«Εδώ πάνω», λέει η Λήδα Δ. δείχνοντας πάνω από την ντουλάπα της, «κρατάω πράγματα για όταν θα έχω το δικό μου σπίτι».
Στα 24 της φαίνεται να τα έχει κάνει όλα μια χαρά: παίρνει το δεύτερο πτυχίο της, δουλεύει και στηρίζει τον εαυτό της οικονομικά, ένα δύσκολο επίτευγμα από μόνο του στην καλλιτεχνική βιομηχανία στην οποία δραστηριοποιείται· καταφέρνει ακόμα και να αποταμιεύσει.
Τα διακοσμητικά και οι κούπες που συλλέγει όμως, όπως και εκείνη, δεν έχουν βρει ακόμα τη θέση τους σε αυτό το μελλοντικό δικό της σπίτι, το οποίο αποκτούν πάνω-κάτω σε αυτή την ηλικία οι πρωταγωνιστές στις ταινίες και τις σειρές που της έμαθαν πως «πρέπει» να είναι τα χρόνια της νεαρής ενήλικης ζωής.
Τόσο εκείνη όσο και η προσδοκία της ανεξαρτητοποίησής της παραμένουν εγκλωβισμένες σε μια αίθουσα αναμονής για τη σκληροπυρηνική ενηλικίωση, που δεν είναι άλλη από το παιδικό της δωμάτιο.
Το ίδιο βιώνουν και εκατοντάδες χιλιάδες νέοι στα μεγάλα αστικά κέντρα και τις τουριστικές πόλεις της χώρας, οι γονείς των οποίων δεν μπορούν να τους στηρίξουν οικονομικά ή να τους προσφέρουν ένα διαμέρισμα.
«Δεν νομίζω ότι ξέρω κανέναν στην ηλικία μου που να ζει μόνος του, ειδικά στο Κέντρο, χωρίς στήριξη από την οικογένεια», μεταφέρει η Λήδα. Είτε αυτό είναι χρήματα, διαμέρισμα που ξενοικιάστηκε ή κληρονομήθηκε από συγγενείς που έφυγαν από τη ζωή.
Ο αριθμός «εκατοντάδες χιλιάδες» δεν γράφεται καθ’ υπερβολή: εννιά στους δέκα Ελληνες κάτω των 24 ζούσαν το 2021 στο πατρικό τους, όπως μεταφέρει ο Θεμιστοκλής Μπάκας, πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates.
Οι αριθμοί δεν βελτιώνονται επαρκώς ούτε αν αυξήσουμε το δημογραφικό ως τα 34. Το 72,9% των 18-34 έμεναν το 2021 με τους γονείς τους, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Αυτό είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ μετά την Κροατία και, όπως υπογραμμίζει ο κ. Μπάκας, «αναμένεται να αυξηθεί». Η αιτία είναι αυτό που συζητιέται ιδιωτικά και δημόσια εδώ και πολύ καιρό: οι εξωφρενικές τιμές των ενοικίων στην πόλη.
«Αρνούμαι να δώσω το μισό μου εισόδημα σε νοίκι» λέει χαρακτηριστικά η Λήδα. Για να καταφέρει να φύγει από το σπίτι της, θα έπρεπε να συγκατοικήσει αναγκαστικά, ίσως και με πάνω από ένα άτομα και πάλι να θυσιάσει κάτι: τον ελεύθερο χρόνο της και την καριέρα της.
«Αν θέλω να κάνω καριέρα με βάση τις σπουδές μου, το οποίο προϋποθέτει ότι στην αρχή κάνεις δουλειές οι οποίες δεν σου δίνουν καλά λεφτά, αλλά σε βοηθάνε να χτίσεις το βιογραφικό σου, με βλέπω να μένω εδώ μέχρι τα 30 μου», εξηγεί.
Οι επιλογές της για να φύγει θα ήταν να κάνει άλλη δουλειά, ίσως και δύο, άσχετες με το αντικείμενό της, για να μπορέσει να φύγει. Ούτε αυτό όμως εγγυάται ότι κάποιος μπορεί να φύγει από το σπίτι του.
«Για να φύγω ξανά από το πατρικό μου πρέπει να πάω να μείνω σε ένα ημιυπόγειο όπου το κρεβάτι μου θα είναι μέσα στην κουζίνα» εξηγεί η Αντωνία Κ.
Είναι κι εκείνη 24 ετών και, παρά το γεγονός ότι κάνει έξτρα freelancing, πέρα από τη full-time δουλειά της, χρειάστηκε να επιστρέψει στους γονείς της έπειτα από ένα διάστημα συγκατοίκησης, προκειμένου να διατηρήσει το βιοτικό της επίπεδο.
Αυτό που περιγράφει, δυστυχώς, δεν είναι υπερβολή. Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι κάποιος δεν ενδείκνυται να δίνει πάνω από 30% του εισοδήματός του για τη στέγασή του, τότε ένας νέος που μένει μόνος του και αμείβεται με 900 ευρώ τον μήνα (μετά τους φόρους) δεν γίνεται να ξοδεύει περισσότερα από 300 ευρώ σε ενοίκιο (και αυτό χωρίς να συνυπολογίζονται, χαριστικά, ρεύμα, νερό και θέρμανση).
Αν αναζητήσει κανείς σπίτι με αυτά τα κριτήρια σε δημοφιλή ιστοσελίδα με αγγελίες ακινήτων, θα βρει λιγότερα από 100 διαθέσιμα σπίτια στην Αθήνα και τα προάστιά της. Από αυτά, τα 2/3 είναι τουλάχιστον εικοσαετίας, περίπου τα μισά δεν ξεπερνούν το ύψος του ισογείου και κατά μέσο όρο καταλαμβάνουν… 28 ολόκληρα τετραγωνικά μέτρα.
Αν μιλάμε, πάλι, για ενοίκια έως 200 ευρώ, τα οποία αφορούν όσους νέους αμείβονται με τον βασικό μισθό, οι επιλογές τους συρρικνώνονται δραστικά. Εχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε ένα ημιυπόγειο 22 τ.μ. στην Πλατεία Αττικής και ένα 30 τ.μ. στου Γκύζη, το οποίο ο ενοικιαστής επιβάλλεται να ανακαινίσει, με αντίστοιχη μείωση από το ενοίκιό του.
Η περίπτωση της Αντωνίας καταγράφεται στην αύξηση 3,5% του ποσοστού νέων ανθρώπων που μένουν στην οικογενειακή κατοικία από το 2019 ως το 2021 που προβλέπεται εξίσου να αυξηθεί, όπως μεταφέρει ο κ. Μπάκας.
«Είναι προνόμιο, όμως, ακόμα και να μπορείς να “συγκατοικήσεις” με τους γονείς σου», λέει χαρακτηριστικά η Αντωνία. «Υπάρχουν άτομα που είναι από άλλες πόλεις και μια επιστροφή στο πατρικό σημαίνει να αφήσεις τη δουλειά και τη ζωή σου».
Υπάρχουν, από την άλλη, και περιπτώσεις δύσκολων σχέσεων με την οικογένεια ή και κακοποιητικού περιβάλλοντος, οπότε η επιστροφή σε ένα τέτοιο σπίτι συνεπάγεται σοβαρή υπονόμευση της ψυχικής τους υγείας.
«Πρόκειται για αυτό που ονομάζουμε αθέατη στεγαστική επισφάλεια», εξηγεί ο Αλκης Καφετζής, Project Coordinator στο Ινστιτούτο Eteron για την Ερευνα και την Κοινωνική Αλλαγή, «η οποία δεν προσμετράται σε κάποιο στατιστικό». «Αν μένεις σε ένα σπίτι και δεν έχεις το δικό σου δωμάτιο σε μεγάλη ηλικία, αν δεν μπορείς να θερμάνεις ικανοποιητικά το σπίτι σου, αν πρέπει να επιστρέψεις στο σπίτι των γονιών σου, είναι στεγαστική επισφάλεια».
Η κατάσταση αυτή, που δεν επηρεάζει φυσικά μόνο τους νέους, είναι το προϊόν διαφόρων δυνάμεων που δρουν εντός του αστικού ιστού και αποτελεί έναν τρομερά δύσκολο και συνάμα επείγοντα γρίφο που πρέπει να λύσει το κράτος, όπως και άλλα κράτη της ΕΕ που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα στις πόλεις τους.
«Αυτή τη στιγμή ένας ιδιοκτήτης αντιλαμβάνεται ότι έχει στα χέρια του μια περιουσία που επιτέλους μπορεί να του επιτρέψει να κινηθεί άνετα μετά από δέκα χρόνια κρίσης», περιγράφει ο κ. Καφετζής «και γενικά διαμορφώνει πολύ έντονα την εικόνα ότι αυτή τη στιγμή η κατοικία στην Ελλάδα μπορεί να αποφέρει πολύ μεγαλύτερο κέρδος απ ό,τι παλαιότερα».
Αυτή η αλλαγή νοοτροπίας γύρω από τα ακίνητα, η οποία έχει αρχίσει να μεταβάλλεται από τα χρόνια της κρίσης, κλονίζει τη μικροϊδιοκτησία, το ελληνικό πρότυπο πρόσβασης στη στέγη, έτσι όπως το ξέραμε τις προηγούμενες δεκαετίες.
«Δεν σημαίνει ότι άλλαξε άρδην, αλλά σίγουρα έγινε πολύ πιο δύσκολο για πολλά, πολύ μεγαλύτερα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας να αποκτήσουν πρόσβαση στην ιδιόκτητη κατοικία», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Καφετζής. «Η ελληνική οικογένεια χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό τα σπίτια μέσω πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης για να αυξήσει το εισόδημά της σε αυτή τη δύσκολη περίοδο».
Συγκεκριμένα από το 2019 ως το 2021 μειώθηκε κατά 2,1% το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης, σύμφωνα με τον κ. Μπάκα. «Σε απόλυτο αριθμό αυτό ανέρχεται σε περίπου 82.900 κατοικίες οι οποίες είτε πουλήθηκαν λόγω οφειλών ή οι ιδιοκτήτες άρχισαν να τις εκμεταλλεύονται διαφορετικά».
Ταυτόχρονα η αγορά ακινήτου στην Ελλάδα είναι πλέον εκτεθειμένη σε παγκόσμιες τάσεις. «Υπήρξε μια πολύ μεγάλη κινητικότητα του παγκόσμιου κεφαλαίου που έψαχνε ασφαλείς επενδύσεις, όπως είναι οι κατοικίες», εξηγεί ο κ. Καφετζής. «Επομένως, η κινητικότητα του κεφαλαίου σε συνδυασμό με την πανδημία –στη διάρκεια της οποίας προέκυψαν επιπλέον κεφάλαια που έπρεπε κάπου να τοποθετηθούν– δημιουργεί αυτές τις επιπλέον πιέσεις».
«Σπίτια δηλαδή πωλούνται», λέει ο κ. Μπάκας. «Εχει αλλάξει όμως το προφίλ αυτών που αγοράζουν σπίτια. Αυτός που θα αγοράσει σπίτι πλέον, είτε είναι από το εξωτερικό είτε είναι από την Ελλάδα, θα το κάνει με σκοπό την εκμετάλλευση».
Αυτό μπορεί να σημαίνει «buy to let» μέσω ενοικίασης ή βραχυπρόθεσμης μίσθωσης (με άμεση εκμετάλλευση ή ανάθεση σε κάποια εταιρεία) είτε «buy low to sell high», με σκοπό τη μεταπώληση σε κατοίκους τρίτων χωρών, οι οποίοι μέσω του προγράμματος «Golden Visa», αν δαπανήσουν 250.000 ευρώ (το όριο πρόκειται να ανέβει στο μισό εκατομμύριο για ορισμένες περιοχές), αποκτούν άδεια διαμονής στη χώρα.
Βαρκελώνη, Λισαβόνα, όπως Αθήνα
Σύμφωνα με ρεπορτάζ των New York Times το οποίο εστιάζει σε πολίτες των ΗΠΑ που έρχονται σε πόλεις του ευρωπαϊκού Νότου για τον κοσμοπολιτισμό, την «αυθεντικότητα» και το χαμηλότερο κόστος ζωής, η μαζική αγορά ακινήτων από κατοίκους του εξωτερικού (είτε για ιδιοκατοίκηση, είτε για εκμετάλλευση, είτε για συνδυασμό των δύο) είναι βασικός παράγοντας στην εκτόξευση των ενοικίων σε πόλεις όπως η Βαρκελώνη, η Λισαβόνα και φυσικά η Αθήνα.
Η κυβέρνηση της Πορτογαλίας και ο Δήμος της Βαρκελώνης έχει λάβει μια σειρά από περισσότερο ή λιγότερο παρεμβατικά μέτρα για να αμβλύνει τις πολλαπλές αιτίες του προβλήματος με «δεξαμενές» οικονομικών κατοικιών, κίνητρα για οικονομική μακροχρόνια μίσθωση αλλά ακόμα και γεωγραφικό περιορισμό των βραχυπρόθεσμων μισθώσεων ανά γειτονιά (στη Βαρκελώνη) ανάμεσα σε άλλα.
Παρ’ όλα αυτά, κοιτώντας την αγορά ακινήτων, είναι δύσκολο να βρει κανείς οποιοδήποτε διαμέρισμα κάτω από 400 ευρώ, τόσο στη Βαρκελώνη όσο και στη Λισαβόνα, με τους βασικούς μισθούς να κυμαίνονται στα 1.050 ευρώ στην Ισπανία και στα 760 ευρώ στην Πορτογαλία.
Αυτό αντικατοπτρίζεται και στο ποσοστό πορτογάλων και ισπανών νέων κάτω των 34 που εξακολουθούν να ζουν με τους γονείς τους: για την Πορτογαλία το ποσοστό ανέρχεται στο 72,3% και για την Ισπανία στο 64,5% οι οποίες έχουν το τρίτο και το έκτο υψηλότερο ποσοστό, αντίστοιχα.
Δύσκολη εξακολουθεί να είναι και η κατάσταση των πόλεων, παρά τις προσπάθειες με τα βραχυπρόθεσμα. Η Βαρκελώνη βουλιάζει από 15.655 Airbnb, με 71,7% εξ αυτών να ανήκουν σε ιδιοκτήτες με πολλά διαμερίσματα, ενώ για τη Λισαβόνα τα νούμερα είναι 14.052 και 77,6% αντίστοιχα, σύμφωνα με στοιχεία του Inside Airbnb.
Στην Αθήνα τα ίδια νούμερα είναι 11.056 και 66,3%. Ομως διατηρούν αυξητική τάση και επιφυλάσσουν, πέρα από έλλειψη στέγης για μακροπρόθεσμη κατοίκηση και αυξήσεις των ενοικίων, κινδύνους εξαφάνισης του χαρακτήρα των διαφορετικών σημείων της πόλης.
«Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις άλλαξαν τον χαρακτήρα της ελληνικής πολυκατοικίας», εξηγεί ο κ. Καφετζής. «Υπήρχε μια κοινωνική διαστρωμάτωση στις ελληνικές πολυκατοικίες, από τα χαμηλότερα εισοδήματα στους χαμηλότερους ορόφους, ως τα υψηλότερα στους υψηλότερους, η οποία ήταν ένα φράγμα σε διαδικασίες εξευγενισμού των ελληνικών γειτονιών. Πλέον όμως με τη βραχυχρόνια μίσθωση κάποιες γειτονιές μετατρέπονται σταδιακά, αν θέλετε, σε μονοκαλλιέργειες χρήσης».
Η διαφορά όμως της περίπτωσης της Αθήνας και της Ελλάδας, σε σχέση με άλλες πόλεις της ΕΕ, είναι η διαχρονική έλλειψη στεγαστικής πολιτικής, με εξαίρεση συγκεκριμένα όργανα, όπως ήταν ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, αλλά και η στρατηγική της κοινωνικής καμπάνιας «Σπίτι μου», η οποία αν και «είναι μια αρχή, δεν παρεμβαίνει αρκετά δυναμικά όπως έχουμε δει σε κράτη όπως η Αυστρία και η Ολλανδία» σημειώνει ο κ. Καφετζής.
Την απουσία αυτού του κοινωνικού κράτους ερχόταν να καλύψει η οικογένεια όσον αφορά τη στέγη. «Αν υπήρχε ένα κοινωνικό δίκτυ προστασίας, διαχρονικά, αυτό ήταν η ελληνική οικογένεια» υπογραμμίζει ο κ. Καφετζής. «Και η οικογενειακή περιουσία ήταν ένα πολύ βασικό εργαλείο ώστε τα νεότερα μέλη των οικογενειών να διασφαλίσουν με κάποιον τρόπο μια ποιότητα ζωής μέσα από την ιδιοκατοίκηση. Ετσι διαμορφώθηκε και το όνειρο τού “ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας”», το οποίο για τους πιο ευάλωτους στις νεότερες γενιές φαντάζει όλο και πιο άπιαστο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News