Το 2000, το 2004, το 2016 και το 2020, τα εκλογικά αποτελέσματα προέκυψαν από ανατροπή των δημοσκοπήσεων. Οι άλλες δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 21ου αιώνα –εκείνες που οδήγησαν σε νίκη του Μπαράκ Ομπάμα– μπορεί να μην κρίθηκαν ακριβώς στο «χιλιοστό», αλλά δεν εμφάνισαν και σπουδαίες διαφορές ανάμεσα στους δύο υποψηφίους. Οπως το θέτει ο Τζάναν Γκανές στους Financial Times, «φαίνεται ότι ένα κόμμα δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να υπερβεί το 53% των ψήφων ή για να πέσει κάτω από το 46%».
Ο Γκανές πιστεύει ότι «καμία άλλη μεγάλη δημοκρατία στον κόσμο δεν βρίσκεται σε τόσο σταθερό εκλογικό αδιέξοδο». Κι αυτό, επισημαίνει, δεν συνέβαινε στην Αμερική τον προηγούμενο αιώνα, είναι τωρινό φαινόμενο. Η μετάλλαξη των ΗΠΑ σε μια χώρα του 50-50 (ή, καλύτερα, σε μια χώρα του 30-30-40, καθώς τέσσερις στους 10 ψηφοφόρους συχνά απέχουν) είναι μια πολιτειακή καταστροφή.
Το βασικό πρόβλημα στην καρδιά αυτής της εξέλιξης είναι, φυσικά, η κομματική πόλωση. Οπου παρατηρείται αυτή σε τέτοιον ακραίο βαθμό, σημαίνει ότι έχουν εκλείψει τα κίνητρα για μετριοπάθεια. Οι Ρεπουμπλικάνοι ξέρουν ότι θα διεκδικήσουν εγγυημένα την προεδρία σε κάθε εκλογική αναμέτρηση ακόμη κι αν κατεβάσουν ως υποψήφιο έναν καταδικασμένο εγκληματία. Συνεπώς δεν έχουν κανέναν λόγο να μην το κάνουν. Ενα από τα δύο μεγάλα κόμματα στην Αμερική του 21ου αιώνα δεν θα μένει ποτέ πραγματικά εκτός εξουσίας. Ακόμη κι αν χάσει τις εκλογές, θα έχει μεγάλη δύναμη στο Κογκρέσο, 20 και πλέον κυβερνήτες και μια καλή ευκαιρία να μπει στο Λευκό Οίκο την επόμενη φορά, σχεδόν ανεξάρτητα από τον υποψήφιο του.
Σε όλα αυτά, προστίθεται το τεράστιο και εξαιρετικά προσοδοφόρο οικοσύστημα των ΜΜΕ, το οποίο προσφέρει στους πολιτικούς μια υπέροχη ζωή αν μείνουν εκτός αξιώματος. Κι εκείνοι το ξέρουν, οπότε δεν τους απασχολεί πολύ το ζήτημα της γενικής συμπεριφοράς τους. Εν ολίγοις, κανείς, ποτέ δεν μένει εντελώς εκτός.
Είναι όλοι τα ίδια;
Μια από τις θεωρίες για την πολιτική διχοτόμηση της Αμερικής είναι το γνωστό «όλοι ίδιοι είναι», γράφουν οι FΤ. Η αντίληψη ότι υπάρχει πολύ μικρή διαφορά πολιτικής μεταξύ των δύο πλευρών. Γεγονός που απέχει πολύ από την πραγματικότητα: Τα δύο μεγάλα κόμματα διαφωνούν για τις αμβλώσεις, την εξωτερική πολιτική, ακόμη και για το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020. Υπήρχε, στην πραγματικότητα, πολύ μεγαλύτερη σύγκλιση απόψεων και πολιτικών στο παρελθόν, τόσο για την κεϋνσιανή προσέγγιση στην οικονομία, όσο και για τον περιορισμό της σοβιετικής απειλής.
Ο Γκανές θεωρεί ότι ειναι ζήτημα πολιτικού πολιτισμού και όχι της ίδιας της πολιτικής. Καθώς η θρησκεία και ο θεσμός της πυρηνικής οικογένειας ξεθώριασαν, οι άνθρωποι στράφηκαν στην πολιτική ως μια μορφή συμμετοχής στην κοινότητα. Η Κόκκινη (Ρεπουμπλικανική) και η Μπλε (Δημοκρατική) Αμερική είναι αυτό που η πολιτική επιστήμονας Λιλιάνα Μέισον αποκαλεί «μεγα-ταυτότητες» και καθεμία αποκαλύπτει όχι μόνο τη στάση του κάθε ατόμου, αλλά και τη γεωγραφική θέση, ακόμη και τον τρόπο ντυσίματος και ομιλίας του. Μια ταυτότητα λειτουργεί καλύτερα όταν έχει έναν ισότιμο και αντίθετο αντίπαλο. «Οι Μοντέγοι χρειάζονται τους Καπουλέτους τους», γράφουν οι FT. Δεν θα είχε νόημα να είσαι Κόκκινος αν δεν κέρδιζαν ποτέ οι Μπλε. Και έτσι, το κοινό ασυνείδητα καταλήγει να χωρίζεται λίγο πολύ ομοιόμορφα στα μεγάλα ζητήματα.
Από το 1940 έως το 2000 ένα σταθερό 70% των Αμερικανών ανήκε σε κάποια Εκκλησία. Από το γύρισμα της χιλιετίας, αυτό το ποσοστό άρχισε να καταρρέει και πλέον είναι λιγότερο από το μισό. Η εμφάνιση του έθνους των 50-50 ακολούθησε αυτή την τάση εκκοσμίκευσης, σαν τα κόμματα να ήταν το νέο «ποίμνιο». Αυτό, όμως, δεν είναι παρά μια χαλαρή θεωρία. Ο πολιτικός διχασμός των ΗΠΑ είναι ένα από τα μυστήρια του αιώνα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι έχει αποσταθεροποιήσει την τέως υπερδύναμη.
«Ο ανταγωνισμός είναι για τους ηττοπαθείς», είπε κάποτε ο δισεκατομμυριούχος της τεχνολογίας Πίτερ Τίελ. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, εάν μια επιχείρηση έχει δεσπόζουσα θέση σε μια αγορά, αυτό είναι καλό για την επιχείρηση, η οποία έχει υπερφυσικά κέρδη, αλλά και για την κοινωνία, καθώς μόνο τα μονοπώλια και τα ολιγοπώλια μπορούν να αντέξουν οικονομικά τους τεράστιους προϋπολογισμούς έρευνας που ωθούν την καινοτομία. Εάν οι ΗΠΑ έχουν γίνει ο τεχνολογικός ηγέτης στον κόσμο, αυτό δεν έγινε μέσα από σκληρά ανταγωνιστικές αγορές όπου χιλιάδες συμμετέχοντες κέρδιζαν τα προς το ζην. Εγινε κυρίως μέσω της συγκέντρωσης και του γιγαντισμού.
Παραμένει ένα ερώτημα, αν ισχύει κάτι παρόμοιο για την πολιτική: Αν μια κοινωνία είναι πιο υγιής όταν ένα κόμμα έχει, αν όχι μονοπώλιο, πάντως ηγεμονία. Η σταθεροποίηση της Δύσης μετά το 1945 είναι μια ιστορία κυρίαρχων κομμάτων, όπως των Συντηρητικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, των Χριστιανοδημοκρατών στη Γερμανία, της Δεξιάς στη Γαλλία και σε κάποιο βαθμό των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, που διοικούσαν το Κογκρέσο για μεγάλο μέρος του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ο φυγοκεντρισμός «άδειασε» το Κέντρο. «Ο ανταγωνισμός μεταξύ ίσων είναι όμορφος στη θεωρία. Στην πράξη, όμως;», αναρωτιούνται οι FT.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι Δημοκρατικοί θα μπορούσαν πράγματι να είχαν προτείνει έναν καλύτερο υποψήφιο από την Χάρις, όπως τον Γκάβιν Νιούσομ, ή την Γκρέιτσεν Γουίτμερ. Αλλά το πρόσφατο μοτίβο υποδηλώνει ότι η Αμερική θα συνέχιζε έτσι κι αλλιώς να πορεύεται προς την 5η Νοεμβρίου χωρίς να έχει καμία αίσθηση του ποιος θα κερδίσει τις εκλογές.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News