«Η ειρήνη δεν θα οικοδομηθεί στην ταπείνωση της Ρωσίας», δήλωσε τη Δευτέρα από το Στρασβούργο ο Εμανουέλ Μακρόν. Υποστηρίζοντας πως για να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν πρέπει οι όροι και οι συνθήκες να ταπεινώνουν τη Μόσχα, ο πρόεδρος της Γαλλίας απηύθυνε εμμέσως μία έκκληση ρεαλιστική και συνάμα επίκαιρη: Περισσότερη ευρωπαϊκή αυτονομία στην Ουκρανία και καθορισμό μιας στρατηγικής με στόχο τον τερματισμό του πολέμου το ταχύτερο δυνατό. Δίχως, όμως, να επιδιώκεται να κατατροπωθεί ο Πούτιν ως ηγέτης της Ρωσίας και η Ρωσία ως υπερδύναμη, όπως φαίνεται ότι επιθυμούν Αμερικανοί και Βρετανοί. Στην παρούσα φάση είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει κατανοητό καταρχάς ότι «το καλύτερο που μπορεί» δεν είναι το ίδιο για όλους όσοι ανήκουν στο δυτικό στρατόπεδο, δηλαδή την Ουκρανία, τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Οσον αφορά τις προθέσεις του θύτη – σχετικά με την ομιλία του για την Ημέρα της Νίκης – ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχε τρεις επιλογές:
Πρώτον, να ανακοινώσει τον περιορισμό της έκτασης της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», αντιλαμβανόμενος το τεράστιο κόστος αλλά και την απόσταση που τον χωρίζει από τους όποιους στόχους του.
Δεύτερον, να εγκωμιάσει τον ρωσικό στρατό και τη Ρωσία και να κατηγορήσει τη Δύση, δίχως, όμως, να ανακοινώσει σημαντικές αλλαγές όσον αφορά την εξέλιξη του πολέμου.
Τρίτον, να μετατρέψει την εισβολή σε ολοκληρωτικό πόλεμο, κηρύσσοντας γενική επιστράτευση και απειλώντας εκ νέου τη Δύση με το πυρηνικό του οπλοστάσιο. Τελικά ο ρώσος πρόεδρος επέλεξε να μιλήσει για τη Ρωσία και τους στρατιώτες της, για την πατρίδα και τον πόλεμο, για τη νίκη και τη μνήμη, γενικά και αόριστα όμως, δίχως να ανακοινώσει νέους στόχους ή να απειλήσει.
«Ισως η πραγματική είδηση να είναι αυτή: ο Πούτιν μίλησε σε χαμηλό τόνο, σχεδόν αμυντικό. Ωσάν να θέλει και αυτός να μπει ένα τέλος. Αλλά αυτή είναι μόνο μία δική μας εντύπωση, η δική μας ελπίδα», έγραψε ο Μάρκο Ιμαρίζιο της Corriere della Sera στην ανταπόκριση του από τη Mόσχα, σχολιάζοντας τα λεγόμενα του Πούτιν. Ενδέχεται, όμως, την ίδια εντύπωση να αποκόμισε και ο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος, αμέσως μετά τον ρώσο ομόλογό του, μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, επισήμανε εκ νέου την ανάγκη διαλόγου με τη Μόσχα.
Η αντιναζιστική ρητορική
Κάπως λιγότερο αισιόδοξος είναι ο Γκίντεον Ράχμαν. Ο κορυφαίος σχολιαστής των Financial Times ανησυχεί για την «αντιναζιστική» ρητορική που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τις απόψεις των κύριων πρωταγωνιστών του πολέμου. Ο Πούτιν συνεχίζει να επικαλείται το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμανίας τον οποίο κέρδισαν οι Σοβιετικοί για να δικαιολογήσει την επιθετικότητά του, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι από την πλευρά του κατηγορεί τον ρώσο πρόεδρο ότι είναι αυτός ο Χίτλερ του 21ου αιώνα ενώ ο Τζο Μπάιντεν υπέγραψε νόμο που ενεργοποιεί μέτρο της εποχής του Ρούζβελτ και του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου για να επιταχυνθούν οι παραδόσεις εξοπλισμού στην Ουκρανία.
«Υφίσταται ένας προφανής κίνδυνος σε μια κατάσταση στην οποία και οι δύο πλευρές έχουν πειστεί – σε κάποιο βαθμό – ότι πολεμούν τους ναζιστές. Καθιστά ιδιαίτερα δύσκολο τον συμβιβασμό ή την ειρηνική διευθέτηση. Στον Χίτλερ δεν δόθηκε διέξοδος», υπενθυμίζει στο άρθρο του.
Ο Ράχμαν θεωρεί πως η εν λόγω αντιναζιστική ρητορική καταδεικνύει ότι όλες οι πλευρές έχουν αποδεχτεί πως μια «ολική νίκη» είναι αδύνατη. «Το Κρεμλίνο έχει ήδη τροποποιήσει τους στόχους του στο πλαίσιο του πολέμου. Ο αρχικός στόχος της κατάληψης του Κιέβου και του αποκεφαλισμού της ουκρανικής κυβέρνησης αναγκαστικά εγκαταλείφθηκε — ή, τουλάχιστον, αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Η Ρωσία δυσκολεύεται να επιτύχει και τους αναθεωρημένους στόχους της όσον αφορά την κατοχή του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ».
Αλλά την ώρα που η Ρωσία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα «υπάρχει ένας ολοένα πιο έντονος πειρασμός στη δυτική συμμαχία να υιοθετηθούν πιο επεκτατικοί στόχοι». Επίσημα οι ΗΠΑ εξακολουθούν να δηλώνουν πως μοναδικός τους στόχος είναι να συνδράμουν τους Ουκρανούς στην προσπάθεια τους να αντισταθούν στους ρώσους εισβολείς, ούτως ώστε να συνεχίσει να υπάρχει η πατρίδα τους ως ανεξάρτητο κράτος.
Ωστόσο «υπάρχουν επιδραστικές φωνές στην Ουάσιγκτον, στο Λονδίνο και σε άλλες πρωτεύουσες, όπως η Βαρσοβία, που διακρίνουν τώρα την ευκαιρία να “διώξουν τη Ρωσία από διεθνή σκηνή”», ή, έστω, να την «αποδυναμώσουν» ανεπανόρθωτα, σύμφωνα με τις δηλώσεις του υπουργού Αμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Οστιν.
«Σοβαρός κίνδυνος»
Η μόνιμη αποδυνάμωση της Ρωσίας θα αποτελούσε αναμφίβολα μια μεγάλη γεωπολιτική νίκη για τη Δύση. «Αλλά η απροκάλυπτη υιοθέτηση μιας πολιτικής που αποσκοπεί στην αποδυνάμωση της Ρωσίας εμπεριέχει επίσης σοβαρούς κινδύνους», προειδοποιεί ο Ράχμαν. Καταρχάς τον «κίνδυνο κλιμάκωσης (και πυρηνικής)» του πολέμου αλλά και τον «κίνδυνο επιβεβαίωσης του αφηγήματος του Κρεμλίνου» σύμφωνα με το οποίο πραγματική αιτία του πολέμου δεν είναι η επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας αλλά η εχθρότητα του ΝΑΤΟ για τη Ρωσία. «Αυτό, με τη σειρά του, ενδέχεται να περιορίσει τη διεθνή στήριξη των αμερικανικών προσπαθειών για την απομόνωση της Ρωσίας», σημειώνει ο αρθρογράφος των Financial Τimes.
Ομως την ώρα που ο Λευκός Οίκος δυσκολεύεται να επιβάλει και διατηρήσει πειθαρχία όσον αφορά το μήνυμα της δυτικής συμμαχίας προς τη Ρωσία, η Ευρώπη κινείται αποφασιστικά προς αυτήν την κατεύθυνση, υποστηρίζει σε ανάλυσή του ο Τζιανλούκα Μερκούρι της Corriere della Sera. Τόσο η Γαλλία, με τρόπο ρητό, όσο και η Γερμανία, ενδεχομένως πιο διστακτικά μην τυχόν κατηγορηθεί ότι στηρίζει τον εχθρό, αλλά και η Ιταλία μεταδίδουν σε γενικές γραμμές το ίδιο μήνυμα.
Εστιάζοντας στην ιταλική πραγματικότητα ο ιταλός δημοσιογράφος εξηγεί πως «ο Μάριο Ντράγκι έχει μια διττή στρατηγική: αφενός, από τότε που ηγείται της κυβέρνησης, και πολύ περισσότερο αυτούς τους δυόμισι μήνες, αισθάνθηκε την ανάγκη να επιβεβαιώσει ξεκάθαρα το ότι η Ιταλία ανήκει στο δυτικό στρατόπεδο. Αφετέρου, όμως, ο ιταλός πρωθυπουργός δείχνει να συμφωνεί με τον Μακρόν, όταν δηλώνει πως “πρέπει να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να συνδράμουμε στην επίτευξη μιας εκεχειρίας το ταχύτερο δυνατό και για να δώσουμε νέα ώθηση στις ειρηνευτικές συνομιλίες”».
Ο ρόλος της ΕΕ
Το τελευταίο διάστημα ολοένα περισσότεροι αναλυτές και αρθρογράφοι κορυφαίων ευρωπαϊκών ΜΜΕ εστιάζουν στην προσοχή τους στον ιδιαίτερο ρόλο που καλείται να διαδραματίσει η Ευρώπη στο πλαίσιο αυτής της πρωτοφανούς κρίσης, στη δυσκολία αλλά και στην ανάγκη να συνδυάσει τις αξίες της και τα συμφέροντά της, τα οποία καλώς ή κακώς δεν συμπίπτουν απόλυτα με τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή της Βρετανίας.
Αυτό σημαίνει πως όχι μόνον μπορεί αλλά επιβάλλεται η Ευρώπη να συνεχίσει να υποστηρίζει τους Ουκρανούς, καταβάλλοντας, συγχρόνως, κάθε προσπάθεια με στόχο την κατάπαυση του πυρός, δεδομένου ότι ένας μακρύς πόλεμος δεν θα αποδυναμώσει μόνον τη Ρωσία, θα αιματοκυλίσει επίσης την Ουκρανία αλλά και θα πλήξει, οικονομικά και κοινωνικά, τους Ευρωπαίους, περισσότερο από τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς.
«Τι θέλει η Δύση στην Ουκρανία;», διερωτήθηκε πρόσφατα και κάθε άλλο παρά τυχαία και ο Ρίτσαρντ Χάας στο Foreign Affairs σε μια από τις πιο διαυγείς αναλύσεις αυτών των δυόμισι μηνών που μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία. «Παραδόξως», γράφει ο αμερικανός πρώην διπλωμάτης, «έως τώρα οι στόχοι της Δύσης στην Ουκρανία ήταν πολύ λιγότερο ξεκάθαροι» σε σχέση με τους στόχους της Ρωσίας.
Εκεχειρία αλλά με ποιους όρους;
Θεωρητικά η Δύση επιδιώκει τον τερματισμό, το ταχύτερο, του πολέμου «με όρους που η δημοκρατική κυβέρνηση της Ουκρανίας είναι διατεθειμένη να αποδεχτεί. Αλλά ποιοι είναι αυτοί οι όροι; Θα επιδιώξει ανακτήσει όλα τα εδάφη που απώλεσε τους προηγούμενους δύο μήνες; Θα απαιτήσει την ολική αποχώρηση των Ρώσων από το Ντονμπάς και την Κριμαία; Θα διεκδικήσει το δικαίωμα να ενταχθεί στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ; Θα επιμείνει να διατυπωθούν όλα αυτά σε ένα επίσημο έγγραφο που θα υπογραφεί από τη Ρωσία;», διερωτάται ο Χάας, επισημαίνοντας πως για όλα αυτά τα ζητήματα πρέπει άμεσα να διαβουλευτούν οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και, φυσικά, η Ουκρανία, ανεξάρτητα από το πώς διαμορφώνεται η κατάσταση στα πεδία των μαχών.
«Οι δυτικοί στόχοι αναπόφευκτα θα επηρεαστούν από ό,τι συμβαίνει στο πεδίο, αλλά αυτό που συμβαίνει στο πεδίο δεν πρέπει να καθορίζει αυτούς τους στόχους. Αντιθέτως, οι πολιτικοί στόχοι πρέπει να επηρεάζουν το επιδιωκόμενο επί του πεδίου. Σίγουρα οι Ουκρανοί έχουν κάθε δικαίωμα να ορίζουν τους στόχους τους στο πλαίσιο του πολέμου. Αλλά το ίδιο δικαίωμα έχουν και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη. Παρότι τα δυτικά συμφέροντα συμπίπτουν έως έναν βαθμό με τα συμφέροντα της Ουκρανίας, είναι ευρύτερα, περιλαμβανομένης της πυρηνικής σταθερότητας με τη Ρωσία και της ικανότητας επηρεασμού της πορείας των πυρηνικών προγραμμάτων του Ιράν και της Βόρειας Κορέας», εξηγεί ο πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (Council for Foreign Relations – CFR). Για αυτό πρέπει άμεσα να καθοριστούν οι στόχοι της δυτικής συμμαχίας. Διαφορετικά ενδέχεται να επέλθει η διχόνοια, όχι μόνο μεταξύ της Δύσης και της Ουκρανίας, αλλά ακόμη και εντός του ΝΑΤΟ, προειδοποιεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News