Αρκετοί κάτοικοι της γραφικής πόλης Χοχενάου θυμούνται τον «ήσυχο γιατρό» που έκανε βόλτες στο πάρκο κάθε πρωί, πριν καθίσει σε ένα εστιατόριο για να πιει μια μπίρα για πρωινό. Ο Γιόζεφ Μένγκελε, που αντιμετώπιζε τους κρατουμένους σαν πειραματόζωα και υπήρξε υπεύθυνος για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων στο κολαστήριο του Αουσβιτς, πέρασε αρκετά χρόνια στην πόλη της νότιας Παραγουάης.
Ρεπορτάζ των Times του Λονδίνου αποκαλύπτει ότι ακόμα και στις μέρες μας, τρεις γενιές αργότερα, η συζήτηση για την περίοδο διαμονής του στην πόλη παραμένει ένα θέμα ταμπού για τους κατοίκους της. Το ταξίδι του Μένγκελε στην Παραγουάη ξεκίνησε το 1949, όταν δραπέτευσε από την Ευρώπη μέσω Ιταλίας με ανθρωπιστικό διαβατήριο του Ερυθρού Σταυρού που είχε αποκτήσει χρησιμοποιιώντας πλαστή ταυτότητα.
Αρχικός προορισμός του, όπως και για πολλά ανώτερα στελέχη των Ναζί, ήταν η Αργεντινή. Εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα της χώρας, το Μπουένος Αϊρες, και λίγο αργότερα ίδρυσε μια εταιρεία πώλησης αγροτικού εξοπλισμού. Η επιχείρησή του τον οδήγησε στην Παραγουάη, τη γειτονική ηπειρωτική χώρα όπου οι μεταπολεμικοί γερμανοί μετανάστες ήταν πιο καλοδεχούμενοι από ό,τι στην Αργεντινή.
Ο τότε πρόεδρος της χώρας, ο δικτάτορας Αλφρέδο Στρέσνερ, που κατείχε την εξουσία από το 1954 έως το 1989, ήταν γιος αξιωματικού του γερμανικού Ιππικού και έμπιστος του πιλότου μαχητικών αεροσκαφών Χανς-Ούλριχ Ρουντέλ, ενός αμετανόητου Ναζί που βοήθησε πολλούς από τους πρώην συνεργάτες του να αποφύγουν τη δικαιοσύνη σε πολλές χώρες της Νότιας Αμερικής.
Ο Στρέσνερ φαίνεται ότι παρενέβη προσωπικά για την ταχύτερη έκδοση της παραγουανής ταυτότητας του Μένγκελε, που εκδόθηκε το 1959, με το πραγματικό του επώνυμο. Σε μια προσπάθεια σύγχυσης των διεθνών αρχών, το όνομά του μετατράπηκε από «Γιόζεφ» στο ισπανικό αντίστοιχο «Χοσέ».
Ο φυγόδικος ναζιστής περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στο Χοχενάου. Ο λόγος για τον οποίο επέλεξε τη συγκεκριμένη πόλη ήταν ότι βρισκόταν μόλις 50 χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Αργεντινή, ενώ παράλληλα του θύμιζε τις βαυαρικές ρίζες του.
Οι Γερμανοί αποίκησαν την πόλη για πρώτη φορά το 1900, ενώ ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να μοιάζει περισσότερο με αλπικό χωριό παρά με πόλη της Νότιας Αμερικής. Πολλά από τα ξύλινα κτίριά της κτίστηκαν στο στυλ των παραδοσιακών γερμανικών εξοχικών κατοικιών. Μέχρι τις μέρες μας, πολλοί κάτοικοι του Χοχενάου μιλούν μόνο γερμανικά – και υποτυπώδη ισπανικά.
Αρχικά ο Μένγκελε διέμενε στο ξενοδοχείο Τιρόλ, έναν ξενώνα μέσα στο δάσος, στην άκρη της πόλης, που μέχρι πρόσφατα εξυπηρετούσε τους πολλούς τουρίστες που επισκέπτονταν την πόλη αναζητώντας τον καθαρό αέρα και την πλούσια κουζίνα της. Αυτή την εποχή παραμένει κλειστό για ανακαινίσεις, αλλά τη δεκαετία του 1950 ανήκε στον Αρμάντ Ρεϊνάερς, πρώην αξιωματικό των SS.
Σε αυτό το ξενοδοχείο, το 1964, η ισραηλινή μυστική υπηρεσία Μοσάντ έφτασε πολύ κοντά στη σύλληψή του. Πράκτορές της τον είχαν εντοπίσει στο δωμάτιο 26, όπου διέμενε, αλλά όταν εισέβαλαν στο κτίριο εκείνος είχε ήδη προλάβει να διαφύγει. Κάποιος τον είχε ενημερώσει για την επιχείρηση 10 λεπτά νωρίτερα, και δραπέτευσε φορώντας ακόμα τις πιτζάμες του.
Σήμερα πολλοί από τους ηλικιωμένους κατοίκους του Χοχενάου με τους οποίους συνομίλησαν οι Times λένε ότι είχαν ακούσει ιστορίες για τον Μένγκελε, κάποιοι μάλιστα τον είχαν συναντήσει, αλλά τότε δεν γνώριζαν τη φρίκη του εγκληματικού παρελθόντος του. Ενας συνταξιούχος γιατρός λέει ότι ως παιδί του έλεγαν πως ο φυγόδικος ήταν κτηνίατρος με το όνομα Φρανσίσκο Φίσερ. Πολλά χρόνια αργότερα έμαθε την πραγματική του ταυτότητα.
Αυτή είναι η επίσημη ερμηνεία των κατοίκων της πόλης για το πώς ένας τόσο διαβόητος εγκληματίας πολέμου κατάφερε να ζήσει ανάμεσά τους. Ο παραγουανός ιστορικός Φαμπιάν Τσαμόρο λέει στους Times ότι ο Μένγκελε δεν τραβούσε την προσοχή, καθώς σχεδόν όλοι εκεί ήταν είτε Γερμανοί είτε γερμανικής καταγωγής. Προσθέτει όμως ότι η μη επίγνωση του εγκληματικού παρελθόντος του, που επικαλούνται οι κάτοικοι, είναι μόνο μια πτυχή της αλήθειας.
Ο ναζιστής γιατρός προστατευόταν από ενεργούς συμπαθούντες των Ναζί στην πόλη, η οποία είχε ιδρύσει δικό της παράρτημα της χιτλερικής νεολαίας τη δεκαετία του 1930. Αυτοί, και τουλάχιστον δυο ντουζίνες πρώην αξιωματικοί των SS που κατέφθασαν στο Χοχενάου μετά τον πόλεμο, γνώριζαν ακριβώς ποιος ήταν και τον κρατούσαν ασφαλή, σύμφωνα με τον Τσαμόρο.
Αυτή η προστασία έγινε πιο οργανωμένη όταν, το 1960, έγινε γνωστό στην Παραγουάη ότι ο ανώτερος αξιωματικός των SS Αντολφ Αϊχμαν –ένας από τους αρχιτέκτονες του Ολοκαυτώματος– είχε συλληφθεί από τη Μοσάντ στο Μπουένος Αϊρες. Οι ισραηλινοί πράκτορες τον νάρκωσαν και τον έβγαλαν κρυφά από την Αργεντινή, ενάντια στις επιθυμίες της στρατιωτικής κυβέρνησης. Η αντίστοιχη επιχείρηση για τη σύλληψη του Μένγκελε απέτυχε, καθώς είχε διαφύγει από το Μπουένος Αϊρες.
Μετά την επιτυχία της σύλληψης του Αϊχμαν –η οποία οδήγησε στη δίκη και την επακόλουθη εκτέλεσή του στο Ισραήλ το 1962– ο Μένγκελε ήταν πιο προσεκτικός και διατηρούσε χαμηλό προφίλ. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι είχε φύγει από την Παραγουάη, αλλά στην πραγματικότητα είχε απλώς μετακομίσει σε μια πιο απομακρυσμένη τοποθεσία έξω από το Χοχενάου, με τη βοήθεια των ανθρώπων που είχαν αναλάβει την προστασία του.
Το σπίτι όπου διέμενε εκείνα τα χρόνια βρισκόταν σε μια απομονωμένη δασική έκταση μιας από τις λιγότερο επισκέψιμες χώρες της Νότιας Αμερικής. Τη δεκαετία του 1960 δεν υπήρχαν ιδανικότερα μέρη στον κόσμο για να κρυφτεί ένας καταζητούμενος. Η αγροικία ήταν κτισμένη στο βάθος μιας κοιλάδας, στο τέλος ενός μονοπατιού με γρασίδι, αποκλεισμένη από μια ξύλινη πύλη – και σήμερα είναι ακατοίκητη.
Ο Μένγκελε εγκατέλειψε την Παραγουάη το 1964, όταν η παραλίγο σύλληψή του από τη Μοσάντ τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν τόσο ασφαλής όσο νόμιζε. Μετακόμισε στη Βραζιλία, όπου έζησε με ψευδώνυμο μέχρι τον θάνατό του το 1979 από εγκεφαλικό επεισόδιο, καθώς κολυμπούσε στα ανοιχτά του Σάο Πάολο.
Ετάφη χωρίς φασαρίες, με ψεύτικο όνομα, σε ένα νεκροταφείο της πόλης Εμπρού. Οι Βόλφραμ και Λιζλότε Μποσέρτ, ένα ζευγάρι Αυστριακών, παραδέχτηκαν αργότερα ότι του παρείχαν προστασία κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η Μποσέρτ είπε ότι στη Βραζιλία ο Μένγκελε «απέφευγε να μιλήσει για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ζούσε με τον μόνιμο φόβο ότι θα τον ανακάλυπταν οι Εβραίοι».
Ακόμη και μετά την εύρεσή του αιωρούνταν κάποιες αμφιβολίες για το αν ο τάφος ήταν πράγματι του Μένγκελε. Αλλά μια μαρτυρία του γιου του, Ρολφ, το 1985 και μια εξέταση DNA στον τάφο επιβεβαίωσαν ότι ο ναζιστής που έγινε γνωστός ως «Αγγελος του Θανάτου» ήταν πράγματι νεκρός. Μετά την εκταφή, τα λείψανά του δεν διεκδικήθηκαν ποτέ από την οικογένειά του. Το 2016 δωρήθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο για χρήση σε ιατρικές έρευνες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News