Κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του πολέμου στην Ουκρανία και υπό τον φόβο μιας επιπλέον πιθανής σύγκρουσης που θα μπορούσε να ξεσπάσει στην ήδη ταραγμένη υφήλιο, πολλοί αναρωτιούνταν για τις δυνατότητες των Ηνωμένων Πολιτειών: Πόσα μέτωπα θα μπορούσε να διαχειριστεί ταυτοχρόνως η Ουάσινγκτον;
Ενάμιση χρόνο μετά, τα πράγματα είναι παραπάνω από δύσκολα. Η κατάσταση στη ρωσο-ουκρανική εμπόλεμη ζώνη δεν εξελίσσεται όπως θα επιθυμούσαν οι Αμερικανοί, ενώ η διοίκηση Μπάιντεν βρίσκεται βαθιά αναμεμειγμένη στον πόλεμο του Ισραήλ κατά της Χαμάς, από τον οποίο δεν δύναται ούτε να απεμπλακεί, ούτε όμως να τον σταματήσει. Τις τελευταίες ημέρες, δε, υφέρπει η αίσθηση ότι δεν απέχουμε και τόσο πολύ από μια ανεξέλεγκτη διεύρυνση της αραβο-ισραηλινής ρήξης.
Αν μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 η επιστροφή των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή με στόχο να ορθωθεί μια δεύτερη ισχυρή γραμμή άμυνας έναντι του ρωσικού επεκτατισμού θεωρείτο δεδομένη, σήμερα θα πρέπει να χαρακτηριστική σχεδόν υποχρεωτική. Και αν τότε η ισχυροποίηση του ΝΑΤΟ ήταν η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, σήμερα είναι το μεγαλύτερο διακύβευμα για τον πρόεδρο Μπάιντεν.
Λίγους μήνες πριν από ακόμα μια αμφίρροπη εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ, ο 81 ετών ηγέτης της υπερδύναμης οφείλει να παρουσιάσει στους ψηφοφόρους τα απτά αποτελέσματα της ριψοκίνδυνης εξωτερικής πολιτικής του. Να παραδώσει τη μεν χώρα του γεωπολιτικά κυρίαρχη, τη δε Δυτική Συμμαχία περισσότερο ενωμένη και πιο αποφασισμένη να δράσει στις νέες συνθήκες του σκληρού κόσμου που ξημέρωσε στον 21ο αιώνα. Αλλά κυρίως, ο Λευκός Οίκος πρέπει να εξασφαλίσει ότι, ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης του πολέμου στην Ουκρανία, η Ρωσία θα αποδυναμωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε τις επόμενες δεκαετίες να παύσει να απειλεί τα αμερικανικά συμφέροντα.
Ο Μπάιντεν μπορεί να περηφανευθεί ότι ενέπλεξε τους Ευρωπαίους πολύ βαθύτερα στην αντιμετώπιση του «ρωσικού κινδύνου» – κάτι που στη Γηραιά Ηπειρο και δη στη Γερμανία αρνούνταν πεισματικά εδώ και πολλά χρόνια να κάνουν. Οσον αφορά όμως το ΝΑΤΟ, αλλά και την περαιτέρω θωράκιση της Ανατολικής Μεσογείου, ο δρόμος για τους Αμερικανούς περνάει για ακόμα μία φορά από την Τουρκία. Μόνο αν η Ουάσιγκτον φέρει τον Ερντογάν στα μέτρα της –ή συρθεί αυτή στα δικά του– θα πετύχει ο Λευκός Οίκος το μέγιστο δυνατό και ευκταίο αποτέλεσμα: Επιπλέον 800 χιλιόμετρα νατοϊκά σύνορα με τη Ρωσία δια της Φιλανδίας, αλλά και ενίσχυση των συμμαχικών ενόπλων δυνάμεων με έναν τεχνολογικά πολύ προηγμένο στρατό, όπως είναι αυτός της Σουηδίας. Σε μια όχι και τόσο ειρωνική στιγμή της Ιστορίας, στην εξίσωση εμπλέκεται εμμέσως και η Ελλάδα.
Το περασμένο καλοκαίρι, λίγες ώρες πριν ταξιδέψει στη Λιθουανία για τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, ο Μπάιντεν μίλησε ειλικρινά και –σε αντίθεση με σειρά αξιωματούχων του State Department– σύνδεσε ευθέως το ζήτημα της εισόδου της Σουηδίας στη Συμμαχία με την αναβάθμιση των τουρκικών F-16. Αν, δηλαδή, η Αγκυρα συναινούσε στη διεύρυνση, τότε, κατόπιν της απαραίτητης έγκρισης του Κογκρέσου, θα προωθείτο η συμφωνία για τα μαχητικά. Ηταν, λοιπόν, απλώς θέμα χρόνου. Το μόνο που έμενε ήταν να ξεκινήσουν οι εργασίες της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης. Επτά μήνες μετά, ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει κάτι. Εκτός ίσως από την υπομονή των Αμερικανών, που αρχίζει να εξαντλείται. Οπως και ο χρόνος τους έως τις εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου.
Εντός αυτής της πιεστικής συγκυρίας για τις ΗΠΑ, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν επισκέφθηκε μέσα σε λίγες ώρες την Τουρκία, αλλά και την Ελλάδα. Με πρωταρχικό στόχο να πείσει τον Ερντογάν να κάνει το πρώτο βήμα με την έγκριση της εισδοχής της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Αλλά και να εγγυηθεί στους Τούρκους ότι από εκεί και πέρα θα είναι ο Λευκός Οίκος αυτός που θα κάνει αυτά που απαιτούνται προκειμένου να αρθούν οι αντιρρήσεις σε Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων για τα F-16.
Εδώ ακριβώς καταγράφεται και η εμπλοκή της Αθήνας στο ζήτημα. Διότι δεν είναι μόνο η διεύρυνση της Συμμαχίας που απασχολεί τα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ. Εχουν απαιτηθεί επίσης, μεταξύ άλλων, η διπλωματική αποκόλληση της Τουρκίας από τη Ρωσία, η συμμόρφωση της Αγκυρας στις Δυτικές κυρώσεις κατά της Μόσχας, η απενεργοποίηση του πυραυλικού συστήματος των S-400, αλλά και οι εγγυήσεις ότι τα αναβαθμισμένα τουρκικά αεροσκάφη δεν θα χρησιμοποιηθούν εναντίον χώρας-συμμάχου στο ΝΑΤΟ – δηλαδή της Ελλάδας.
Θα υπέγραφε ο Ερντογάν όλους αυτούς του όρους –ή έστω ορισμένους εξ αυτών– για να πάρει την αναβάθμιση; Μάλλον όχι. Ειδικότερα, όμως, όσον αφορά την ελληνο-τουρκική πτυχή του ζητήματος, έως ποιου σημείου θα ήταν διατεθειμένη να συναινέσει η Αγκυρα στις διατυπώσεις του State Department προς το Κογκρέσο; Θα καταγραφεί, για παράδειγμα, σε ένα τέτοιο έγγραφο εγγυήσεων η έννοια της «υπέρπτησης» πάνω από ελληνικά νησιά; Και τι νοείται για τους Τούρκους ως «παραβίαση» του ελληνικού εναέριου χώρου;
Αν η Τουρκία δεν κάνει πίσω όσον αφορά τους όρους, το λογικό είναι οι Αμερικανοί να ζητήσουν από την Αθήνα να βάλει λίγο νερό στο κρασί της και να μην αντιδράσει εντόνως στην (πιθανή) περίπτωση οι εγγυήσεις έναντι της τουρκικής επιθετικότητας να είναι παραπάνω από ήπιες. Αλλωστε, η ελληνική κυβέρνηση έχει επενδύσει στην εν εξελίξει διαδικασία σύγκλισης με την Αγκυρα, ενώ είναι ολοφάνερο ότι με πρωτοβουλία του State Department το θέμα των τουρκικών F-16 έχει συνδεθεί ατύπως με την αγορά των F-35 από την Ελλάδα. Οταν προχωρήσει το πρώτο, θα εκκινήσει και το δεύτερο, έτσι ώστε η ελληνική Πολεμική Αεροπορία να είναι τεχνολογικά σαφώς πιο προηγμένη από την τουρκική.
Παρά το γεγονός ότι εδώ και πολλούς μήνες η Αθήνα επιχειρεί δημοσίως να αποσυνδέσει τόσο τα εξοπλιστικά όσο και γενικότερα τις ελληνοαμερικανικές από τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, όλα αυτά είναι απολύτως λογικό ότι συζητήθηκαν στα Χανιά μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αντονι Μπλίνκεν, παρουσία της ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών. «Για εμάς είναι εντελώς αδιάφορο τι κάνει η Τουρκία με τις ΗΠΑ. Εμείς έχουμε εδραιώσει αυτοτελώς και αυτοδύναμα μια σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες» δήλωσε πριν από τη συνάντηση του Ακρωτηρίου ο Γιώργος Γεραπετρίτης, αλλά όσο και αν δεν πρέπει να ετεροπροσδιοριζόμαστε, η πραγματικότητα είναι ότι υπό τις ασταθείς συνθήκες που επικρατούν παγκοσμίως, οι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν το τρίγωνο μεταξύ Ουάσινγκτον, Αθήνας και Αγκυρας ως ένα ενιαίο σύστημα. Ολοι θα πρέπει να κάνουν υποχωρήσεις και να υποταχθούν στις απαιτήσεις της «μεγάλης εικόνας».
Περιέργως, αν κάποιος βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην πλέον δυσχερή θέση, αυτός δεν είναι άλλος από τον Λευκό Οίκο. Βιάζεται να ολοκληρωθεί η επέκταση του ΝΑΤΟ, εξ ου και έχει αποδεχθεί τις οθωμανικές διπλωματικές πρακτικές και τις καθυστερήσεις του Ερντογάν, ενώ φαίνεται διατεθειμένος να μικρύνει τη λίστα με τα προαπαιτούμενα του Κογκρέσου ώστε να πάρουν οι Τούρκοι τα F-16. Είναι τόσο σημαντικό το γεωπολιτικό στοίχημα του Μπάιντεν, ενόψει και των εκλογών, που σχεδόν αγνοεί τη σφοδρά αντι-ισραηλινή στάση της Αγκυρας.
Η αμερικανική κυβέρνηση, εν μέσω και της φωτιάς στη Μέση Ανατολή, θέλει να έρθει εγγύτερα με την Τουρκία. Και μπορεί η Ελλάδα να τηρεί πιστά τις συμμαχικές υποχρεώσεις της, αλλά θέλοντας ή μη, καθίσταται και αυτή μέρος της ριψοκίνδυνης άσκησης ισορροπίας που πραγματοποιούν οι Αμερικανοί στην Ανατολική Μεσόγειο προκειμένου να μείνουν κυρίαρχοι του παιχνιδιού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News