«Στη Συρία η τραγωδία του σεισμού μετατρέπεται σε ντέρμπι μεταξύ εν δυνάμει αρωγών και, από τη σκοπιά της Δαμασκού, σε έναν αγώνα η έκβαση του οποίου θα μπορούσε να οδηγήσει στη διεθνή αναγνώριση της κυριαρχίας του καθεστώτος (Ασαντ) ακόμη και στις περιοχές των ανταρτών», γράφει σε άρθρο της στη La Repubblica η Λάουρα Μιρακιάν.
Η ιταλίδα διπλωμάτης καριέρας, που έχει διατελέσει (μεταξύ άλλων) μόνιμη αντιπρόσωπος της Ιταλίας στον ΟΗΕ αλλά και πρέσβειρα της Ρώμης στη Δαμασκό (από το 2000 έως το 2004), εξηγεί πως το πρόβλημα αφορά ουσιαστικά την απαίτηση της Δαμασκού να «εξουσιοδοτήσει» την παροχή διεθνούς βοήθειας και να τη διανείμει σε ολόκληρη την επικράτεια της Συρίας, ακόμη και σε περιοχές που δεν τελούν υπό τον έλεγχο του καθεστώτος Ασαντ, κυρίως στα βορειοδυτικά της χώρας, στην ευρύτερη περιοχή του Ιντλίμπ και σε μεγάλα κομμάτια του Χαλεπίου.
Ειδικά όσον αφορά το Ιντλίμπ, όπου οι ισχυρότατοι σεισμοί της προηγούμενης εβδομάδας προκάλεσαν τα περισσότερα θύματα και τις πιο τρομερές καταστροφές, η Λάουρα Μιρακιάν σημειώνει πως πρόκειται για την πόλη όπου οι δυνάμεις του Ασαντ κατεύθυναν επί χρόνια αντάρτες από άλλες περιοχές, καθώς ανακτούσαν τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων της χώρας (χάρη κυρίως στη ρωσο-ιρανική συνδρομή), με αποτέλεσμα σήμερα η ευρύτερη περιοχή να είναι κατάμεστη από ανθρώπους, έως και τέσσερα εκατ. ψυχές.
Ποιος, όμως, ελέγχει την εν λόγω περιοχή; «Επίσημα η Τουρκία, η οποία τον Μάιο του 2017 έλαβε ένα είδος “πληρεξούσιου” από τη Ρωσία», αναφέρει η ιταλίδα διπλωμάτης. Στην πραγματικότητα, όμως, τελεί σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο της τζιχαντιστικής πολιτοφυλακής Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), η οποία χαρακτηρίζεται ευρέως ως διάδοχος της Αλ Κάιντα στη Συρία.
Οσον αφορά το «ντέρμπι» μεταξύ εν δυνάμει αρωγών των σεισμοπλήκτων της Συρίας, αφορά όσους δεν σκοπεύουν (κυρίως στη Δύση) να υποκύψουν στις αξιώσεις του Ασαντ και εκείνους που, αντιθέτως, παρά την ανείπωτη ανθρώπινη τραγωδία, επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις για να αυξήσουν την επιρροή τους στην ευρύτερη περιοχή.
Η Δαμασκός απευθύνθηκε καταρχάς στα Ηνωμένα Εθνη, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι πολύ γρήγορα εισέπραξε, εκτός από τη δεδομένη αλληλεγγύη της Ρωσίας και του Ιράν, τη στήριξη της Κίνας και ορισμένων αραβικών χωρών, περιλαμβανομένων της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας, οι οποίες μέχρι πριν από λίγες ημέρες θεωρούσαν τον Ασαντ παρία που έπρεπε να εξουδετερωθεί (λόγω των στενών σχέσεών του με το Ιράν).
Ομως, μια Συρία «διαφιλονικούμενη από περιφερειακούς και μη πρωταγωνιστές» σίγουρα δεν είναι κάτι το καινούργιο, σημειώνει η ιταλίδα διπλωμάτης. «Αν κάποιος ήλπιζε ότι η καταστροφή θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα και να ανοίξει τον δρόμο για τη διευθέτηση των διαφορών στο όνομα της ανθρώπινης αλληλεγγύης, πρέπει να αλλάξει γνώμη, αναγνωρίζοντας, αντιθέτως, μια αναζωπύρωση του ανταγωνισμού που συνεχίζεται εδώ και χρόνια, αυτή τη φορά με ένα πρόσχημα ανθρωπιστικής έμπνευσης» προσθέτει.
Αξιοσημείωτη εξέλιξη θεωρεί ότι τη Δαμασκό προσφέρθηκε να συνδράμει και το Ισραήλ, παρότι επίσημα βρίσκεται σε πόλεμο με τη Συρία και τα προηγούμενα χρόνια έπληξε στρατιωτικές αποθήκες του Ιράν στη χώρα, καθώς και φορτία όπλων που προορίζονταν για τη Χεζμπολάχ, στον Λίβανο.
Οπως και ότι η Τουρκία, η οποία έως πρόσφατα οραματιζόταν μια τέταρτη στρατιωτική εκστρατεία στη Βόρεια Συρία με στόχο την προστασία των συνόρων της από τις κουρδικές πολιτοφυλακές, επέτρεψε την απομάκρυνση των συντριμμιών από το συνοριακό πέρασμα Μπαμπ αλ Χάουα, το μοναδικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας δια ξηράς στις πληγείσες περιοχές.
«Το “κουρδικό πρόβλημα” για τον Ερντογάν παραμένει επίκαιρο, αν και πλέον προτεραιότητα δεν μπορεί παρά να είναι η τεράστια καταστροφή, στο πλαίσιο μιας ήδη κατεστραμμένης οικονομίας, παραμονές των εκλογών που θα έπρεπε να τον εδραιώσουν στην ηγεσία της χώρας», συνοψίζει η Λάουρα Μιρακιάν. Αυτό σημαίνει πως στην παρούσα φάση η αντιμετώπιση του «κουρδικού ζητήματος» αναβάλλεται επ’ αόριστον, ενώ η όποια εξέλιξη θα εξαρτηθεί και από το αν θα συνεχιστεί η προσπάθεια προσέγγισης του Ασαντ από την Αγκυρα, με στόχο να αναλάβει η Δαμασκός, όπως θα ήθελε ο τούρκος πρόεδρος, τον περιορισμό της δράσης των κουρδικών πολιτοφυλακών και των τζιχαντιστικών οργανώσεων.
Παρότι περίμενε για μέρες, ο Ασαντ αναγκάστηκε τελικά να ζητήσει τη συνδρομή των ΗΠΑ και της Ευρώπης, κυρίως λόγω της ξεκάθαρης ανικανότητας του καθεστώτος του να διαχειριστεί την ανείπωτη καταστροφή. Η ΕΕ έχει ήδη κινητοποιηθεί, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, ενώ και οι ΗΠΑ σκοπεύουν να κάνουν το ίδιο, «ανεξάρτητα από το ποιος ελέγχει τα εδάφη» και δίχως να αποκλείουν το ενδεχόμενο μερικής (προσωρινής) άρσης των μονομερών κυρώσεων.
«Η Δαμασκός δεν θα μπορέσει να επιβάλει όρους ή να ανταλλάξει την πρόσβαση στους σεισμόπληκτους με την αποκατάσταση του καθεστώτος» θεωρεί η ιταλίδα διπλωμάτης. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός ότι «τα θύματα ανέρχονται σε χιλιάδες, ενώ οι άστεγοι σε δεκάδες χιλιάδες. Πρόκειται για μια κατάσταση που προστίθεται δραματικά σε εκείνη που προέκυψε έπειτα από χρόνια εξεγέρσεων, καταστολών και συγκρούσεων δι’ αντιπροσώπων, που στέρησαν από μια χώρα μεσαίου εισοδήματος και 23 εκατ. κατοίκων το μέλλον της, προκαλώντας μισό εκατομμύριο νεκρούς και τον εκτοπισμό του μισού πληθυσμού της» υπογραμμίζει, θυμίζοντας πως πάρα πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους κατέφυγαν στην Ευρώπη (μέσω της βαλκανικής οδού ή διασχίζοντας το Αιγαίο), ενώ περισσότεροι από 3,5 εκατ. Σύροι ζουν σήμερα στην Τουρκία, η οποία αποζημιώθηκε για τη φιλοξενία της από την ΕΕ με τη γενναιόδωρη όσο και προμελετημένη συμφωνία που επιτεύχθηκε τον Μάρτιο του 2016.
«Ηδη πριν από τον σεισμό, το 90% των Σύρων ζούσε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, με κατεστραμμένες υποδομές, ένα Σύστημα Υγείας υπό κατάρρευση και χιλιάδες κρούσματα χολέρας. Λαμβάνουν βοήθεια μόνο μέσω “ανθρωπιστικών διαδρόμων” που ανοίγουν διάφορες Εκκλησίες. Είχαμε σχεδόν ξεχάσει αυτή τη Συρία. Τώρα αναδύεται ξανά μέσα από σωρούς ερειπίων», καταλήγει η πρώην ιταλίδα πρέσβης στη Συρία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News