823
| ERT / ΑΠΕ / CreativeProtagon

Η πρώτη φορά που είδαμε τον Γκάλη

Sportscaster Sportscaster 2 Δεκεμβρίου 2024, 18:31
|ERT / ΑΠΕ / CreativeProtagon

Η πρώτη φορά που είδαμε τον Γκάλη

Sportscaster Sportscaster 2 Δεκεμβρίου 2024, 18:31

Είχε φτάσει στην Ελλάδα ενάμισι μήνα πριν, όμως η γραφειοκρατία τον είχε κρατήσει μακριά από τα γήπεδα. Στις 2 Δεκεμβρίου 1979 ήρθε, επιτέλους, η στιγμή που οι οπαδοί του Αρη περίμεναν με ανυπομονησία. Ο Νίκος Γκάλης – Γεωργαλής (έτσι γράφτηκε στο φύλλο αγώνα) εμφανίστηκε στο παρκέ του «Παλέ ντε Σπορ» για να πραγματοποιήσει το ντεμπούτο της ελληνικής του καριέρας. Ηταν 22 ετών.

Είχαν ακούσει πολλά για τα κατορθώματά του στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού. Είχαν μάθει για τις αγωνιώδεις προσπάθειες των δύο «μεγάλων» της Αθήνας, του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, να τον κάνουν δικό τους, γεγονός που έκανε το νέο τους απόκτημα να φαντάζει ακόμη πιο πολύτιμο. Γνώριζαν, επίσης, ότι το ποσό (1.400.000 δραχμές) που τον έφερε στη Θεσσαλονίκη ήταν τεράστιο για εκείνη την εποχή του ερασιτεχνικού μπάσκετ, το οποίο έγινε επαγγελματικό πολλά χρόνια αργότερα (1992). Είχε υπογράψει συμβόλαιο για 25.000 δολάρια, σπίτι, αυτοκίνητο και ένα γεύμα κάθε μέρα. Ποιος ξέρει, τι περίμεναν να δουν… Το βέβαιο είναι ότι απογοητεύτηκαν από την πρώτη τους γνωριμία με τον «Αμερικάνο». Που, όμως, δεν άργησε να γίνει ο λατρεμένος τους «γκάνγκστερ».

Μπήκε στο παρκέ με το Νο 7 στη φανέλα (το «6» το φόρεσε αργότερα). Πέτυχε το καλάθι που άνοιξε το σκορ της αναμέτρησης με τον Ηρακλή, κι άλλους 28 στη συνέχεια. Αλλά ο νεαρός με την αφάνα και το ανέκφραστο πρόσωπο ήταν πιο κοντός (1,83) από ό,τι περίμεναν. Δεν έδινε την μπάλα σε συμπαίκτη του… ούτε με αίτηση. Αστόχησε σε αρκετά σουτ. Και στο τέλος, ο Αρης νίκησε (79-78) «με την ψυχή στο στόμα».

Την επόμενη μέρα, 3 Δεκεμβρίου 1979, τα σχόλια των εφημερίδων δεν ήταν κολακευτικά για τον σούτινγκ-γκαρντ που είχε έρθει από τις ΗΠΑ έχοντας ολοκληρώσει μια καταπληκτική χρονιά στο κολεγιακό πρωτάθλημα με τη φανέλα του πανεπιστημίου Σίτον Χόλ, όπου σπούδαζε (ήταν ο τρίτος καλύτερος σκόρερ του NCAA, πίσω από τον θρυλικό Λάρι Μπερντ που τότε αγωνιζόταν με το Σίκαμορ της Ιντιάνα). «Από τον Αρη ουδείς διεκρίθη. Ο Γκάλης έπαιξε πολύ ατομικά και έκανε άφθονα άστοχα σουτ», έγραψε μια αθλητική εφημερίδα. «Ο Αρης ήταν μέτριος, αν και είχε στη σύνθεσή του, τον πολυζητημένο Γκάλλη (τον πρώτο καιρό πολλοί τον έγραφαν με δύο λάμδα),

ο οποίος στη προσπάθειά του να δικαιολογήσει τα χρήματα που διετέθησαν για την απόκτησή του, μονοπώλησε τις επιθετικές ενέργειες των ‘’κιτρίνων’’ και έκανε πολλά και σοβαρά λάθη», ανέφερε μια άλλη, της Θεσσαλονίκης.

Ο αρχηγός του Αρη, Βαγγέλης Αλεξανδρής, που είχε κατακτήσει τον τίτλο εκείνη τη χρονιά, αποκάλυψε πολλά χρόνια αργότερα ότι ο Γκάλης… δεν του είχε γεμίσει το μάτι. Ούτε με τη σωματοδομή του, όταν τον είδε για πρώτη φορά στο αεροδρόμιο, όπου πήγε να τον υποδεχθεί, ούτε με το παιχνίδι του. Και τον είχε θορυβήσει πολύ το γεγονός ότι δεν έδινε πάσα «με τίποτα».

Ο Τύπος της εποχής είχε αποκαλύψει και ένα παρασκήνιο. Επειτα από εκείνο το παρθενικό παιχνίδι του Γκάλη στην Ελλάδα, έξι συμπαίκτες του (Παπαγεωργίου, Παραμανίδης, Σκόνδρας, Καλαντίδης, Ανανιάδης, Βαμβακούδης) παραπονέθηκαν στον αρχηγό της ομάδας ότι ο Γκάλης τους αγνόησε προκλητικά σε όλη τη διάρκεια του ματς, και του ζήτησαν να του μιλήσει. Ο Αλεξανδρής πρόλαβε να πει μόνο πέντε λέξεις – τον πρόλογο: «Εχασες πολλά σουτ σήμερα, Νίκο…». Προτού προλάβει να περάσει στο κυρίως θέμα (ότι θα ‘πρεπε να είναι πιο ομαδικός), ο κορυφαίος μπασκετμπολίστας που έπαιξε ποτέ στο ελληνικό πρωτάθλημα τον διέκοψε με μια ερώτηση: «Πιστεύεις ότι θα τα ξαναχάσω;».

Σε εκείνη την πρώτη του σεζόν στην Ελλάδα (1979-1980) ο Γκάλης τερμάτισε τρίτος στον πίνακα των σκόρερ. Την επόμενη (1980-1981) κατέγραψε μέσο όρο 44 πόντους. Και τα 11 επόμενα χρόνια ήταν πάντα πρώτος. Το 1983 στέφθηκε πρωταθλητής για πρώτη φορά, με προπονητή τον Γιάννη Ιωαννίδη. Το καλοκαίρι του 1984 πήρε μεταγραφή στον Αρη, από τον Ιωνικό Νικαίας, ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Θεμελίωσαν μαζί την «αυτοκρατορία» που κατέκτησε επτά διαδοχικά πρωταθλήματα και αναδείχθηκε σε μία από τις μεγάλες δυνάμεις του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Σε εκείνο το πρώτο ματς του Γκάλη, το πρώτο από τα συνολικά 854 επίσημα ματς αυτού του τεράστιου παίκτη, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε. Πόσο τυχερό στάθηκε το ελληνικό μπάσκετ, που ο ατζέντης του Νικ, Μπιλ Μάντεν, τον παραμέλησε για να αφοσιωθεί στις ετοιμασίες για την παγκόσμια περιοδεία της Νταϊάνα Ρος, κι έτσι ήρθε στην Ελλάδα με τον καημό ότι δεν του δόθηκε η ευκαιρία που του άξιζε στο ΝΒΑ. Ακόμη και σήμερα, στα 67 του, η ερώτηση «πώς και δεν έπαιξες στο ΝΒΑ;» είναι η πιο ενοχλητική που μπορεί να του κάνει κάποιος.

Το ανεκπλήρωτο αμερικανικό του όνειρο είναι το μεγάλο του απωθημένο. Αλλά τώρα ξέρει, ότι η Μοίρα τον προόριζε για να πρωταγωνιστήσει σε ένα από τα δύο πιο συναρπαστικά παραμύθια που έγραψε ο ελληνικός αθλητισμός. Δεν έγινε NBAer, όμως έγινε ο «θεός» που έβαλε το μπάσκετ σε κάθε ελληνικό σπίτι.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...