Σε μια φωτεινή και λουλουδάτη σουίτα ξενοδοχείου στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου, ο Χάρις Ντίκινσον προσφέρει στη Νικόλ Κίντμαν ένα φλιτζάνι τσάι. Είναι μια χειρονομία που δεν θα φαινόταν ασυνήθιστη σε κάποιον: ο νεαρός ανερχόμενος ηθοποιός δείχνει τη μεγάλη του αγάπη στην διάσημη συμπρωταγωνίστριά του στο «Babygirl» της Χαλίνα Ρέιν. Την περιποιείται σαν τρυφερό κουταβάκι… Εκτός κι αν την προηγούμενη ημέρα, είχε δει τον Ντίκινσον να διατάζει την Κίντμαν να πέσει στα γόνατα και να πιει γάλα από ένα πιατάκι δίπλα στα πόδια του, γράφει ο Ρόμπι Κόλιν στην Telegraph, ο οποίος συνάντησε τους πρωταγωνιστές του τολμηρού ερωτικού θρίλερ μία ημέρα μετά την προβολή.
Η σεκάνς με το γάλα στο πιατάκι είναι μια από τις καυτές σκηνές του «Babygirl», ενός τολμηρού ερωτικού θρίλερ με ένα απίστευτα επίκαιρο, οδυνηρό, αστείο και, ναι, σέξι, νέο twist, που άρχισε να προβάλλεται στις 26 Δεκεμβρίου. Στην ταινία, η 57χρονη Νικόλ Κίντμαν υποδύεται τη Ρόμι Μάθις, την παντρεμένη αλλά σεξουαλικά απογοητευμένη διευθύνουσα σύμβουλο μιας εταιρείας logistics, που χρησιμοποιεί Τεχνητή Νοημοσύνη, ενώ ο 28χρονος Χάρις Ντίκινσον είναι ο γοητευτικός Σάμιουελ, ένας από τους ασκούμενους της εταιρίας, η παντελής έλλειψη δουλοπρέπειας του οποίου πυροδοτεί τις φαντασιώσεις υποταγής της Ρόμι.
Ο Αντόνιο Μπαντέρας υποδύεται τον Τζέικομπ Μάθις, τον μόνιμα αγχωμένο, και εξωφρενικά ωραίο και ευγενικό σύζυγο της Ρόμι, ο οποίος είναι θεατρικός σκηνοθέτης. Πρόκειται για μια ιδιοφυή επιλογή κάστινγκ του στυλ «γιατί να βγεις έξω για μπέργκερ όταν έχεις φιλέτο στο σπίτι;», που τονίζει ακόμη περισσότερο την ακραία τρέλα της ερωτικής εξάρτησης της Ρόμι από τον Σάμιουελ, παρατηρεί ο Κόλιν στην Telegraph.
Οι γονείς του Ντίκινσον είδαν το «Babygirl» μαζί με τον γιο τους, ο οποίος επέλεξε να καταταγεί στους πεζοναύτες πριν επιστρέψει στην υποκριτική και γίνει γνωστός πρωταγωνιστώντας στο «Τρίγωνο της Θλίψης» (2022), που τιμήθηκε στις Κάννες με τον Χρυσό Φοίνικα. Η μητέρα του είναι κομμώτρια και ο πατέρας του κοινωνικός λειτουργός, το γεγονός, λοιπόν, ότι ο Ντίκινσον κάνει καριέρα στον κινηματογράφο αποτελεί μια σπάνια ιστορία επιτυχίας σε ένα επάγγελμα, που πλέον σχεδόν μονοπωλείται από γόνους της ανώτερης τάξης.
«Στην αρχή μου φαινόταν κάπως αφύσικο», λέει στη βρετανική εφημερίδα ο νεαρός ηθοποιός, αναπολώντας την εμπειρία τού να βλέπει τους γονείς του να τον παρακολουθούν στο κρεβάτι με μια από τις μεγαλύτερες σταρ των τελευταίων 100 ετών. «Αλλά δεν είμαστε οικογένεια σεμνότυφων, οπότε γιατί όχι; Και το σεξ δεν είναι ένα θέμα που πρέπει να αποφεύγουμε, ανεξάρτητα από τη δυσφορία», λέει ο Ντίκινσον στην Telegraph.
Η συμπρωταγωνίστριά του, από την άλλη πλευρά, προσθέτει με μια έκφραση μητρικού τρόμου: «Λοιπόν, οι κόρες μου δεν θα το δουν». Η Νικόλ Κίντμαν έχει δύο κόρες με τον σύζυγό της μουσικό Κιθ Ερμπαν, την 16χρονη Σάντεϊ Ρόουζ και την 14χρονη Φέιθ Μάργκαρετ, ενώ τα παιδιά που είχε υιοθετήσει με τον πρώην σύζυγό της Τομ Κρουζ, η Ιζαμπέλα και ο Κόνορ, είναι σήμερα 32 και 29 ετών αντίστοιχα, και μπορούν προφανώς να βλέπουν ό,τι θέλουν. «Αλλά έχουν επίσης δηλώσει ότι δεν θέλουν να το δουν», διευκρινίζει. «Κανένας από τους δύο δεν ενδιαφέρεται να δει τη μαμά έτσι».
Πώς ακριβώς είναι, λοιπόν, αυτή η Μητέρα στο «Babygirl»; Από το «Ετοιμη για όλα» («To Die For», 1995) του Γκας βαν Σαντ μέχρι το «Dogville» (2003) του Λαρς φον Τρίερ, η Κίντμαν ήταν ανέκαθεν ατρόμητη στην επιλογή των ρόλων, αλλά τώρα «καρυκεύει» τον χαρακτήρα της Ρόμι στο «Babygirl» με το συχνά υποτιμημένο κωμικό της ταλέντο, που αποκαλύφθηκε στο «Moulin Rouge!» (2001) του Μπαζ Λούρμαν. Μάλιστα η ερμηνεία της μπορεί κάλλιστα να της φέρει ένα δεύτερο Οσκαρ ή/και Bafta, ενώ υποψηφιότητες και για τα δύο βραβεία που θα ανακοινωθούν την επόμενη εβδομάδα φαίνονται πολύ πιθανές.
Η ολλανδέζα Χαλίνα Ρέιν, που υπογράφει το σενάριο, τη σκηνοθεσία και την παραγωγή του «Babygirl», το περιέγραψε μάλλον πονηρά σαν μια «κωμωδία τρόπων», αν και ως πρώην ηθοποιός η ίδια που την σκηνοθέτησε κάποτε (στο «Black Book», 2006) ο θεός του ερωτικού θρίλερ, Πολ Βερχόφεν (σκηνοθέτης του «Βασικού Ενστίκτου», 1992), γνωρίζει καλά την παράδοση του είδους.
Για την Κίντμαν, η οποία γεννήθηκε το 1967 στη Χαβάη όταν ζούσαν εκεί οι Αυστραλοί γονείς της, και μεγάλωσε στα προάστια του Βόρειου Σίδνεϊ, το ξεπερασμένο πλέον είδος ήταν κεντρικό στην κινηματογραφική της ανατροφή. «Ηταν πολύ διασκεδαστικό», λέει μιλώντας στην Telegraph. «Και ήταν εξέχον όταν διαμορφωνόταν το γούστο μου. Εννοώ, ότι [ερωτικά θρίλερ] παίζονταν στα multiplex. Ηταν εντελώς mainstream».
Ο Ντίκινσον, από την άλλη, γεννήθηκε το 1996, ακριβώς τη στιγμή που τα ερωτικά θρίλερ έφευγαν από τη μόδα. Το «Showgirls» (1995) του Βερχόφεν, που συχνά αναφέρεται σαν το βρώμικο ναδίρ του είδους (λανθασμένα, κατά την άποψη του Ρόμπι Κόλιν) είχε κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά, ενώ η άνοδος του Διαδικτύου σήμαινε ότι ήταν πλέον διαθέσιμο δωρεάν πολύ πιο ισχυρό υλικό σε όσους είχαν τα μόντεμ για να το κατεβάσουν.
«Ηταν ένα κενό στη φιλμογραφία μου», εξομολογείται στην Telegraph ο Ντίκινσον, εξηγώντας ότι η Ρέιν του έστειλε έναν αρκετά εκτεταμένο οδηγό, που περιλάμβανε από το ερωτικό παιχνίδι της Κιμ Μπάσινγκερ και του Μίκι Ρουρκ στις «9½ Εβδομάδες» (1986) μέχρι τη ζοφερή «Δασκάλα του πιάνου» (2001) του Μάικλ Χάνεκε. «Αλλά ήταν ξεκάθαρη ότι δεν επρόκειτο να τις μιμηθούμε και ότι η ταινία μας θα ήταν ανεξάρτητη», λέει ο νεαρός ηθοποιός.
Ενα από τα πιο τολμηρά παιχνίδια του «Babygirl» είναι η ωμή και ειλικρινής προσέγγιση στην απεικόνιση της γυναικείας απόλαυσης. Η «καθώς πρέπει» κορύφωση της Κίντμαν με την οποία ανοίγει η ταινία –κλασικός οργασμός του Χόλιγουντ– είναι, όπως ανακαλύπτουμε σύντομα, προσποιητή. Αργότερα, όμως, το αληθινό πράγμα αποδεικνύεται πολύ λιγότερο γραφικό, με όλο το τσαλάκωμα και τους σπασμούς από τους οποίους γλιτώνουν συνήθως οι θεατές στο σινεμά.
«Και γρυλίσματα!» συμπληρώνει η Κίντμαν με ενθουσιασμό. «Μην ξεχνάτε τα γρυλίσματα». Στην αρχή, λέει ότι το να παίζει αυτές τις σκηνές την τρομοκρατούσε: «Ολο αυτό ήταν πραγματικά τρομακτικό, είπα στην Χαλίνα πόσο φοβήθηκα στην αρχή. Αλλά μου είπε, “Θα σε οδηγήσω εκεί. Θα είναι ασφαλές, αλλά θέλω την ντροπή, θέλω τον αγώνα”. Επειδή η σεξουαλικότητα της Ρόμι είναι σε μεγάλο βαθμό παγιδευμένη στον αγώνα της να απελευθερωθεί. Μπορεί να υποκριθεί, αλλά δεν μπορεί να την αφήσει [να εκδηλωθεί]. Και νομίζω ότι αυτό είναι το κοινό νήμα που διατρέχει τη σεξουαλικότητα πολλών γυναικών, αυτή που νιώθουν ότι θα έπρεπε να είναι, έναντι αυτής που είναι στην πραγματικότητα», εξηγεί η σταρ.
Σε αυτό το σημείο, ο Ντίκινσον αρνείται συγκρατημένα να συμμετάσχει στη συζήτηση. «Για μένα, είναι δύσκολο να μιλήσω για αυτό χωρίς να ακούγομαι, ειλικρινά, ανεπαρκής», λέει στην Telegraph.
Παρόλα αυτά, η Κίντμαν βρήκε σ’αυτόν έναν ικανό συνεργάτη επί σκηνής. «Δεν παρατηρούσα καν πού βρισκόταν η κάμερα τις μισές φορές, επειδή ο Χάρις κι εγώ νιώθαμε τόσο άνετα μεταξύ μας, ώστε δεν ήταν σαν δήθεν “παράσταση”». Και ενώ το ζευγάρι συνεργάστηκε με μια συντονίστρια οικειότητας, τη Λίζι Τάλμποτ της σειράς «Μπρίτζερτον», η Κίντμαν τονίζει ότι ο αυθορμητισμός ήταν σε κάθε περίπτωση κεντρικός.
«Δεν κάναμε πολλές πρόβες. Δεν γνωριζόμαστε καν από πριν. Οπότε δεν υπήρχε καθόλου η άνεση που υπάρχει τώρα μεταξύ μας. Υπήρχε επίσης ένα στοιχείο κινδύνου, ακόμη και δυσφορία, και νομίζω ότι αυτό είναι καλό. Το χρειαζόμασταν», λέει η σταρ.
Η Κίντμαν περιγράφει την υποκριτική σαν «ενέργεια, δονήσεις που νιώθεις μεταξύ των ανθρώπων. Και ενώ μπορείς να μιλήσεις για αυτό όπως θέλεις, δεν μπορείς απλά να το διανοηθείς. Πρέπει να το επιτρέψεις. Οταν φιλάω το κορίτσι στη σκηνή rave, αυτό δεν ήταν στο σενάριο. Οταν βγάζαμε τα ρούχα μας, χτυπιόμαστε και ποδοπατούσαμε στην πίστα, τίποτα από αυτά δεν ήταν σενάριο», αποκαλύπτει στη συνέντευξή της στην Telegraph.
Δεν παρακολουθεί τη δουλειά της στο μόνιτορ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, «αλλά ειδικά εδώ θα ένιωθα πολύ αμήχανα», λέει. Και θυμάται ότι στην πρεμιέρα του «Babygirl» στη Βενετία, «σε ένα σημείο κάλυψα το πρόσωπό μου και σε ένα άλλο έκρυψα το κεφάλι μου στο στήθος της Χαλίνα. Γιατί σκεφτόμουν “Ω, Θεέ μου. Δεν θέλω να βλέπω τον εαυτό μου να το κάνει αυτό”», λέει στον δημοσιογράφο της βρετανικής εφημερίδας.
Μιλώντας δε για τα συναισθήματα η Κίντμαν λέει: «Για μένα η υποκριτική είναι κάτι εφήμερο. Είναι το να είμαι εντελώς μέσα σε αυτό που νιώθει ο χαρακτήρας μου. Και όντας μέσα στη Ρόμι, ένιωθα πολύ ταπεινωμένη, αμήχανη, ένιωθα θυμό, επιθυμία και, ναι, ξαναμμένη. Οπότε χρειαζόταν να επιτρέψω σε όλα αυτά να περάσουν από μέσα μου».
Και ενώ η σταρ γελάει κοκκινίζοντας αμήχανα ο νεαρός Χάρις Ντίκινσον, από την άλλη πλευρά παραδέχεται ότι η παραβατική διασκέδαση της περιπέτειάς τους στην οθόνη οφείλεται -τουλάχιστον εν μέρει- και στο χάσμα που υπάρχει ανάμεσά τους ως προς τη διασημότητα.
«Οπως στο, “Τι της κάνει αυτό το μικρό σ—;”», λέει ο νεαρός ηθοποιός. «Λοιπόν, ναι. Αλλά έπρεπε να αφήσω στην άκρη όλο τον θαυμασμό μου, γιατί διαφορετικά θα είχα παγιδευτεί σε λάθος κατάσταση του μυαλού. Μέρος του χαρακτήρα του Σάμιουελ είναι ότι δεν σέβεται τις συμβατικές ιεραρχίες στον χώρο εργασίας. Οπότε δεν νομίζω ότι υπήρχε άλλος τρόπος για να μπω σε αυτόν τον ρόλο από το να μην με νοιάζει», παραδέχεται.
Φυσικά, η δυναμική άνδρα-γυναίκας ήταν πάντα στο επίκεντρο των ερωτικών θρίλερ και το «Babygirl» αποκαλύπτει πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα τα τελευταία χρόνια, και πόσο όχι. Ο Σάμιουελ είναι νεότερος, η Ρόμι μεγαλύτερη. Αυτή είναι το αφεντικό και παντρεμένη, εκείνος ο χαλαρός υπάλληλος. Σε σύγκριση με την «Ολέθρια σχέση» (1987), όλα αυτά είναι εντελώς καινούργια. Αλλά, όπως γράφει ο Ρόμπι Κόλιν στην Telegraph, στην μετά το MeToo εποχή υπάρχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί κανείς να παρουσιάσει τον εαυτό του ως το εκμεταλλεύσιμο μέρος -ή τουλάχιστον να απειλήσει ότι θα το κάνει- πράγμα που δεν ήταν διαθέσιμο στην Αλεξ Φόρεστ, τον χαρακτήρα που υποδύθηκε η Γκλεν Κλόουζ.
Πιστεύει η Κίντμαν ότι, στις ημέρες μας, η διαφορά ηλικίας δίνει σε μια ηλικιωμένη γυναίκα εξουσία σε έναν νεότερο άνδρα; «Ω, σχεδόν σίγουρα όχι!» απαντάει η ηθοποιός, «Γιατί, ξέρετε, η νεότητα είναι δύναμη. Στην ταινία μας, ο Σάμιουελ έχει μεγάλη δύναμη στη σχέση τους, παρόλο που η Ρόμι είναι πανίσχυρη στο χώρο εργασίας της. Λόγω ηλικίας έχει λιγότερη δύναμη όταν είναι με έναν νεαρό άνδρα. Η μόνη δύναμη που έχει πραγματικά είναι ότι μπορεί να τον απολύσει, αλλά δεν ξέρει αν το θέλει αυτό. Μέρος του ταξιδιού της είναι ότι οι επιθυμίες της, τα πράγματα που αναζητά σεξουαλικά, είναι πολύ μπερδεμένα και δεν μπορεί να τα εκφράσει ευθέως», λέει.
Σε μια συνέντευξη που έδωσε στα 20 της, η Κίντμαν είχε πει ότι έβρισκε ελκυστικό το να παίζει «σεξουαλικά απογοητευμένες γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας», κάτι που αναμφισβήτητα κάνει τώρα στο «Babygirl», το αποκορύφωμα του έργου της ζωής της. Γιατί της άρεσε αυτή η ιδέα τότε; «Επειδή πιστεύω ότι το σεξ δεν έχει διερευνηθεί αρκετά στην οθόνη, ιδιαίτερα στις αμερικανικές ταινίες. Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος είναι άλλο πράγμα. Είναι απλώς μέρος αυτού που κάνουν. Αλλά στην Αμερική, την Αγγλία, την Αυστραλία δεν το συζητάμε, ωστόσο είναι τεράστιο μέρος αυτού που είμαστε ως ανθρώπινα όντα. Ακριβώς όπως έχω κυκλώσει θέματα απώλειας, τραύματος και θλίψης σε όλη τη διάρκεια της καριέρας μου, έτσι έχω επίσης κυκλώσει σεξουαλικούς ρόλους. Ισως επειδή δεν τα συζητάμε αυτά τα πράγματα επειδή είναι άβολα. Είμαι λοιπόν μεγάλη υπέρμαχος του να πετάμε πράγματα εκεί έξω και να βλέπουμε πώς προσγειώνονται», λέει στην Telegraph.
Η θρασύτητα με την οποία αντιμετωπίζει το «Babygirl» τα ταμπού την καθιστά αδελφή ταινία με τo «Birth» (2004) του Τζόναθαν Γκλέιζερ, που τη συναγωνίζεται σε πολυπλοκότητα και παραξενιά. Σε εκείνο το δράμα, η Νικόλ Κίντμαν υποδύεται μια νεαρή χήρα που πείθεται ότι ένα 10χρονο αγόρι είναι η μετενσάρκωση του αείμνηστου συζύγου της. Στην πρεμιέρα του στη Βενετία, όμως, το «Birth» προκάλεσε κατακραυγή, κυρίως εξαιτίας μιας σκηνής στην οποία η ηρωίδα σε μια μπανιέρα με το παιδί.
Δύο δεκαετίες αργότερα, εκείνη η τραυματική εμπειρία την έκανε να ανησυχεί για την προβολή του «Babygirl» στο ίδιο φεστιβάλ, «γιατί θα μπορούσε εύκολα να αποδειχτεί άλλο ένα ναυάγιο. Αλλά στην πραγματικότητα η υποδοχή ήταν πέρα από τα όνειρά μου», λέει.
Θα έπαιζε με τον ίδιο τρόπο σήμερα τη σκηνή του μπάνιου στο «Birth»; «Νομίζω ναι», απαντάει μετά από λίγη σκέψη, «Πάντα ένιωθα τυχερή που έπαιξα σε μια ταινία του Τζόναθαν Γκλέιζερ, γιατί γυρίζει πολύ λίγες» – έκτοτε ακολούθησαν μόνο δύο, το «Under the Skin» (2013) και «The Zone of Interest» (2023) – «και σκέφτηκα ότι ήταν κρίμα που οι αναφορές στο “Birth” περιορίστηκαν στη διαμάχη γύρω από αυτή τη σκηνή αρχικά», λέει η Κίντμαν και περιγράφει την ταινία του Γκλέιζερ σαν «διατριβή για τη μαγική σκέψη της θλίψης, πώς δεν υπάρχει καθορισμένο χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο την ξεπερνάμε, και ότι όταν βρίσκεσαι σε ένα μέρος με τόσο πόνο, μπορείς να πιαστείς από πράγματα που είναι πολύ παράξενα».
Και προσθέτει: «Ως ανθρώπινα όντα, θέλουμε να δώσουμε νόημα σε όλα όσα δεν μπορούμε να ελέγξουμε, που αποδεικνύεται ότι είναι σχεδόν τα πάντα»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News