Τα τελευταία χρόνια, η ρωσική παραστρατιωτική ομάδα Βάγκνερ –ευρέως γνωστή πια από τις πάσης φύσεως επιχειρήσεις της στην Ουκρανία– έχει δημιουργήσει στενούς δεσμούς με τις στρατιωτικές δυνάμεις του Σουδάν και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί αυτές τις διασυνδέσεις για να προωθήσει τα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα της Μόσχας, συμπεριλαμβανομένων αδειών εξόρυξης χρυσού και συμφωνιών όπλων.
Στο Σουδάν, η Βάγκνερ παρείχε εξοπλισμό και εκπαίδευση στις δυνάμεις ασφαλείας, συμβούλευε τους ηγέτες και διεξήγε επιχειρήσεις πληροφοριών, σύμφωνα με έγγραφο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που βρέθηκε στα χέρια της Washington Post.
Ομως το ξέσπασμα και η η κλιμάκωση της βίας το Πάσχα μεταξύ δυνάμεων αντιπάλων στρατηγών, ή οποία έχει ως συνέπεια τον θάνατο τουλάχιστον 400 ανθρώπων έως τώρα, έφερε τη Μόσχα και τους μισθοφόρους της προ ενός πιεστικού διλήμματος: έχουν πολλά να χάσουν αν υποστηρίξουν τη λάθος πλευρά.
Ακόμη κι αν βγουν εντελώς από τη σύγκρουση, η κατάρρευση του Σουδάν θα ήταν ένα σημαντικό πρόβλημα για αυτούς. Διακυβεύεται μια συμμαχία μεταξύ δύο χωρών που βρίσκονται σε σύγκρουση με τη Δύση, μια συμφωνία η οποία όχι μόνο έχει αποφέρει χρυσές επιχειρηματικές συμφωνίες, αλλά και την προοπτική μιας στρατηγικής ρωσικής ναυτικής βάσης στην Ερυθρά Θάλασσα, στο Πορτ Σουδάν. Κατά τη διάρκεια επίσκεψης στο Χαρτούμ τον Φεβρουάριο, ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, συζήτησε το θέμα της βάσης με τους ηγέτες του Σουδάν, με στόχο την ολοκλήρωσή της μέχρι το τέλος του 2023, σύμφωνα με τα έγγραφα των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ που διέρευσαν στο Discord.
Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η Βάγκνερ εμπλέκεται άμεσα στις μάχες. Ωστόσο, αρκετές πηγές λένε ότι μια λιβυκή ομάδα πολιτοφυλακής που έχει στενούς δεσμούς με την Βάγκνερ έστειλε προμήθειες στον στρατηγό Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκάλο –ευρέως γνωστό με το προσωνύμιο «Χεμέντι»– ο οποίος ηγείται των βαριά οπλισμένων παραστρατιωτικών Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης ή RSF. Οι RSF αρνήθηκαν ότι έχουν δεσμούς με την Βάγκνερ σε ένα tweet το Σάββατο.
Τις τελευταίες ημέρες, οι RSF του Χαμέντι έχουν λάβει τουλάχιστον 30 βυτιοφόρα με καύσιμα και τουλάχιστον ένα φορτίο στρατιωτικών προμηθειών από έναν από τους γιους του λίβυου πολέμαρχου Καλίφα Χαφτάρ, σύμφωνα με λίβυους αξιωματούχους. Οι δυνάμεις του Χαφτά αρνήθηκαν ότι έκαναν αυτές τις αποστολές.
Αν οι στρατιωτικές προμήθειες πήγαιναν στις RSF, η Βάγκνερ θα το ήξερε, γιατί ο Χαφτάρ βασίζεται στο προσωπικό της Βάγκνερ για τον έλεγχο του εξοπλισμού και των πυρομαχικών του, είπε ο Ανας Ελ Γκομάτι, επικεφαλής του λιβυκού think tank Sadeq Institute.
Τόσο οι RSF όσο και η Βάγκνερ έχουν μακρά σχέση με την πολιτοφυλακή του Χαφτάρ, είπε ο Γκομάτι. Ο Χαμέντι έχει στείλει παλιότερα τις δυνάμεις του στη Λιβύη για να πολεμήσει για λογαριασμό του Χαφτάρ, μαζί με μισθοφόρους της Βάγκνερ. Και το 2021 και το 2022, το προσωπικό της Βάγκνερ που εδρεύει στο λιβυκό τμήμα που ελέγχεται από τον Χαφτάρ πραγματοποίησε κοινή εκπαίδευση με πραγματικά πυρομαχικά με τις RSF. Η Βάγκνερ χρησιμοποιεί τους δεσμούς της με τις RSF για να διασφαλίσει ανοιχτή δίοδο ανεφοδιασμού μέσω του Σουδάν, που συνδέει τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη με τα πεδία μάχης της Αφρικής, στο Μάλι και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Τώρα, όμως η παροχή υποστήριξης στις RSF θα μπορούσε να έχει υψηλό τίμημα τόσο για τη Ρωσία όσο και για τον Χαφτάρ.
Στην ηγεσία του Λιβυκού Εθνικού Στρατού του Χαφτάρ υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία ότι μια τέτοια υποστήριξη θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις της χώρας με την Αίγυπτο, μακροχρόνιο υποστηρικτή τόσο του Χαφτάρ όσο και του σουδανού στρατηγού και ντε φάκτο προέδρου της χώρας Μπουρχάν. Την Πέμπτη, ο Χαφτάρ μίλησε τηλεφωνικά με έναν στρατηγό της αιγυπτιακής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών και δεσμεύτηκε ότι η υποστήριξη προς τις RSF θα σταματήσει αμέσως, είπε ένας λίβυος αξιωματούχος.
Η Ρωσία έχει επίσης πολλά να χάσει εάν βοηθήσει τη λάθος πλευρά, σύμφωνα με δυτικό διπλωμάτη. Αυτή τη στιγμή, οι RSF φαίνεται να είναι πιο αδύναμες από τον κυβερνητικό στρατό, ο οποίος διαθέτει αεροπορική ισχύ που λείπει από τις δυνάμεις του Χαμέντι.
Ο ιδρυτής της Βάγκνερ, ο ρώσος ολιγάρχης Γιεβγκένι Πριγκόζιν, είπε σε δήλωση που αναρτήθηκε στο Telegram ότι η Βάγκνερ δεν έχει παρουσία στο Σουδάν επί δύο χρόνια και ότι δεν είχε καμία επαφή με κανέναν από τους δύο αντιμαχόμενους ηγέτες «για μεγάλο χρονικό διάστημα». Ο Πριγκόζιν προσφέρθηκε επίσης να μεσολαβήσει στη σουδανική κρίση, λέγοντας ότι έχει μακροχρόνιους δεσμούς με τη χώρα και επικοινωνεί με όλους τους φορείς λήψης αποφάσεων.
«Είμαι πάντα έτοιμος να βοηθήσω το Σουδάν», έγραψε σε επιστολή που δημοσιεύτηκε στο Telegram. «Ο ΟΗΕ και πολλοί άλλοι θέλουν σουδανικό αίμα και εγώ θέλω ειρήνη για τον σουδανικό λαό. Αυτό που συμβαίνει τώρα στο Σουδάν δεν είναι αυτό για το οποίο εκπαιδεύσαμε τους Σουδανούς να κρατούν όπλα. Τους εκπαιδεύσαμε για να υπερασπιστούν τα σύνορά τους».
Οι άντρες της Βάγκνερ είναι παρόντες στο Σουδάν από το 2017, σύμφωνα με τον Σουλιμάν Μπάλντο, ιδρυτή του οργανισμου Sudan Transparency and Policy Tracker. Η ομάδα είχε αρχικά έρθει για να παράσχει στρατιωτική εκπαίδευση και ασχολήθηκε τόσο με τον στρατό όσο και με τις RSF, είπε ο ίδιος.
Σύντομα, μια σουδανική εταιρεία συνδεδεμένη με τον Πριγκόζιν πήρε άδειες εξόρυξης χρυσού και κυβερνητική έγκριση για μια εγκατάσταση επεξεργασίας χρυσού στο κεντρικό Σουδάν όπου οι δυνάμεις του Χαμέντι της παρείχαν προστασία. Το 2020, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις σε δύο εταιρείες που εδρεύουν στο Σουδάν, την M Invest και τη θυγατρική της Meroe Gold, η οποία διαχειριζόταν την εγκατάσταση επεξεργασίας χρυσού, λέγοντας ότι οι εταιρείες βοήθησαν τον Πριγκόζιν «να αποφύγει τις κυρώσεις και να πραγματοποιήσει συναλλαγές σε δολάρια ΗΠΑ παρά τον αποκλεισμό από το οικονομικό σύστημα των ΗΠΑ».
Ο Πριγκόζιν απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι η Βάγκνερ επωφελείται από τον χρυσό στο Σουδάν ως ανοησίες, λέγοντας ότι «δεν υπάρχει βιομηχανικού ενδιαφέροντος χρυσός στο Σουδάν» και δεν υπάρχουν μεγάλα κέρδη.
Ο Χεμέντι καλλιέργησε περαιτέρω τη σχέση του με τη Ρωσία. Επισκέφτηκε τη Μόσχα την παραμονή της εισβολής στην Ουκρανία και στη συνέχεια προώθησε τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών και ιδιαίτερα τη δημιουργία της ρωσικής ναυτικής βάσης στο Πορτ Σουδάν. Η βάση επρόκειτο να στεγάσει 300 άτομα και θα φιλοξενούσε τέσσερα πλοία του ρωσικού πολεμικού ναυτικού, συμπεριλαμβανομένων πυρηνοκίνητων σκαφών, ανέφερε το Associated Press. Σε αντάλλαγμα, η Ρωσία θα προμήθευε στο Σουδάν όπλα και άλλο στρατιωτικό εξοπλισμό.
Ο Μπουρχάν και ο Χεμέντι συζήτησαν το θέμα της βάσης με τον Λαβρόφ τον Φεβρουάριο κατά την επίσκεψή του στο Χαρτούμ. Το Πορτ Σουδάν βρίσκεται πλέον στα χέρια του κυβερνητικού στρατού, υπό τον Μπουρχάν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News