«Οι ορδές των μπολσεβίκων, που δεν κατάφεραν να νικήσουν τους γερμανούς στρατιώτες και τους συμμάχους τους αυτόν τον χειμώνα, θα ηττηθούν και θα εξοντωθούν το καλοκαίρι» είπε μπροστά σε ένα ενθουσιώδες πλήθος, στην τελετή της 15ης Μαρτίου του 1942 για την Ημέρα Μνήμης των Ηρώων, ο Αδόλφος Χίτλερ, ανακοινώνοντας ότι σύντομα οι σημαίες με τους αγκυλωτούς σταυρούς θα κυμάτιζαν και στο Στάλινγκραντ.
«Η πόλη θα καταλαμβανόταν και θα ισοπεδωνόταν μέσα σε οκτώ ημέρες και τα γερμανικά στρατεύματα θα μπορούσαν να πανηγυρίσουν, εκτελώντας ένα εκατομμύριο κομμουνιστές», γράφει σε άρθρο της στη La Repubblica η ιταλίδα δοκιμιογράφος και συγγραφέας Μιρέλα Σέρι.
Στις 21 Αυγούστου του 1942 ο στρατάρχης Φρίντριχ Πάουλους επιτέθηκε στη σοβιετική πόλη, ενώ η Λουφτβάφε βομβάρδιζε βορειότερα: κάπως έτσι άρχισε η θρυλική μάχη –ίσως η πιο θρυλική του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου–, στο πλαίσιο της οποίας η 62η στρατιά του Βασίλι Τσουίκοφ ήρθε αντιμέτωπη με την πανίσχυρη 6η Στρατιά του Φρίντριχ Πάουλους, σε μια θανάσιμη σύγκρουση χωρίς έλεγος.
«Είναι ένα ζήτημα ζωής και θανάτου, από την έκβαση του οποίου εξαρτάται απεριόριστα τόσο το κύρος μας όσο και εκείνο της Σοβιετικής Ενωσης», είχε αναφέρει σχετικά ο Γιόζεφ Γκέμπελς. Επειτα από λίγους μήνες, ωστόσο, η γερμανική ηγεσία είχε αντιληφθεί πως οι ευοίωνες προβλέψεις του Χίτλερ δεν επρόκειτο να επαληθευθούν.
«Εχουν περάσει 80 χρόνια από εκείνες τις μοιραίες ημέρες που οδήγησαν στην ήττα των στρατευμάτων του Αξονα στο ανατολικό μέτωπο. Η καταστροφή ήταν θεμελιώδης για το τέλος του πολέμου και για πρώτη φορά το σύστημα ψευδών ειδήσεων, που βασιζόταν στην προπαγάνδα και στη δημαγωγία, που συνέδεε τον Χίτλερ με τον λαό του, κατέρρευσε: οι Γερμανοί έχασαν την πίστη τους», γράφει η Μιρέλα Σέρι.
Γιατί, όμως, ο Χίτλερ ενδιαφερόταν τόσο πολύ για την πόλη που εκτείνεται κατά μήκος του Βόλγα; Το Στάλινγκραντ δεν ήταν μόνο η πόλη που έφερε το όνομα του μισητού ανταγωνιστή του, του Ιωσήφ Στάλιν, ηγέτη της ΕΣΣΔ. Είχε επίσης τεράστια συμβολική αξία για τον Χίτλερ, καθώς επρόκειτο να αποτελέσει, σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του, τη βάση για τη δημιουργία ενός Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ και για την εγκαθίδρυση της Νέας Τάξης, εξηγεί η ιταλίδα δοκιμιογράφος.
Το ζήτημα δεν ήταν απλώς η ανατροπή του «εγκληματικού» και «παράνομου», σύμφωνα με το Βερολίνο, σοβιετικού καθεστώτος, αλλά και να τεθούν οι βάσεις για την έναρξη της φυλετικής αναδιοργάνωσης της Ευρωπαϊκής Ρωσίας μέσω του Generalplan Ost («Γενικό Σχέδιο για την Ανατολή»), που προέβλεπε την εξόντωση ή τον υποβιβασμό σε εργατικό δυναμικό των λεγόμενων «υπανθρώπων» (Untermenschen): «Ο ρωσικός λαός έπρεπε να υποδουλωθεί, καθώς η εβραϊκή παρουσία θα εξαλειφόταν», συνοψίζει η Σέρι, προσθέτοντας ότι, με αφετηρία την κατάληψη του Στάλινγκραντ, ο Χίτλερ οραματιζόταν την οικοδόμηση μιας ναζιστικής αυτοκρατορίας που θα εκμεταλλευόταν τους πόρους της Ουκρανίας και της Κριμαίας, καθώς και το πετρέλαιο του Καυκάσου.
Επιδιώκοντας να απωθήσουν πάση θυσία τα στρατεύματα της Βέρμαχτ, οι Σοβιετικοί πολεμούσαν στους δρόμους και στις λεωφόρους της ισοπεδωμένης πόλης τους με πολυβόλα, φλογοβόλα και κανόνια, ενώ χάρη σε έναν ελιγμό κατάφεραν να περικυκλώσουν τις γερμανικές δυνάμεις στο αποκαλούμενο από τους Γερμανούς «Kessel» (καζάνι) του Στάλινγκραντ, με τους πολιορκητές να μετατρέπονται σε πολιορκημένους και τους υπερασπιστές της πόλης σε επιτιθέμενους.
Στη Μάχη του Στάλινγκραντ αποδεκατίστηκε και το ιταλικό εκστρατευτικό σώμα στην επικράτεια της ΕΣΣΔ, η 8η Στρατιά, αποστολή της οποίας ήταν η προστασία της 6ης Στρατιάς του Πάουλους, που είχε παγιδευτεί στην πόλη. Μάλιστα, η ιταλίδα δημοσιογράφος αναφέρει πως ο Χίτλερ δεν παρέλειψε να χρεώσει την καταστροφική εξέλιξη τη μάχης στους Ιταλούς, δηλώνοντας πως «οι πολεμικές ικανότητες των ιταλών συμμάχων αξίζουν τη μέγιστη περιφρόνηση». Συνέχισε, όμως, να διακηρύσσει δημόσια ότι το Στάλινγκραντ θα καταλαμβανόταν από τους Γερμανούς.
Ο στρατηγός Πάουλους, άρρωστος, συντόνιζε την αντίσταση των δυνάμεών του από ένα κελάρι του Στάλινγκραντ, ενώ η απόγνωση των στρατιωτών της Βέρμαχτ ήταν γνωστή πλέον σε ολόκληρο τον γερμανικό λαό: «Είμαι απελπισμένος… πείνα, πείνα και μετά βρωμιά, ψείρες… Μέρα νύχτα μας βομβαρδίζουν ασταμάτητα», έγραψε ένας δεκανέας στην οικογένειά του.
Ωστόσο, ο γερμανός δικτάτορας επρόκειτο να διατάξει τα στρατεύματά του να μην εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να συνεχίσουν να πολεμούν μέχρις ενός. Αλλά τη 2α Φεβρουαρίου του 1943, έπειτα από περισσότερο από πέντε μήνες ανηλεών εχθροπραξιών, ο στρατάρχης Πάουλους και ό,τι είχε απομείνει από τη Βέρμαχτ παραδόθηκαν στους Σοβιετικούς. Στη συνέχεια, ο Κόκκινος Στρατός επρόκειτο να ξεκινήσει την αντεπίθεσή του, η οποία θα ολοκληρωνόταν έπειτα από περισσότερο από μία διετία, τον Απρίλιο του 1945, με την είσοδο των σοβιετικών δυνάμεων στο Βερολίνο και την αυτοκτονία του Χίτλερ στο καταφύγιό του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News