Για το ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα έμενε στην Ιστορία δεν αμφέβαλε ποτέ κανένας. Αλλά μετά την ψηφοφορία που ολοκληρώθηκε το βράδυ της Τετάρτης (ξημερώματα Πέμπτης, ώρα Ελλάδος) στην Βουλή των Αντιπροσώπων, αποτελεί γεγονός πως ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ θα μνημονεύεται στο μέλλον ως ο τρίτος αμερικανός ηγέτης που παραπέμπεται σε δίκη από την πλειοψηφία των αμερικανών βουλευτών. «Δεν μας άφησε άλλη επιλογή», εξήγησε με σοβαρό και επίσημο τόνο η δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι. Περισσότερο από τρία χρόνια μετά την εκλογή του στην αμερικανική προεδρία, εξέλιξη που έφερε τα πάνω κάτω όχι μόνον στις ΗΠΑ αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγορείται για κατάχρηση εξουσίας και παρακώλυση της λειτουργίας του Κογκρέσου.
Γιατί φέρεται να ζήτησε μία χείρα βοηθείας από την κυβέρνηση της Ουκρανίας ώστε να πλήξει τον κύριο πολιτικό του αντίπαλο Τζο Μπάιντεν (πρώην αντιπρόεδρο των ΗΠΑ στο πλευρό του Μπαράκ Ομπάμα και υποψήφιο των Δημοκρατικών για το προεδρικό χρίσμα) ως προϋπόθεση για να μην διακόψει την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο, την οποία χρειάζεται ούτως ώστε να μην αισθάνεται ότι απειλείται από τη Ρωσία. Για του Δημοκρατικούς οι οποίοι κατέχουν την πλειοψηφία στη Βουλή αυτές είναι κατηγορίες που παραβιάζουν το Σύνταγμα, οπότε μοναδική επιλογή ήταν η παραπομπή του αμερικανού προέδρου. Ο Τραμπ από την πλευρά του αντέδρασε, κατηγορώντας την Πελόζι και τους Δημοκρατικούς για «απόπειρα πραξικοπήματος» ενώ οι Ρεπουμπλικανοί συσπειρώθηκαν γύρω του με στόχο να τον προστατέψουν.
Κατά την ψηφοφορία στην ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων, σχεδόν όλοι οι εκπρόσωποι του αμερικανικού λαού ψήφισαν με βάση την κομματική πειθαρχία, αναδεικνύοντας την εικόνα μιας Αμερικής που βυθίζεται σε μια δραματική θεσμική κρίση, με την παραπομπή του Ντόναλντ Τραμπ να αποτελεί απλά και μόνο μια πτυχή της. Γιατί εξίσου (αν όχι περισσότερο) ανησυχητική είναι η διαφορετική ανάγνωση του Συντάγματος από τα δύο ιστορικά κόμματα των Ηνωμένων Πολιτειών, η ανικανότητα των αμερικανών βουλευτών να συνασπιστούν με στόχο την προάσπιση των όποιων κοινών αξιών τους, η απροθυμία τους να αναζητήσουν σημεία σύγκλισης στο όνομα του εθνικού συμφέροντος. Αυτό τουλάχιστον επισημαίνει σε κείμενό του ο Φεντερίκο Ραμπίνι, ο (πολιτογραφημένος και Αμερικανός) ανταποκριτής της La Repubblica στις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας πως η εν λόγω εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση δεν περιορίζεται στα όρια της πολιτικής. «Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κοινωνία των πολιτών αντικατοπτρίζεται στο θέαμα που προσέφερε το Κογκρέσο», αναφέρει, σημειώνοντας πως στις ΗΠΑ υπάρχουν, πλέον, δύο Αμερικές που συγκρούονται.
Σχεδόν οι μισοί από τους πολίτες θεωρούν πως ο πρόεδρός τους είναι ένας παραβάτης του Συντάγματος, ένας άνθρωπος ανάξιος να εκπροσωπεί και να κυβερνά την Αμερική. Οι υπόλοιποι μισοί ερμηνεύουν την παραπομπή του Τραμπ στο πλαίσιο μιας «πολιτικής εκδίκησης», εξηγεί ο Ραμπίνι, κάνοντας λόγο για «κομματική βεντέτα» και απόπειρα ακύρωσης της λαϊκής βούλησης, όπως αυτή εκφράστηκε στην εκλογική ιστορική αναμέτρηση του 2016. Εξίσου διχασμένα (εδώ και πολύ καιρό) είναι και τα αμερικανικά ΜΜΕ με το CNN και το MSNBC να κατηγορούν τον Τραμπ (όπως ακριβώς τον κατηγορούσαν πριν από έναν χρόνο στο πλαίσιο της έρευνας για το αποκαλούμενο Russiagate) ενώ το Fox News του Ρούπερτ Μέρντοκ αναδεικνύει το σενάριο της «αριστερής συνωμοσίας» μέσω της οποίας οι Δημοκρατικοί επιδιώκουν να πάρουν το αίμα τους πίσω.
«Η παλαιότερη και πιο ισχυρή από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης βυθίζεται σε μια κρίση η οποία δεν είναι μόνον πολιτική και θεσμική, αλλά πλήττει την έννοια της ιθαγένειας, τον δημόσιο λόγο, τον πολιτισμένο διάλογο», αναφέρει ο ιταλός αρθρογράφος. Υπό αυτήν την έννοια η παραπομπή του Ντόναλντ Τραμπ είναι πολύ πιο σοβαρή και δεν μπορεί να συγκριθεί με το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, το οποίο ανάγκασε τον Ρίτσαρντ Νίξον να παραιτηθεί το 1974 πριν καν κινηθούν οι διαδικασίες για την παραπομπή του. Τότε υπήρχαν πολλοί Ρεπουμπλικανοί που αναγνώριζαν τα ατοπήματα του προέδρου τους ενώ τα ΜΜΕ θεωρούνταν ακόμη αμερόληπτοι κριτές. Η παραπομπή του Τραμπ έχει κάποια κοινά στοιχεία με την αντίστοιχη περιπέτεια του Μπιλ Κλίντον ο οποίος παραπέμφθηκε (λόγω της υπόθεσης Λεβίνσκι) το 1998 δίχως, ωστόσο, να καταδικαστεί από τα μέλη της Γερουσίας. Ηδη από τότε είχε αρχίσει να διαφαίνεται μια τάση ακραίας πόλωσης, ενός φατριασμού ο οποίος ερμηνεύτηκε από πολλούς ως «ένας εμφύλιος πόλεμος “χαμηλής έντασης”», ο οποίος, όμως, έχει ενταθεί, πλέον, ιδιαίτερα ανησυχητικά.
Η δεύτερη πράξη αυτού του αμερικανικού δράματος θα παιχτεί τον επόμενο μήνα στη Γερουσία. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη. Οι Ρεπουμπλικανοί κατέχουν την πλειοψηφία και, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκέφτεται ο Ντόναλντ Τραμπ πως δεν θα τον στηρίξουν. Και αυτό αποτελεί μια πολύ σημαντική επιτυχία του αμερικανού προέδρου με τον Ραμπίνι να κάνει λόγο για «θαύμα».
Το καλοκαίρι του 2015, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ επισημοποίησε την υποψηφιότητά του, αρχικά αντιμετωπίστηκε ως αουτσάιντερ, ως ένα ξένο σώμα το οποίο απέρριπτε και χλεύαζε σύσσωμο το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο. Σήμερα, όμως, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει καταστεί «πειθήνιο όργανο» του αμερικανού προέδρου.
H «μετριοπαθής και αξιοσέβαστη» δεξιά, την παράδοση της οποίας καλλιέργησαν προσωπικότητες όπως ο Αβραάμ Λίνκολν και ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ο Ρόναλντ Ρίγκαν και ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, δεν υπάρχει πια. Παρότι εκλέχτηκε στην προεδρία ως ηγέτης της μειοψηφίας των αμερικανών πολιτών (λαμβάνοντας το 46,1% των ψήφων ενώ η Χίλαρι Κλίντον έλαβε το 48,2%) ο Τραμπ κατάφερε από τότε έως σήμερα να ενισχύσει την εκλογική του βάση, με όλους όσοι τον ψήφισαν το 2016 να εμφανίζονται ικανοποιημένοι με την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας και με την επιθετική στάση του προέδρου τους απέναντι στην Κίνα και στους μετανάστες. Αυτό σημαίνει ότι την 3η Νοεμβρίου του 2020 είναι πολύ πιθανό να του προσφέρουν ξανά την ψήφο τους. Και σε τελική ανάλυση αυτό που μετράει περισσότερο είναι η λαϊκή ετυμηγορία.
Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου στη μάχη ανάμεσα στην δημοκρατική Βουλή και την ρεπουμπλικανική Γερουσία δεν θα υπάρξει νικητής. Αυτό που δεν μπορεί ακόμα να προβλεφθεί είναι ο αντίκτυπος που θα έχει η όλη υπόθεση της παραπομπής στους ψηφοφόρους. Οι υποψήφιοι του Δημοκρατικού Κόμματος για τον Λευκό Οίκο αναμένεται πως θα βάλουν στον Τραμπ την ταμπέλα του ατιμασμένου προέδρου. Εκείνος, ωστόσο, θα αξιοποιήσει στο έπακρο τη μη καταδίκη του, ούτως ώστε να αναδειχθεί ως θύμα.
Οι Ρεπουμπλικανοί εμφανίζονται αισιόδοξοι, έχοντας στο μυαλό τους πως μετά την παραπομπή και την αθώωση του Μπιλ Κλίντον, η δημοτικότητά του ανέβηκε. Οι Δημοκρατικοί από την πλευρά τους εξακολουθούν να είναι ανήσυχοι, δεδομένου ότι ενδέχεται να έπεσαν οι ίδιοι στην παγίδα που έστησαν για να πιάσουν τον χειρότερο εχθρό τους. Εως και πριν από λίγους μήνες αντιστέκονταν στον πειρασμό να κινηθούν δικαστικά εναντίον του Τραμπ, παρότι θα μπορούσαν να το κάνουν στο πλαίσιο του Russiagate ή όταν αποκαλύφθηκαν οι φορολογικές παραβιάσεις του αμερικανού προέδρου. Τώρα, μην έχοντας, άλλη επιλογή τον παρέπεμψαν σε δίκη επειδή αποπειράθηκε να ενισχυθεί έναντι των αντιπάλων του με τη βοήθεια μιας ξένης κυβέρνησης. Ενδέχεται, ωστόσο, να επιτύχει τον στόχο του και δίχως αυτήν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News