Η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνθηκε στις ΗΠΑ αυτήν την άνοιξη υπό τη διακυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, δημιουργώντας ελπίδες ότι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου θα μπορέσει να ελέγξει τον πληθωρισμό, αποφεύγοντας μια οδυνηρή επιβράδυνση.
Η οικονομία, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του BBC, αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό 2,8% το διάστημα Μαρτίου – Μαΐου, ενισχυμένη από την αυξημένη καταναλωτική δαπάνη, ανακοίνωσε την Πέμπτη 25 Ιουλίου το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ. Ο ρυθμός ήταν ταχύτερος από τον αναμενόμενο αλλά εξακολουθεί να παρουσιάζει επιβράδυνση σε σχέση με το 2023.
Τα καλά νέα έρχονται στη διάρκεια μιας έντονης προεκλογικής περιόδου, κατά την οποία οι ψηφοφόροι αναφέρουν τακτικά την οικονομία ως το κύριο μέλημά τους. Η σταθερή ανάπτυξη της χώρας θα έπρεπε να ευνοεί τους Δημοκρατικούς, ως κυβερνών κόμμα. Ομως ο σημερινός συνδυασμός συνθηκών έχει δημιουργήσει ένα παράξενο παζλ.
Η ανεργία, στο 4,1%, είναι χαμηλή αλλά αυξάνεται. Η ανάπτυξη είναι σταθερή αλλά έχει επιβραδυνθεί από την άνθηση που ήρθε όταν η οικονομία άνοιξε ξανά μετά την πανδημία της Covid. Και παρ’ όλο που ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σημαντικά, η οικονομική ανασφάλεια παραμένει αυξημένη, καθώς τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν άλμα 20% στις τιμές από το 2021, και υψηλό κόστος δανεισμού.
Η απόφαση του προέδρου Τζο Μπάιντεν να εγκαταλείψει την κούρσα έχει μπερδέψει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. «Υπάρχουν πολλά διασταυρούμενα ρεύματα εδώ όσον αφορά τους ψηφοφόρους που σκέφτονται την οικονομία» είπε στο BBC ο Μαρκ Ζάντι, επικεφαλής οικονομολόγος στο Moody’s Analytics. «Σε αυτό το σημείο δεν νομίζω πως έχουμε μόνο αντίθετο ή μόνο ούριο άνεμο».
Οι αναλυτές είχαν προβλέψει ανάπτυξη κατά περίπου 2% αυτό το τρίμηνο. Τα στοιχεία της Πέμπτης έδειξαν ότι η οικονομία ανακάμπτει από την επιβράδυνση που παρουσίασε στην αρχή του έτους, όταν το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε μόλις κατά 1,4%. Εκτός από τις μεγάλες καταναλωτικές δαπάνες, η έκθεση έδειξε αυξημένες επιχειρηματικές επενδύσεις και άνοδο στις εξαγωγές. Σε δήλωσή του ο Τζο Μπάιντεν είπε ότι η έκθεση «κάνει σαφές ότι τώρα έχουμε την ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο».
Ωστόσο, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αϊόβα Μάικλ Λιούις-Μπεκ, ο οποίος έχει δημιουργήσει ένα μοντέλο που προβλέπει τα αποτελέσματα των εκλογών με βάση την οικονομική ανάπτυξη και την προεδρική δημοφιλία, είπε ότι η ανάπτυξη δεν φαίνεται να είναι τόσο ισχυρή στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους ώστε να αντισταθμίσει την αντιδημοφιλία του Μπάιντεν.
Το μοντέλο του είχε προβλέψει μια μικρή απώλεια για τον Μπάιντεν, με βάση την ανάπτυξη στην αρχή του έτους. Προειδοποίησε ότι οι Δημοκρατικοί θα βρεθούν σε ακόμη πιο δύσκολη κατάσταση τώρα που ο πρόεδρος είναι εκτός κούρσας.
Οι εκλογές παραμένουν οριακές και περίπλοκες, πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι οι τρεις εκλογές μετά το 1948 κατά τις οποίες το μοντέλο του αποδείχτηκε λάθος (1960, 1968, 1976) έγιναν σε «ταραγμένους καιρούς», όπως οι σημερινοί. «Οχι ότι η οικονομία δεν έπαιζε ρόλο εκείνην την εποχή, αλλά συνέβαιναν και άλλα, τεράστια πράγματα» είπε.
Αλλοι αναλυτές πιστεύουν πως η απόφαση του Μπάιντεν να εγκαταλείψει την κούρσα θα μπορούσε να διευκολύνει τους Δημοκρατικούς να επιλέξουν τα μέρη της κληρονομιάς του που θέλουν να κρατήσουν, αφήνοντας πίσω τα αρνητικά, όπως τον πληθωρισμό. Οι χαρακτηριστικές οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης –συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων σε δρόμους, γέφυρες, προηγμένη τεχνολογία και καθαρή ενέργεια– είναι, κατά τα άλλα, δημοφιλείς.
Μέχρι να παραιτηθεί ο Μπάιντεν, ο Ζάντι είπε ότι ένιωθε «πολύ άβολα» με τη νίκη των Δημοκρατικών που προέβλεψε η εταιρεία του για τις προεδρικές εκλογές, χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο που λαμβάνει υπόψη στοιχεία όπως οι τιμές του φυσικού αερίου και τα ποσοστά ανεργίας. Τώρα πιστεύει πως η πραγματικότητα πλησιάζει πράγματι το μοντέλο. «Νομίζω ότι αλλάζει το παιχνίδι πολιτικά» τόνισε σχετικά με την κίνηση του Μπάιντεν. «Θα είναι πολύ μικρή η διαφορά. Θα είναι στην κόψη του ξυραφιού».
Οσα συμβούν στην οικονομία τους επόμενους μήνες θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά. Οι περισσότεροι αναλυτές δεν αναμένουν σημαντικές αλλαγές στις οικονομικές συνθήκες από τώρα έως τον Νοέμβριο. Αναμένουν από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ να μειώσει τα επιτόκια τον Σεπτέμβριο, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει περαιτέρω επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης.
Οσοι τάσσονται υπέρ της μείωσης αυτής λένε ότι η Federal Reserve πρέπει να δράσει προτού το κόστος δανεισμού, το οποίο βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο δεκαετιών, οδηγήσει την οικονομία σε ύφεση.
Η Τράπεζα, η οποία εκτιμά την πολιτική της ανεξαρτησία, βρίσκεται σε άβολη θέση, ειδικά καθώς μια μείωση που θα παρείχε ανακούφιση στα νοικοκυριά με χρέη πιστωτικών καρτών και στις επιχειρήσεις που θέλουν να δανειστούν, μπορεί να τονώσει τους Δημοκρατικούς, είπε ο Ζάντι. «Εχει πολύ μεγάλη σημασία το τι θα κάνει ή δεν θα κάνει η Fed» κατέληξε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News