Η αναπάντεχη αναστολή της χρηματοδότησης της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ και η αναταραχή που επικρατεί στην Ουάσινγκτον για το ζήτημα αποτελεί σίγουρα καλή είδηση για το Κρεμλίνο. Μπορεί προς το παρόν η διαμάχη να περιορίζεται στο εσωτερικό των Ρεπουμπλικανών, αλλά υπέρ του κλεισίματος της στρόφιγγας, πέρα από τον Ντόναλντ Τραμπ, τον Ρον ΝτεΣάντις (τους επικρατέστερους για το προεδρικό χρίσμα του κόμματος) και οκτώ στους δέκα υποστηρικτές τους, τάσσονται και σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί.
Οπως υποστηρίζεται ευρέως αυτές τις ημέρες –και σε αυτό ευελπιστεί ο Πούτιν–, το κόστος του πολέμου έχει αρχίσει να κουράζει κάποιους από τους συμμάχους της Ουκρανίας, από τις ΗΠΑ έως την Πολωνία, την Τσεχία και την Ουγγαρία.
Σύντομα, ωστόσο, ο οικονομικός αντίκτυπος του πολέμου πρόκειται να γίνει επώδυνα αισθητός και στην ίδια τη Ρωσία, ενώ ο ρώσος πρόεδρος πιθανότατα δεν θα είναι σε θέση να προστατεύσει τον ρωσικό λαό. Αυτό υποστηρίζει τουλάχιστον ο Economist σε εκτενή ανάλυσή του. Σύμφωνα με το έγκριτο βρετανικό έντυπο, το πρώτο σημάδι που θα έπρεπε να ανησυχεί το Κρεμλίνο είναι η υποτίμηση του ρουβλίου.
Πέρυσι τον Σεπτέμβριο, με ελάχιστα παραπάνω από 60 ρούβλια μπορούσε κάποιος να αγοράσει ένα δολάριο, ενώ σήμερα χρειάζεται 100. Αυτό αποτελεί «ένα συμβολικό πλήγμα για τους απλούς Ρώσους, που ταυτίζουν ένα ισχυρό νόμισμα με μια ισχυρή χώρα, αλλά και αιτία εντάσεων στο ρωσικό κράτος» γράφει ο Economist, καθώς η υποτίμηση του ρουβλίου «διέλυσε τη συναίνεση που υπήρχε πέρυσι, όταν η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας και το υπουργείο Οικονομικών συνεργάζονταν αρμονικά. Τώρα, καθώς ο πληθωρισμός αυξάνεται και η ανάπτυξη επιβραδύνεται, τα δύο θεσμικά όργανα στρέφονται το ένα εναντίον του άλλου», παρότι αυτό που διακυβεύεται είναι «η ικανότητα της χώρας να διεξάγει πόλεμο αποτελεσματικά».
Στα πρώτα στάδια της σύρραξης, το κύριο μέλημα ήταν να αποτραπεί η κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, αμέσως μετά την έναρξη της εισβολής οι αρμόδιοι φορείς επέβαλαν αυστηρούς ελέγχους κεφαλαίων και διπλασίασαν τα βασικά επιτόκια, ούτως ώστε να αποτρέψουν τους πολίτες από το να σπεύσουν να αποσύρουν μαζικά τις οικονομίες τους από το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας.
Κάποια στιγμή η ισοτιμία του ρουβλίου έναντι του δολαρίου ήταν 135 προς ένα, όμως στη συνέχεια άρχισε σταδιακά να ανακάμπτει. Δραματικά υποχώρησαν αρχικά και οι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, πριν αρχίσουν να βελτιώνονται, ενώ μετά, το υπουργείο Οικονομικών της Ρωσίας, βλέποντας τα έσοδά του να αυξάνονται από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, άρχισε να δαπανά μεγάλα ποσά για αμυντικές δαπάνες και κοινωνικές παροχές.
Η σημαντική αύξηση των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου επέφερε επίσης ανατίμηση του ρωσικού νομίσματος, η οποία μείωσε, με τη σειρά της, το κόστος των εισαγωγών και στη συνέχεια τον πληθωρισμό. Αυτό παρείχε στην Κεντρική Τράπεζα τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει στη δημοσιονομική επέκταση, μειώνοντας τα επιτόκια κάτω από τα επίπεδα που βρίσκονταν τις ημέρες πριν από την εισβολή.
Κατά τη διάρκεια του 2022, ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 14% και το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 2%, το οποίο σημαίνει πως η απόδοση της ρωσικής οικονομίας ήταν μεν ασθενής, αλλά πολύ καλύτερη σε σχέση με τις προβλέψεις. Και την περασμένη εβδομάδα ο Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσε ότι «το στάδιο ανάκαμψης για τη ρωσική οικονομία έχει τελειώσει». Ωστόσο, επισημαίνει ο Economist, το νέο στάδιο στο οποίο εισέρχεται ενώ μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία πρόκειται να φέρει τους αρμόδιους φορείς αντιμέτωπους με δύσκολες επιλογές.
Εχοντας κατά νου τις προεδρικές εκλογές που θα διεξαχθούν στη Ρωσία τον ερχόμενο Μάρτιο, το υπουργείο Οικονομικών θέλει να στηρίξει την οικονομία. Το Bloomberg μετέδωσε ότι η Μόσχα σχεδιάζει να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες από 3,9% σε 6% επί του ΑΕΠ. Το υπουργείο Οικονομικών θέλει επίσης να αυξήσει τις δαπάνες κοινωνικής προστασίας. «Ο Πούτιν θέλει να κρατήσει την οικονομία ζεστή» συνοψίζει ο Economist, αναφέροντας ότι πρόσφατα ο ρώσος πρόεδρος καυχήθηκε για το ιστορικό χαμηλό ποσοστό ανεργίας στη Ρωσία, χαρακτηρίζοντάς το «έναν από τους πιο σημαντικούς δείκτες της αποτελεσματικότητας ολόκληρης της οικονομικής μας πολιτικής» (αν και στη μείωση της ανεργίας συνέβαλαν επίσης η στρατολόγηση και η φυγή από τη χώρα χιλιάδων ανδρών).
Το ζήτημα, όμως, είναι πως η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας δεν είναι πλέον πρόθυμη να συνδράμει σε αυτή την προσπάθεια, και το πρόβλημα είναι και πάλι το ρούβλι. Εχει αρχίσει να υποχωρεί ξανά, εν μέρει επειδή οι επιχειρηματίες τραβούν χρήματα από τη χώρα. Οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου για μεγάλο μέρος του τρέχοντος έτους μείωσαν επίσης την αξία των εξαγωγών.
Συγχρόνως, η Ρωσία έχει βρει νέες πηγές σχεδόν για τα πάντα, από μικροτσίπ μέχρι ανθρακούχα ποτά, αλλά η αύξηση των εισαγωγών επέφερε και αύξηση της ζήτησης, μειώνοντας την αξία του ρουβλίου. Καθώς, λοιπόν, το κόστος αυτών των εισαγωγών αυξάνεται, η υποτίμηση του νομίσματος συμβάλλει στην αύξηση του πληθωρισμού, ενώ παρόμοια επίδραση έχει και η δημοσιονομική τόνωση, όπως προειδοποίησε η Ελβίρα Ναμπιούλινα, επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας.
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 5,5% από την αρχή τους έτους έως τον Σεπτέμβριο, ενώ τον Ιούλιο το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 4,3%. Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις ότι θα υπάρξει ένας «δεύτερος γύρος» αρνητικών επιδράσεων λόγω της αύξησης του πληθωρισμού. Ο Economist αναφέρει ενδεικτικά πως ο ρυθμός αύξησης των ονομαστικών μισθών υπερβαίνει το 50% σε σχέση με ό,τι ίσχυε πριν από την πανδημία, παρότι η αύξηση της παραγωγικότητας παραμένει χαμηλή. Ομως οι υψηλότεροι μισθοί αυξάνουν τα έξοδα των εταιρειών, οι οποίες ενδέχεται να αντιδράσουν αυξάνοντας τις τιμές των προϊόντων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελβίρα Ναμπιούλινα υποχρεώθηκε να αναλάβει δράση. Τον Αύγουστο η Κεντρική Τράπεζα κλόνισε τις αγορές αυξάνοντας τα επιτόκια κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες και κατά μία επιπλέον ποσοστιαία μονάδα έναν μήνα αργότερα. «Η ελπίδα είναι ότι τα υψηλότερα επιτόκια δελεάζουν τους ξένους επενδυτές να αγοράσουν ρούβλια. Η αύξηση του κόστους δανεισμού θα πρέπει επίσης να μειώσει την εγχώρια ζήτηση για εισαγωγές» εξηγεί ο Economist.
Ωστόσο, τα υψηλότερα επιτόκια δημιουργούν προβλήματα στο υπουργείο Οικονομικών, «καθώς η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης συνεπάγεται περισσότερη ανεργία και μικρότερες αυξήσεις μισθών. Τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν επίσης το κόστος δανεισμού, πλήττοντας τους κατόχους στεγαστικών δανείων καθώς και την ίδια την κυβέρνηση». (Τον περασμένο Δεκέμβριο, το υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε ότι ήταν καλή ιδέα να βασιστεί περισσότερο στο χρέος κυμαινόμενου επιτοκίου – ακριβώς τη στιγμή που το κόστος δανεισμού άρχισε να αυξάνεται. Τον Αύγουστο, όμως, έχοντας επίγνωση των υψηλότερων επιτοκίων, ακύρωσε μια προγραμματισμένη δημοπρασία.)
Στην παρούσα φάση, ο ρώσος πρόεδρος θα ήθελε «να τετραγωνίσει τον κύκλο», στηρίζοντας το ρούβλι, δίχως όμως πρόσθετες αυξήσεις επιτοκίων, και αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο μέσω μιας σημαντικής αύξησης των εξαγωγών πετρελαίου.
Θεωρητικά, δύο παράγοντες λειτουργούν υπέρ της Ρωσίας. Ο ένας είναι η αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Από τον Ιούλιο, οι περικοπές στην παραγωγή από τη Σαουδική Αραβία και η εξασθένιση των φόβων για παγκόσμια ύφεση συνέβαλαν στην αύξηση της τιμής του αργού Brent κατά σχεδόν ένα τρίτο, στα 97 δολάρια το βαρέλι.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η μείωση της διαφοράς μεταξύ της τιμής του πετρελαίου Urals και του πετρελαίου Brent (από 30 δολάρια τον Ιανουάριο σε 15 δολάρια σήμερα), ενώ εκτιμάται πως θα γίνει και περαιτέρω μείωση. Τον περασμένο Δεκέμβριο, τα μέλη της Ομάδας των Επτά (G7) απαγόρευσαν στις ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες τους να παρέχουν τη συνδρομή τους για τη μεταφορά του σε όσες χώρες εξακολουθούν να το αγοράζουν, εφόσον η τιμή ξεπερνούσε τα 60 δολάρια το βαρέλι. Ομως η Ρωσία αντέδρασε δυναμικά, δημιουργώντας έναν «στόλο-φάντασμα» από δεξαμενόπλοια (που ανήκουν σε μεσάζοντες στην Ασία και στον Περσικό Κόλπο) και χρησιμοποιώντας κρατικούς πόρους για την ασφάλιση των αποστολών.
Ομως, σύμφωνα πάντα με την ανάλυση του Economist, «τα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές πετρελαίου πιθανότατα δεν θα αυξηθούν περισσότερο. Οι υψηλότερες τιμές μπορεί να μειώσουν την κατανάλωση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ανάκαμψη της Κίνας από την πολιτική μηδενικής ανοχής έναντι της Covid φαίνεται να έχει τελειώσει. Ο Ρέιντ Λ’Ανσον της Kpler, μιας εταιρείας ανάλυσης δεδομένων, εκτιμά ότι οι ΗΠΑ, η Βραζιλία και η Γουιάνα θα μπορούσαν μαζί να αυξήσουν την παραγωγή κατά 670.000 βαρέλια κάποια στιγμή το επόμενο έτος, αντισταθμίζοντας τα δύο τρίτα των σημερινών περικοπών της Σαουδικής Αραβίας. Οι αγορές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης υποδεικνύουν ότι οι τιμές θα μειώνονται κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2024. Αν και η Ρωσία θα μπορούσε να εξάγει περισσότερο πετρέλαιο, κάτι τέτοιο θα επιτάχυνε τη μείωση».
Αλλά η Μόσχα πρέπει ούτως ή άλλως να αρχίσει να κερδίζει περισσότερα από το πετρέλαιο, απλώς για να διατηρήσει σταθερά τα συνολικά έσοδα από τις εξαγωγές της, λόγω της δραστικής μείωσης των πωλήσεων φυσικού αερίου μετά το κλείσιμο του κύριου αγωγού της προς την Ευρώπη: στα μέσα του προηγούμενου μήνα τα έσοδά της ήταν μόλις 74 εκατ. ευρώ, ενώ πέρυσι την ίδια περίοδο ήταν 290 εκατ. και στην ΕΕ γίνεται λόγος για περιορισμό των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Εν τω μεταξύ, και οι πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Ευρώπης έχουν αρχίσει να μειώνουν την εξάρτησή τους από το ρωσικό ουράνιο.
Αρα, όσο ο πληθωρισμός επιμένει, τόσο θα εντείνεται η αντιπαράθεση μεταξύ της κυβέρνησης και της ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας. «Ο πειρασμός της σπατάλης ενόψει των προεδρικών εκλογών του επόμενου έτους θα πυροδοτήσει εντάσεις, αναγκάζοντας την Κεντρική Τράπεζα, είτε να ανεβάσει τα επιτόκια σε εξουθενωτικά επίπεδα είτε να εγκαταλείψει τη μάχη, προκαλώντας έτσι εκτίναξη του πληθωρισμού. Εναλλακτικά ο Πούτιν θα μπορούσε να μειώσει τις στρατιωτικές δαπάνες – αλλά τα σχέδιά του για το 2024 δείχνουν ότι δεν ενδιαφέρεται να κάνει κάτι τέτοιο. Οσο περισσότερο συνεχίζεται ο πόλεμός του, τόσο περισσότερες μάχες θα χρειαστεί να δώσει στην πατρίδα του» αποφαίνεται ο Economist.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News