Αυτό που εντυπωσίασε περισσότερο τους συμμετέχοντες στη δίκη της Λούσι Λέτμπι, είναι ότι η 33χρονη νοσοκόμα που καταδικάστηκε για τον φόνο επτά νεογέννητων και την απόπειρα δολοφονίας άλλων έξι, δεν έδειξε κανένα συναίσθημα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ξέσπασε μόνο μια φορά σε κλάμματα· όταν ένας γιατρός με τον οποίον οι φήμες την ήθελαν να είναι πολύ ερωτευμένη, προσήλθε ως μάρτυρας.
Η Λέτμπι δεν είναι μοναδική περίπτωση κατά συρροή δολοφόνων μικρών παιδιών στα βρετανικά χρονικά. Εχουν προηγηθεί οι περιπτώσεις της Μίρα Χίντλεϊ (πέντε βιασμοί και δολοφονίες παιδιών), της Ρόουζ Γουέστ (12 δολοφονίες νεαρών γυναικών και κοριτσιών, ανάμεσά στις οποίες και της 8χρονης κόρης της) και της Μπέβερλι Αλιτ. Η τελευταία, όπως και η Λέτμπι, ήταν νοσοκόμα σε πτέρυγα νεογνών και κατάφερε να σκοτώσει τέσσερα από αυτά πριν την πιάσουν.
Η περίπτωση της Λέτμπι είναι ξεχωριστή, όμως, όπως αναφέρει ο Guardian, καθώς οι έρευνες της αστυνομίας μετά τη σύλληψή της, δεν αποκάλυψαν «σκελετούς στην ντουλάπα», κακοποιητικό παρελθόν, ή άλλα στοιχεία που να αιτιολογούν στο ελάχιστο αυτά που έκανε η νοσοκόμα. Το πιο βασανιστικό ερώτημα απ’ όλα, το «γιατί» παραμένει αναπάντητο.
Η Λέτμπι μεγάλωσε στο κέντρο της πόλης Χέρφορντ, σε μια πολύ «κανονική» οικογένεια της μεσαίας τάξης. Οι γονείς της απολαμβάνουν μεγάλης εκτίμησης στη γειτονιά τους, όπου κανείς δεν μπορεί να χωνέψει όσα συνέβησαν. Προφανώς ούτε και οι ίδιοι. Ο 76χρονος Τζον και η 62χρονη Σουζάν Λέτμπι παρακολούθησαν όλη τη δίκη και παραμένουν αδιαπραγμάτευτα στο πλευρό της κόρης τους.
Πολλοί πιστεύουν ότι η Λέτμπι είναι ψυχοπαθής, αν και κάτι τέτοιο δεν έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά. Η ίδια παρέμεινε ατάραχη ακόμη και μπροστά στις συγκλονιστικές μαρτυρίες των γονιών που είδαν τα παιδιά τους να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια τους.
«Εβλεπες τις φλέβες του να πετάγονται, να αλλάζουν χρώματα. Εβλεπες κάτι να βγαίνει από τις φλέβες του κάτω από το δέρμα», είπε ένας πατέρας κλαίγοντας. Η Λέτμπι απάντησε πολύ ψύχραιμα: «Δεν μπορώ να πω ότι αυτό συνέβη, δεν το είδα». Αλλοι γονείς είπαν ότι είδαν τη Λέτμπι, πολύ ευδιάθετη, να πλένει και να ντύνει τα νεκρά μωρά τους, αγνοώντας τότε ότι ήταν η ίδια υπεύθυνη για τον θάνατό τους…
Από τα θύματα της Λέτμπι, κάποια επιβίωσαν του θανάτου, χωρίς αυτό να σημαίνει πολλά πράγματα για τα ίδια. Ενα κοριτσάκι που γεννήθηκε 15 εβδομάδες πρόωρα, είναι σήμερα 8 ετών και υπέστη ανήκεστο εγκεφαλική βλάβη μετά την επίθεση της νοσοκόμας.
«Σας παρακαλώ, σώστε το παιδί μου»
Μέχρι το 2015 η πτέρυγα νεογνών του νοσοκομείου Countess of Chester ήταν όπως όλες οι αντίστοιχες στην Αγγλία. Μια ομάδα 30 νοσοκόμων και 7 γιατρών παρείχαν 24ωρη φροντίδα σε εκατοντάδες μωρά που γεννήθηκαν πρόωρα. Κάποια από αυτά ζύγιζαν μόλις 450 γραμμάρια. Παρότι αυτά τα μωρά γεννιούνται στο «όριο της επιβίωσης», οι προοπτικές τους είναι καλές εάν λάβουν τη σωστή φροντίδα. Οι έρευνες δείχνουν ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο σε κάθε 1000 πρόωρα μωρά πεθαίνουν λιγότερα από δύο. Κάθε χρόνο στο συγκεκριμένο νοσοκομείο πέθαιναν ανάμεσα στο ένα και τα τρία μωρά. Και μετά όλα άλλαξαν.
Μέσα σε 14 ημέρες, τον Ιούνιο του 2015, τρία μωρά πέθαναν ξαφνικά και ένα τέταρτο παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση. Ολα τους ήταν σε σταθερή κατάσταση πριν πεθάνουν, μόλις λίγων ημερών το καθένα, αλλά με την προοπτική να πάνε τελικά στο σπίτι τους με τους γονείς τους. Και μάλλον θα πήγαιναν αν δεν έμπαινε στην εικόνα η Λέτμπι.
Στις 8 Ιουνίου 2015, λίγα λεπτά μετά την έναρξη της βάρδιάς της στις 8 το βράδυ, έβαλε αέρα στην ενδοφλέβια γραμμή ενός αγοριού που είχε γεννηθεί την προηγούμενη μέρα, έξι εβδομάδες πρόωρα, μαζί με τη δίδυμυ αδελφή του. Το παιδί κατέρρευσε αμέσως. Οι γιατροί έτρεξαν να κάνουν ανάνηψη όσο η μητέρα του, σε καροτσάκι μετά τον δύσκολο τοκετό, φώναζε κλαίγοντας: «Σας παρακαλώ, μην αφήσετε το μωρό μου να πεθάνει». Οι προσπάθειες σταμάτησαν 90 λεπτά μετά την έναρξη της βάρδιας της Λέτμπι. Το παιδί ήταν νεκρό.
Ο πατέρας του αγοριού κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ δίπλα στην κόρη του. Ο ίδιος και κάποιοι συγγενείς έμειναν με το κοριτσάκι όλο το 24ωρο. Μέχρι τις 8 το επόμενο βράδυ, όταν άρχιζε πάλι η βάρδια της Λέτμπι.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα χτύπησε συναγερμός. Το κοριτσάκι έδειχνε ξαφνικά πολύ άρρωστο, ενώ δεν είχε κανένα πρόβλημα τις πρώτες 48 ώρες της ζωής του. Μια από τις νοσοκόμες φώναξε «όχι, όχι πάλι». Το δέρμα του μωρού άλλαξε χρώμα και έγινε μωβ με λευκές κηλίδες, όπως είχε συμβεί το περασμένο βράδυ με τον αδελφό της. Η μητέρα ήταν σε υστερία. Το κοριτσάκι σώθηκε τελικά και έμεινε ακόμη έναν μήνα στο νοσοκομείο.
Χαζεύοντας τα θύματα στο Facebook
Οι αστυνομικές έρευνες στο κινητό τηλέφωνο της Λέτμπι αποκάλυψαν ότι η ίδια παρακολουθούσε τους γονείς των θυμάτων της στο Facebook. Πριν κάνει τους φόνους αλλά και αμέσως μετά και συχνά πολλούς μήνες αργότερα.
Το παραδέχτηκε και η ίδια κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, χωρίς να εξηγήσει το γιατί. Η αστυνομία βρήκε αρχεία από 2.381 αναζητήσεις Facebook για το 2016, περίπου 200 το μήνα. Αρκετές από αυτές ήταν για τους γονείς των 17 μωρών τα οποία κατηγορήθηκε ότι σκότωσε ή προσπάθησε να σκοτώσει. Η Λέτμπι φαίνεται ότι παρακολουθούσε τους λογαριασμούς τους προσπαθώντας να βρει αναρτήσεις πένθους. Τους έψαξε όλους την ημέρα των Χριστουγέννων…
Μετά την επίθεση στα δίδυμα, η Λέτμπι σκότωσε μέσα σε λίγες μέρες ακόμη δύο μωρά. Ενα αγόρι τεσσάρων ημερών και ένα κορίτσι δύο ημερών. Και πάλι οι γιατροί απόρησαν με τους περίεργους χρωματισμούς στο δέρμα τους. Κι αυτά πέθαναν με την αγαπημένη μέθοδο της Λίτμπι, αέρα ενδοφλεβίως.
Τις υποθέσεις των παιδιών άρχισε να μελετά ο επικεφαλής της πτέρυγας, δρ Στίβεν Μπρέαρι. Εκείνη την εποχή δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει. Μετά, κοίταξε τις λίστες των εργαζομένων που ήταν σε βάρδια όταν πέθαναν τα παιδιά. Μόνο μια νοσοκόμα ήταν πάντα εκεί όταν συνέβαιναν οι θάνατοι: η Λέτμπι. «Δεν μπορεί να είναι η Λούσι, η υπέροχη Λούσι», είπε στην επικεφαλής του νοσηλευτικού προσωπικού όταν κουβέντιασαν τα ευρήματα. Και οι δύο απέρριψαν κάθε υποψία.
Οι περισσότεροι από τους συναδέλφους της Λέτμπι θεωρούσαν ότι είναι απλώς άτυχη. Την λυπόντουσαν, όπως είπε στον Guardian ο παιδίατρος Τζον Γκιμπς, ο οποίος όμως πρόσθεσε ότι «όταν κάτι συνεχίζει να συμβαίνει, αποκλείεται να είναι μόνο σύμπτωση».
Τον επόμενο χρόνο η νοσοκόμα δηλητηρίασε δύο νεογέννητα με ινσουλίνη, έβαλε αέρα στις φλέβες άλλων, έπνιξε ένα μωρό με γάλα και τραυμάτισε το λαιμό ενός ακόμη, βάζοντας βίαια μέσα ένα σωλήνα τροφοδοσίας.
Ολες οι επιθέσεις έγιναν βράδυ, αφότου είχαν φύγει οι γονείς τους. Κάποιες φορές η Λέτμπι έκανε όσα έκανε στο τέλος της βάρδιάς της ώστε τα μωρά να πεθάνουν στη βάρδια κάποιου άλλου. Οι συνάδελφοί της άρχισαν να την αποκαλούν «άγγελο του θανάτου», χωρίς όμως και πάλι να την υποπτεύονται. Ηταν απλώς κακή τύχη…
Πώς επέλεγε τα θύματά της
Ενας από τους γιατρούς που ανέλυσαν τα θύματα της Λέτμπι είπε ότι τα επέλεγε προσεκτικά.
Ολα ήταν ευάλωτα και είχαν υποκείμενα προβλήματα, γεγονός που έδινε μια δικαιολογία για τους θανάτους τους. Τα μωρά στη μονάδα ήταν κατά κανόνα πρόωρα και έτσι οι γιατροί θεωρούσαν «αναμενόμενους» κάποιους θανάτους.
Η Λέτμπι προσπάθησε να σκοτώσει ένα αγόρι, 12 ώρες μετά τη γέννησή του, σπρώχνοντας έναν ρινογαστρικό σωλήνα στο φάρυγγά του. Το παιδί υπέφερε από αιμοφιλία κι έτσι κανείς δεν θα απορούσε για την ακατάσχετη αιμορραγία του.
Η Λέτμπι φαίνεται επίσης ότι είχε αδυναμία στα αδέλφια. Στους στόχους της συμπεριλαμβάνονται τρια σετ διδύμων και ένα σετ τριδύμων.
Τα ξεσπάσματα βίας εκ μέρους της έγιναν σε διάστημα ενός έτους. Τον Ιούνιο του 2015 και τον Ιούνιο του 2016, όταν μέσα σε δέκα μέρες σκότωσε δύο τρίδυμα και επιχείρησε να σκοτώσει άλλο ένα αγοράκι, ενώ στο ενδιάμεσο πήγε ένα τριήμερο στην Ιμπιζα.
Ηταν πλέον «εκτός ελέγχου», όπως είπε ο εισαγγελέας και της άρεσε να «παίζει το Θεό». Οταν αρρώστησε το δεύτερο από τα τρίδυμα, η Λέτμπι είπε στο γιατρό που προσπαθούσε να το σώσει: «Δεν θα βγει από δω μέσα ζωντανό, σωστά;». Αργότερα κάποιοι θυμήθηκαν ότι είχε κάνει ακριβώς το ίδιο σχόλιο ένα χρόνο νωρίτερα, για ένα άλλο από τα θύματά της.
Τα τρίδυμα ήταν οι τελευταίες δολοφονίες που διέπραξε.
Μια πολύ περίπλοκη υπόθεση
Τα περισσότερα από τα στοιχεία στη δίκη -η οποία κράτησε δέκα μήνες- ήταν τόσο περίπλοκα που κανείς δεν ξέρει τι κατάλαβαν οι ένορκοι. Ακουσαν περίπου μια εβδομάδα μαρτυριών για κάθε ένα από τα 17 βρέφη, ενώ οι ιατρικές σημειώσεις για ένα από τα παιδιά ήταν 8.000 σελίδες. Υπήρχαν 5.500 σελίδες γραπτών καταθέσεων και 32.000 σελίδες με μηνύματα, έγγραφα και φωτογραφίες. Οι ένορκοι έλαβαν επίσης ένα γλωσσάρι ιατρικών όρων, 25 σελίδων, προκειμένου να κατανοήσουν την υπόθεση.
Ο,τι κι αν κατάλαβαν απ’ όλα αυτά, δεν κατάλαβαν πάντως το σημαντικότερο: Γιατί το έκανε;
Οι κατήγοροι είπαν, την 132η μέρα της δίκης, ότι η Λέτμπι ήθελε να «παίζει τον Θεό» και βασικός της στόχος ήταν να προσπαθεί να σώσει τα μωρά τα οποία η ίδια δολοφονούσε.
Η ίδια σχεδόν δεν το αρνήθηκε, λέγοντας στην κατάθεσή της ότι της άρεσε να προσέχει τα πιο ευάλωτα μωρά. Κάποιοι από τους μάρτυρες είπαν στο δικαστήριο, όμως, ότι η Λέτμπι ίσως επιτέθηκε στα μωρά για να τραβήξει την προσοχή ενός παντρεμένου γιατρού με τον οποίο ήταν πολύ ερωτευμένη. Σε κάθε περίπτωση, όπως και η Αλιτ τη δεκαετία του 1990, η Λέτμπι φαινόταν να απολαμβάνει την προσοχή των άλλων όταν τα μωρά στη βάρδιά της κατέρρεαν. Ηταν η «άτυχη ηρωίδα» της ημέρας. Ενας από τους εισαγγελείς είπε ότι ίσως το έκανε απλώς από βαρεμάρα.
Κανείς δεν ξέρει την αλήθεια όμως. Ενας από τους αστυνομικούς που μετείχαν στις έρευνες, είπε στον Guardian ότι «η απουσία στοιχείων στο παρελθόν της, καθιστά την Λέτμπι μια εντελώς πρωτόγνωρη υπόθεση κατά συρροήν δολοφόνου».
«Το γεγονός ότι ήταν εντελώς κανονική, από μια εντελώς κανονική οικογένεια, της επέτρεπε να κάνει όσα έκανε χωρίς κανείς να την παρατηρεί», είπε. Η ίδια η Λέτμπι, στην κατάθεσή της είπε ότι «αρρωσταίνει από τις κατηγορίες». «Ηθελα πάντα να εργαστώ με παιδιά», είπε.
Το τέλος της φρίκης
Το 2016, η Λέτμπι απομακρύνθηκε από τη μονάδα και μετατέθυκε στα γραφεία του νοσοκομείου. Η ίδια δήλωσε «συντετριμμένη» από αυτήν την απόφαση. Το νοσοκομείο αποφάσισε να απευθυνθεί στην αστυνομία τον Μάιο του 2017.
Δέκα τέσσερις μήνες αργότερα η Λέτμπι συνελήφθη, στις 4 Ιουλίου 2018. Στην ανάκριση, είπε στην αστυνομία ότι οι θάνατοι ήταν συνέπεια ενός συνδιασμού κακής διαχείρισης από το νοσοκομείο και ανικανότητας του προσωπικού. Αυτό που την πρόδωσε, όμως, ήταν οι θάνατοι των παιδιών τα οποία δηλητηρίασε με ινσουλίνη. Παραδέχτηκε ότι αυτή ήταν η αιτία του θανάτου τους, αν και επέμεινε ότι δεν είχε καμία ευθύνη γι αυτό.
Αυτό και οι έρευνες της αστυνομίας στο σπίτι της, μετά τη σύλληψή της. Εκεί, στην κρεβατοκάμαρά της, οι αστυνομικοί βρήκαν ένα ημερολόγιο, στο οποίο έγραφε: «Τα σκότωσα επίτηδες, επειδή δεν είμαι ικανή να τα φροντίζω. Είναι το κακό. Εγώ το έκανα αυτό».
Στο δικαστήριο η ίδια είπε ότι αυτά ήταν απλώς πράγματα που έγραφε σε μια περίοδο κρίσης και πρόσθεσε ότι είχε επίσης γράψει σε κάποιο σημείο: «Είμαι αθώα».
Γιατί τα έγραψε και γιατί τα άφησε εκεί; Κανείς δεν ξέρει. Και ίσως δεν θα μάθει και ποτέ…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News