Λέμπεργκ (σημερινό Λβιβ).
»Η Δυτική Δημοκρατία καταστράφηκε από την Πολωνία το 1919, με την υποστήριξη των δυνάμεων της Αντάντ, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας. Στη συνέχεια η Γαλικία ενσωματώθηκε στην Πολωνία. Στα ανατολικά, οι ρεπουμπλικάνοι βρέθηκαν σε διασταυρούμενα πυρά μεταξύ ρώσων επαναστατών και μελών της Λευκής φρουράς. Η Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία κατέρρευσε το 1921 και η σύγκρουση τερματίστηκε με τη δημιουργία της ΕΣΣΔ τον επόμενο χρόνο, αλλά ο ένοπλος αγώνας απέδειξε στον Λένιν, στον Στάλιν και στους Μπολσεβίκους ότι η Ουκρανία ήταν ένα ενεργό κέντρο αντίστασης. […] Ο ρώσος πρόεδρος ισχυρίστηκε μετέπειτα ότι ο Λένιν δημιούργησε την Ουκρανία το 1922 εξαιτίας μιας έκρηξης γενναιοδωρίας. Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Η Ουκρανική Δημοκρατία ιδρύθηκε εντός της ΕΣΣΔ για να περιορίσει το ουκρανικό εθνικό σχέδιο. Αυτή η πρώτη ανεξαρτησία συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο στην οικοδόμηση του ουκρανικού έθνους», σημείωσε ο Σνάιντερ με τον πλέον περιεκτικό τρόπο, διαφωτίζοντας πλήρως τον συνομιλητή του.
Σύμφωνα με τον επιφανή αμερικανό ιστορικό με ειδίκευση στην Κεντρική Ευρώπη και το Ολοκαύτωμα και συγγραφέα του εξαιρετικού «Ματωμένες Χώρες: Η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν» (από τις εκδ. Παπαδόπουλος στα ελληνικά) «ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: στην Ουκρανία διακυβεύεται η ασφάλεια της Ευρώπης. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία και η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία προσπαθούσαν ήδη να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της χώρας. Για αυτές τις δύο δυνάμεις ήταν προτεραιότητα. Στη δεκαετία του 1930, ο Στάλιν έβλεπε την Ουκρανία ως έδαφος-κλειδί για τη γενική σοβιετοποίηση της ΕΣΣΔ. Τέλος, οι Ναζί όρισαν την κατάκτηση αυτής της χώρας ως υπ’ αριθμόν ένα πολεμικό στόχο τους. Στον 21ο αιώνα, η Ουκρανία συνεχίζει να είναι το αντικείμενο της ίδιας νοσηρής ρωσικής λαχτάρας και η ασφάλειά της είναι το κομμάτι που λείπει όσον αφορά την ειρήνη και τη σταθερότητα στην Ευρώπη […] Το 1932 και το 1933, η ΕΣΣΔ επέβαλε σκόπιμα σε λιμό ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού υπό τον έλεγχό της, με περισσότερους από πέντε εκατομμύρια θανάτους, κυρίως στην Ουκρανία […]
»Ο Στάλιν χρησιμοποίησε την πείνα ως όπλο για να υποτάξει τον πληθυσμό. Για τον Χίτλερ, αυτός ο λιμός αντιπροσώπευε ένα ενδιαφέρον προηγούμενο, καθώς ήθελε να χρησιμοποιήσει την ίδια στρατηγική για να εξασφαλίσει την κυριαρχία της χώρας και των κατοίκων της […]. Αναμενόμενα, η Μόσχα χρησιμοποιεί και πάλι τα τρόφιμα ως πολεμικό όπλο, αποκλείοντας τη Μαύρη Θάλασσα και εμποδίζοντας την εξαγωγή σιτηρών που παράγονται στην Ουκρανία. Η Ρωσία απειλεί με πείνα δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο», υπενθύμισε ο Τίμοθι Σνάιντερ.
«Μια άλλη γενοκτονική πρακτική των Ρώσων είναι η αναγκαστική απέλαση. Σύμφωνα με τη Μόσχα, σχεδόν 1,3 εκατ. Ουκρανοί έχουν μεταφερθεί στη Ρωσία. Πολλοί πέθαναν εκεί. Μεταξύ των απελαθέντων υπάρχει πολύ μεγάλος αριθμός γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία και παιδιών. Η πρόθεση είναι προφανώς η “ρωσοποίηση” της νέας γενιάς. Περισσότεροι από 230.000 Ουκρανοί εργάτες ορυχείων απομακρύνθηκαν. Στα τέλη Μαΐου, ο Πούτιν υπέγραψε διάταγμα για τη διευκόλυνση της υιοθεσίας ορφανών παιδιών, που εκτοπίστηκαν μετά τη δολοφονία των γονιών τους. Αυτή η πολιτική αντιστοιχεί σε αυτό που καταδικάζεται από το Αρθρο ΙΙ, Ενότητα Ε, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τη Γενοκτονία: στην “αναγκαστική μεταφορά παιδιών από μια ομάδα σε μία άλλη ομάδα”. Η γενοκτονία αφορά τη δολοφονία, αλλά και την καταναγκαστική αφομοίωση. Η Ρωσία δεν κρύβεται. Η επιμονή του Πούτιν να δημοσιοποιεί τα εγκλήματά του μας βάζει μπροστά στις ευθύνες μας: θα το αφήσουμε να συμβαίνει, θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε ό,τι συμβαίνει;», ρώτησε τον συνομιλητή του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News