Ηταν γύρω στο 2005. Η «baby Aston», με έναν ατμοσφαιρικό V8, χωρητικότητας 4,3 λίτρων, απόδοση στους 380 ίππους και ωραίο στροφάρισμα μέχρι τις 7.000 σ.α.λ., σε καλωσόριζε στη διθέσια καμπίνα με ένα γοητευτικό τρόπο. Η συγκεκριμένη, που είχε την καλοσύνη ένας παιδιόθεν φίλος να κουβαληθεί και να τη φέρει εκείνη την ημέρα στα νότια για τη δοκιμή, ήταν με το χειροκίνητο 6άρι. Το επίσης 6 σχέσεων Sportshift ήταν σαφώς κατώτερο των περιστάσεων.
Χώθηκα στην πολυτελή καμπίνα, άφησα το μάτι να εξερευνήσει το μακρύ καπό και σε μια εποχή χωρίς πολλές ηλεκτρονικές ρυθμίσεις –μπορεί και καμία– επιχείρησα να βουτήξω στην εμπειρία ενός αυτοκινήτου που δεν έβλεπες και τόσο συχνά στους ελληνικούς δρόμους. Οχι ότι βλέπεις και τώρα κάθε μέρα μια Aston, αλλά τότε το πέρασμα μιας Vantage ήταν πολύ «wow» θέαμα. Ισως και τζεϊμσμποντικό, αν μου επιτρέπετε.
Πώς ήταν στην πράξη; Ξεκάθαρο gran turismo χωρίς άλλοθι. Δεν θα πήγαινε «απέναντι» στην εγγενή αλητεία ενός BMW Μ3 (Ε92), δεν θα κόντραρε την ωριμότητα εξέλιξης ενός 911 και, ύστερα από μερικά γρήγορα περάσματα, ήταν σαφές πως επρόκειτο για ένα αυτοκίνητο που αισθανόταν στο στοιχείο του όταν το άφηνες να στρετσάρει τον 8κύλινδρο σε πιο ανοιχτές διαδρομές.
Στα «κλειστά» και ασκώντας πίεση πάνω από τα λεγόμενα «7/10», το τιμόνι έδειχνε αδόκιμα βαρύ και το σασί έδειχνε να μην κολακεύεται όταν ψάχνεις να φρενάρεις οριακά στα τελευταία χιλιοστά πριν την ενεργοποίηση του ABS και την κοφτή επίθεση στο apex.
Παρόλα αυτά, η «baby Aston» κολάκευε τον άνθρωπο που έσκασε τα ωραία του λεφτά έναντι πιο προβλεπόμενων επιλογών (όπως αυτών που προαναφέρθηκαν) με ένα βαθύ, ηδονικό ήχο, την αίσθηση μιας εξωτικής ιδιοκτησίας και, φυσικά, με αυτό το σχήμα που έδειχνε ενστικτωδώς όμορφο. Ισως και σέξι.
Επίσης, μπορούσε να επιταχύνει από στάση μέχρι τα πρώτα 100 χλμ. σε 5 δευτερόλεπτα και να σκαρφαλώνει ανενόχλητα στα 280 χλμ. – ταχύτητα την οποία προφανώς δεν πλησίασα καν στη σχετική διαδρομή.
Για την ιστορία, τότε, σε εποχές ευμάρειας, αφθονίας καυσίμου και άδηλων πόρων, η ελληνική εισαγωγική, αν θυμάστε, είχε ανοίξει και το σχετικό showroom κάτω, προς «Ποτάμι» μεριά. Mετά έσφιξαν τα γάλατα και έκλεισε.
Στη συνέχεια, το 2008, μια αναβαθμισμένη έκδοση, αυτήν τη φορά με 4,8 λίτρα, βελτιωμένο λογισμικό στο αυτόματο κιβώτιο και πιο σφιχτή ρύθμιση της ανάρτησης ήρθε για να δικαιώσει μερικά στοιχεία που, τουλάχιστον στη δική μου εμπειρία, ήταν μάλλον αποθαρρυντικά για επιθετική οδήγηση στην «απλή» έκδοση της οποίας είχα την τύχη.
Πιθανότατα, όμως, στον ανοιχτό δρόμο, σε ένα ταξίδι προς την συμπρωτεύουσα, ίσως και ακόμα παραπέρα, αυτή η μικρή Aston Martin ίσως να δικαιούνταν τα επιπλέον χρήματα που καλούσε να κατατεθούν για πάρτη της.
Στην πορεία, το Vantage παρουσιάστηκε και με V12 κινητήρα που σχεδόν μετάλλαξε το χαρακτήρα. Nα θυμίσω επίσης εκείνο το Vantage S που το 2011 ήταν στη σχετική λίστα για το «Αυτοκίνητο της Χρονιάς» του 2011, στο απαιτητικό βρετανικό evo και τον γνωστό βρετανό δημοσιογράφο Κρις Χάρις να το χαρακτηρίζει «the best Vantage ever» στο παντιλικωτό βίντεο που μπορείτε να δείτε ευθύς αμέσως.
Αυτό που συνέβη στη διαδρομή είναι η όλο και πιο οδηγοκεντρική εκδοχή. Συχνά, μάλιστα, επιμένοντας με ένα κλασικό χειροκίνητο κιβώτιο. Αμφότερα δείγματα ότι η Aston, ως φιλοσοφία, ακολούθησε κάτι διαφορετικό από ό,τι ίσως θα περιμέναμε εν μέσω μιας εποχής που στοχεύει σε πελάτες με βαθιές τσέπες που αδιαφορούν για την ακρίβεια, το σοφιστικέ τρόπο εκφοράς της ισχύος και της συνολικής ομοιογένειας ενός αυτοκινήτου. Αυτός, πάντως, που παρέμεινε αμετάβλητος ήταν ένας ήχος που ανασταίνει νεκρούς.
Η τελευταία «στάση» είναι αυτή που βλέπετε στην κεντρική φωτογραφία. Κλασική διάταξη με εμπρός κινητήρα και πίσω κίνηση, V8 μοτέρ 4.0 λίτρων με απόδοση 665 ίππων και (κρατηθείτε…) 800 Nm ροπής, τέλεια κατανομή μαζών με αναλογία 50:50 ανάμεσα στους δύο άξονες, ηλεκτρονικά ελεγχόμενη ανάρτηση Bilstein DTX, ηλεκτρονικά ελεγχόμενο διαφορικό (E-diff), επιτάχυνση στα 0-100 χλμ./ώ. σε 3,5 δ/λ. και τελική στα 325 χλμ/ώ. Φυσικά μαζί με όλο το στυλ και το εκλεπτυσμένα σχεδιασμένο κόκπιτ.
Η εταιρεία το διαχωρίζει από τη γκάμα των σπορ GT, των SUV και, προφανώς, από το κατά πολύ ακριβότερο υπεραυτοκίνητό της, χαρακτηρίζοντάς το ως ‘’performance sport car’’ – αυτό δηλαδή που επιζητά ένα σοβαρά αυξανόμενο μερίδιο αγοράς για αυτοκίνητα που τα απολαμβάνεις στο δρόμο, ενίοτε στην πίστα, αλλά πάντα με συμμετοχή του οδηγού. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσεις και τόση ροπή αποκλειστικά στους πίσω τροχούς όταν η τάση σε αυτήν την κατηγορία ισχύος είναι πλέον προς τετρακίνητες μεταδόσεις;
Κοντολογίς, φαίνεται να είναι άξιος συνεχιστής της παράδοσης της εταιρείας και του ονόματος «Vantage» που πρωτοεμφανίστηκε σε μοντέλο της Aston ακριβώς εξήντα χρόνια πριν, το 1964. Long live the queen. Kαι με έναν Φερνάντο Αλόνσο στη θέση του οδηγού.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News