O προβληματισμός είναι γνωστός και έχει διατυπωθεί πολλές φορές μετά την 7η Οκτωβρίου και την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο έδαφος του Ισραήλ: Θα διατηρηθεί η προσοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο που συνεχίζεται στην Ουκρανία ή το ενδιαφέρον θα ατονήσει μετά το ξέσπασμα του πολέμου του Ισραήλ με τη Χαμάς;
Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, στο διάγγελμά του στις 20 Οκτωβρίου τόνισε ότι «δεν μπορούμε να αφήσουμε τους τυράννους να νικήσουν», αναφερόμενος στον Πούτιν και στη Χαμάς, σηματοδοτώντας έτσι ότι το ενδιαφέρον των ΗΠΑ εστιάζεται και στα δύο μέτωπα. Η διοίκηση Μπάιντεν ζήτησε από το Κογκρέσο να εγκρίνει ένα συνολικό πακέτο συμπληρωματικής χρηματοδότησης 106 δισ. δολαρίων για την παροχή βοήθειας –μεταξύ άλλων– στην Ουκρανία και στο Ισραήλ. Αυτά ειπώθηκαν πριν ο νέος Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Μάικ Τζόνσον, επιμείνει ότι πρέπει να προηγηθεί το πακέτο βοήθειας για το Ισραήλ πριν αποφασίσει το σώμα για την Ουκρανία.
Ο διακεκριμένος αρθρογράφος των New York Times Τόμας Φρίντμαν διερωτάται μήπως ο Τζόνσον είναι «είτε πολύ άπειρος είτε πολύ ιδεοληπτικός (ή και τα δύο)» για να αντιληφθεί τα γεωπολιτικά διακυβεύματα στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω, σχολιάζει πως «ευτυχώς που ο Τζόνσον δεν ήταν πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», γιατί θα πίεζε μόνο για τη χρηματοδότηση του πολέμου κατά των Γερμανών στην Ευρώπη, αλλά όχι κατά των Ιαπώνων στον Ειρηνικό.
«Αυτή είναι μια μεγάλη στιγμή – συγκρίσιμη με το 1945 ή το 1989» τονίζει ο Φρίντμαν για τις ΗΠΑ. Το σκεπτικό του είναι πως αν η Ουκρανία καταφέρει να ξεφύγει από τον κλοιό της Ρωσίας και να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, χάρη στον ισχυρό στρατό της, τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και την τεχνολογική της υπεροχή θα δώσει μια τεράστια ώθηση στην ελεύθερη Ευρώπη.
Για τη Μέση Ανατολή ο αρθρογράφος των NYTimes υποστηρίζει πως αν γίνουν οι κατάλληλοι χειρισμοί ώστε το Ισραήλ να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Παλαιστινιακή Αρχή για μια λύση δύο κρατών –ώστε να ανοίξει και ο δρόμος για την εξομάλυνση των σχέσεών του με τη Σαουδική Αραβία–, αυτό θα αποτελούσε μια σημαντική θετική εξέλιξη για ολόκληρη την περιοχή.
Ο άξονας Ρωσίας – Ιράν
Οι αναλυτές εστιάζουν στο Ιράν, το οποίο παίζει έναν ευρύτερο ρόλο. Προμηθεύει μη επανδρωμένα αεροσκάφη στη Ρωσία και ταυτόχρονα στηρίζει τη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ και τους αντάρτες Χούτι στην Υεμένη. Ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν υποδέχτηκε μια αντιπροσωπεία της Χαμάς στη Μόσχα την περασμένη εβδομάδα και εμβαθύνει διαρκώς τη σχέση του με το Ιράν. O ρώσος πρόεδρος προσφέρει από την πλευρά του προηγμένα αεροσκάφη, τεχνολογικές λύσεις και ενδεχομένως αντιαεροπορικό εξοπλισμό στην Τεχεράνη.
«Βοηθώντας το Ιράν να τροφοδοτήσει τις φλόγες ενός πολέμου μεταξύ του Ισραήλ και των πληρεξουσίων του Ιράν στη Μέση Ανατολή, ο Πούτιν γνωρίζει ότι αναγκάζει τις ΗΠΑ να στείλουν περισσότερα ανταλλακτικά, πυραύλους Patriot και βλήματα πυροβολικού 155 χιλιοστών στο Ισραήλ, αντί για την Ουκρανία» σημειώνει ο Φρίντμαν.
Το Πεντάγωνο έστειλε πριν από λίγες ημέρες ένα δεύτερο αεροπλανοφόρο και επιπλέον μαχητικά αεροσκάφη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής με στόχο να στείλει ένα μήνυμα αποτροπής στο Ιράν και στους συμμάχους του στην περιοχή, όπως η Χεζμπολάχ και οι Χούτι. Στις 20 Οκτωβρίου ο Μπάιντεν μίλησε για «σημείο καμπής», τονίζοντας την ανάγκη καταστολής της τρομοκρατίας της Χαμάς, καθώς και της επιθετικότητας της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας.
Η αναταραχή που εξαπλώνεται από το Ιράν στη Μέση Ανατολή και από τη Ρωσία στην Ουκρανία απορροφά τους αμερικανικούς πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Economist, η σύγκρουση στην Ευρώπη θα μπορούσε να εξαπλωθεί και αλλού εάν η Ρωσία κατάφερνε (ή της επιτρεπόταν από τη Δύση) να πετύχει τον στόχο της στην Ουκρανία.
O Γκίντεον Ράχμαν, από τους σημαντικότερους αρθρογράφους των Financial Times, επισημαίνει τον κίνδυνο της κλιμάκωσης και μιας ευρύτερης σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή. «Για την κυβέρνηση Μπάιντεν η απειλή ενός ευρύτερου πολέμου θεωρείται πλέον η κεντρική πρόκληση σε αυτή την κρίση» σημειώνει.
Mπροστά σε αυτές τις προκλήσεις, οι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί στις ΗΠΑ επιστρέφουν στον απομονωτισμό, τόσο στο εμπόριο όσο και στις διεθνείς σχέσεις, τον οποίο εστερνίστηκαν πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πριν καν εξετάσουν τις συνέπειες μιας πιθανής επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ, αναλυτές θέτουν το ερώτημα αν η Αμερική μπορεί να ενεργεί ως υπερδύναμη εφόσον ένα από τα κόμματά της απορρίπτει την ίδια την έννοια του ρόλου και της ευθύνης της σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οπως σχολιάζει στο Politico ο Αντριου Μίκτα, συνεργάτης της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Atlantic Council, «οι ΗΠΑ πρέπει να σταματήσουν να μιλούν για “ανταγωνισμό μεταξύ μεγάλων δυνάμεων” και αντ’ αυτού να αναρωτηθούν πώς θα έμοιαζε στην πραγματικότητα η “νίκη” σε αυτή τη σύγκρουση μεταξύ δημοκρατιών και δικτατοριών». Πώς θα έμοιαζε, δηλαδή, ένας γεωστρατηγικός χάρτης που θα ευνοούσε τα συμφέροντά τους και τα συμφέροντα άλλων δημοκρατιών.
Ο Φρίντμαν, κλείνοντας το άρθρο του στους New York Times, αναφέρεται στις δύσκολες αλήθειες για τους δύο πολέμους:
- Το Ισραήλ δεν μπορεί να φύγει από τη Γάζα και να διατηρήσει τη υποστήριξη της Δύσης χωρίς έναν αξιόπιστο παλαιστίνιο εταίρο που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της περιοχής.
- Η Ουκρανία δεν θα μπορέσει να διατηρήσει τη Δυτική υποστήριξη, εκτός αν επιτύχει σημαντικά κέρδη έναντι του ρωσικού στρατού τον χειμώνα ή αν αποφασίσει ότι αυτό είναι αδύνατο και συμφωνήσει σε κάποιου είδους εδαφικό συμβιβασμό, με αντάλλαγμα την εγγύηση ασφαλείας του ΝΑΤΟ και μια πορεία προς την ΕΕ.
«Γι’ αυτό σήμερα οι ΗΠΑ πρέπει να βοηθήσουν το Ισραήλ και την Ουκρανία να αμβλύνουν τον άξονα Ρωσίας-Ιράν στα πεδία των αντιπαραθέσεων. Αλλά το επόμενο πρωί μετά τους πολέμους, το Ισραήλ και η Ουκρανία θα πρέπει να αντιμετωπίσουν κάποιες πολύ δύσκολες επιλογές» υπογραμμίζει ο Φρίντμαν. Για τον ίδιο τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Θα απαιτηθούν επώδυνες πολιτικές αποφάσεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News