Μεταξύ της 5ης και της 12ης Δεκεμβρίου του 1941 ενδέχεται ο κόσμος να άλλαξε περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην Ιστορία, υποστηρίζει σε άρθρο του στους New York Times ο αμερικανός πανεπιστημιακός και ιστορικός Μπέντζαμιν Κάρτερ Χετ, συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Ο θάνατος της Δημοκρατίας» που κυκλοφόρησε πέρυσι και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα. Ομως σε τι ακριβώς αναφέρεται; Στην απόφαση που έλαβε εκείνες τις ημέρες ο Χίτλερ και του κόστισε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου του 1941, οι ναζιστικές δυνάμεις είχαν ήδη φτάσει κοντά στη Μόσχα και όλα έδειχναν ότι η πρωτεύουσα της ΕΣΣΔ επρόκειτο σύντομα να πέσει στα χέρια τους. Η Ιαπωνία πολεμούσε με την Κίνα, αλλά συνέχιζε να διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με άλλες παγκόσμιες δυνάμεις.
Την ίδια ώρα οι ΗΠΑ, παρά τον Νόμο Εκμισθώσεως και Δανεισμού (Lend – Lease Act) που παρείχε στον Φραγκλίνο Ρούζβλετ τη δυνατότητα παροχής απεριόριστης υλικής βοήθειας στη Βρετανία, το ενδεχόμενο άμεσης εμπλοκής της Αμερικής στον πόλεμο θεωρούνταν σχεδόν απίθανο. Ο Ουίνστoν Τσόρτσιλ είχε αρχίσει, μάλιστα, να πιστεύει ότι οι Αμερικανοί δεν επρόκειτο τελικά να τον συνδράμουν στα πεδία των μαχών, γνωρίζοντας κιόλας πολύ καλά πως «το να παρασυρθούν οι ΗΠΑ» στον πόλεμο, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, ήταν ο μοναδικός δρόμος της Βρετανίας προς τη νίκη εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας.
Ομως την 5η του μηνός, έχοντας ανασυντάξει τις δυνάμεις τους, οι Σοβιετικοί πέρασαν στην αντεπίθεση, η οποία μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετατράπηκε σε θανάσιμη απειλή για τα εξουθενωμένα γερμανικά στρατεύματα.
Αλλά ο βρετανός πρωθυπουργός παρέμενε ιδιαίτερα ανήσυχος, τόσο πολύ, που το απόγευμα της 7ης Δεκεμβρίου σχεδόν αγνόησε τις ειδήσεις για την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Αρχικά ο Τσόρτσιλ ανησυχούσε ιδιαίτερα ότι η Ιαπωνία θα επετίθετο κατά βρετανικών εδαφών στην Ασία, αναγκάζοντας τις δυνάμεις του να εμπλακούν σε νέα μέτωπα κατά ενός ισχυρού, ικανού και αποφασισμένου εχθρού, ενόσω οι ΗΠΑ θα παρέμεναν στο περιθώριο.
Μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, ο Oυίνστον Τσόρτσιλ ανησυχούσε ιδιαίτερα για την πιθανότητα να σταματήσουν οι ΗΠΑ να συνδράμουν ακόμη και υλικά τη Βρετανία, εστιάζοντας την προσοχή τoυς αποκλειστικά κατά της Ιαπωνίας και αφήνοντας τη Βρετανία ακόμη πιο εκτεθειμένη. Και πράγματι, κατά τις επόμενες τέσσερις ημέρες ήταν κάθε άλλο παρά σίγουρο πως ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ θα οδηγούσε την πατρίδα του σε πόλεμο κατά της Γερμανίας.
Αυτό συνέβη σχεδόν αποκλειστικά χάρη στον Χίτλερ, τουλάχιστον σύμφωνα με όλα όσα υποστηρίζουν στο νέο βιβλίο τους, «Hitler’s American Gamble» («Η αμερικανική ζαριά του Χίτλερ»), οι βρετανοί, επίσης πανεπιστημιακοί και ιστορικοί, Μπρένταμ Σιμς και Τσάρλι Λάντερμαν, που κυκλοφόρησε πρόσφατα και παρουσιάζει στο άρθρο του ο Μπέντζαμιν Κάρτερ Χετ.
Την 11η Δεκεμβρίου του 1941 ο Χίτλερ ανακοίνωσε στο Ράιχσταγκ την πρόθεσή του να κηρύξει τον πόλεμο και στις ΗΠΑ, εμπλέκοντας, έτσι, την πατρίδα του, η οποία ήδη βρισκόταν σε τέλμα στην ΕΣΣΔ, σε έναν πόλεμο στον οποίο δεν θα μπορούσε ποτέ να επικρατήσει.
Πώς ερμηνεύεται, όμως, αυτή η μοιραία, όπως αποδείχθηκε, απόφαση του ηγέτη της ναζιστικής Γερμανίας; Κάποιοι ιστορικοί απλώς αποδέχονται και υποστηρίζουν ότι ο Χίτλερ ήταν ένας παράφρων νιχιλιστής που επιδίωκε να επέλθει η ολική καταστροφή μια ώρα αρχύτερα. Υπάρχουν, ωστόσο, και εκείνοι που εντοπίζουν στοιχεία στρατηγικής σκέψης στην απόφασή του.
Οι συγγραφείς του «Αμερικανικής ζαριάς» ανήκουν στη δεύτερη ομάδα. Σύμφωνα με την αφήγησή τους, ο Χίτλερ γνώριζε πόσο ισχυρές ήταν οι ΗΠΑ και μάλιστα τις φθονούσε για τη δύναμή τους. Ηταν επίσης σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα θα εμπλέκονταν στον πόλεμο κατά της Γερμανίας, οπότε έδρασε προληπτικά, επιδιώκοντας να θέσει υπό τον έλεγχό του τεράστιες ποσότητες πετρελαίου και τροφίμων από την ΕΣΣΔ, ούτως ώστε να μπορέσουν οι δυνάμεις τους να διεξαγάγουν έναν μακροχρόνιο πόλεμο κατά των Βρετανών και των Αμερικανών.
Πολύ πιθανό θεωρούν επίσης οι δύο βρετανοί ιστορικοί το ενδεχόμενο να πίστευε ο Χίτλερ ότι οι Ιάπωνες θα μπορούσαν να κρατήσουν αρκετό καιρό τους Αμερικανούς απασχολημένους στον Ειρηνικό, επιτρέποντας στον ίδιο να πετύχει τον στόχο του στη Ρωσία. Για αυτόν τον λόγο επέλεξε να εκφράσει τη στήριξή του στο Τόκιο. Ωστόσο, επικαλούμενοι τον συμπατριώτη τους ιστορικό Αλαν Τζον Πέρσιβαλ Τέιλορ, αναφέρουν συνοπτικά ότι κηρύσσοντας τον πόλεμο στις ΗΠΑ, «ο Χίτλερ αυτοκτόνησε, από τον φόβο του να μην πεθάνει».
Στο βιβλίο τους οι Μπρένταμ Σιμς και Τσάρλι Λάντερμαν καταφέρνουν επίσης να αναδείξουν με εξαιρετικό τρόπο την ενδεχομενικότητα των γεγονότων, ακόμη και αυτών που καθόρισαν τον ρου της ιστορίας, καθώς επίσης και το ότι πολλές φορές, ακόμη και οι κορυφαίοι ηγέτες έχουν μια αβέβαιη αντίληψη όσον αφορά το τι πραγματικά συμβαίνει.
Κατά τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου του 1941, οι πιθανές εξελίξεις ήταν πάρα πολλές. Τι θα γινόταν εάν η Γαλλία του Βισί και η φασιστική Ιταλία ένωναν, τελικά, τις δυνάμεις τους, για τη δημιουργία ενός «Λατινικού Μετώπου», όπως σκέφτονταν τότε; Εάν η Ιαπωνία επέλεγε να επιτεθεί κατά της Βρετανίας στη Βρετανική Μαλάγια και στη Σιγκαπούρη, δίχως, ωστόσο, να στραφεί κατά των ΗΠΑ; Εάν ο Ρίχαρντ Ζόργκε, ο γερμανός κατάσκοπος του Στάλιν στο Τόκιο, δεν είχε ενημερώσει λεπτομερώς το Κρεμλίνο για τα ιαπωνικά σχέδια κατά των ΗΠΑ, επιτρέποντας έτσι στον σοβιετικό ηγέτη να αποσύρει είκοσι μεραρχίες από τα ανατολικά της ΕΣΣΔ και να τις αποστείλει στη Μόσχα ενόψει της αντεπίθεσης που επρόκειτο να εξαπολύσουν οι σοβιετικές δυνάμεις κατά των ναζιστών την 5η Δεκεμβρίου;
Επειτα από επτά ημέρες, την 12η Δεκεμβρίου, ο κόσμος ήταν εντελώς διαφορετικός. Ωστόσο, πολλοί παγκόσμιοι ηγέτες, ήταν, πλέον, σε θέση να προβλέψουν τις εξελίξεις. «Αισθάνομαι πως επέρχεται μια πραγματικά άθλια ήττα», είχε αναφέρει ο ιάπωνας πρώην πρωθυπουργός πρίγκιπας Κονόε. Τον Ιανουάριο του 1942, συνομιλώντας με τον ιάπωνα πρέσβη στη Γερμανία Χιρόσι Οσίμα, ο Χίτλερ είχε παραδεχτεί πως δεν ήταν ακόμη «σίγουρος» πώς θα κατάφερνε να νικήσει τις ΗΠΑ. «Η εμπλοκή των ΗΠΑ επανορθώνει τις ζημιές για όλους και με τον καιρό και με υπομονή θα επέλθει σίγουρη νίκη», είχε σημειώσει ο Τσόρτσιλ από την πλευρά του, συνομιλώντας με τον Αντονι Ιντεν, τον υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News