Μέσα στο ιδιαίτερα περίπλοκο και ασαφές σκηνικό που διαμορφώνεται στη Μέση Ανατολή υπάρχουν οι βασικοί παίκτες, οι αντιπρόσωποί τους, τα παράπλευρα θύματα και οι «άγνωστοι Χ». Ο μεγαλύτερος και σημαντικότερος της τελευταίας κατηγορίας είναι δίχως αμφιβολία η Κίνα. Οχι μόνο επειδή ο ρόλος της είναι έμμεσος, αλλά και διότι είναι μια χώρα που έτσι κι αλλιώς κρατάει τα χαρτιά της ερμητικά κλειστά.
Φαινομενικά, η Κίνα στηρίζει το Ιράν. Τόσο πρακτικά (που είναι το πιο σημαντικό) όσο και ηθικά. Μέχρι ποιου σημείου, όμως; Και πόσο επιθυμεί, τελικά, μια ανοιχτή σύγκρουση ανάμεσα στην προστατευόμενή της Τεχεράνη και το Τελ Αβίβ; Η απάντηση δεν είναι εύκολη.
Τον περασμένο μήνα, γράφει ο Economist, καθώς κλιμακώνονταν οι εντάσεις μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ, η Κίνα βοήθησε στη διοργάνωση ενός πενθήμερου φεστιβάλ κινεζικού κινηματογράφου στην Τεχεράνη. Πρώτη ταινία ήταν η υπερπαραγωγή «The Battle at Lake Changjin» (Η Μάχη στη Λίμνη Τσανγκτζίν). Το δράμα εκθειάζει τον ηρωισμό των κινέζων στρατιωτών που πολέμησαν εναντίον των αμερικανικών στρατευμάτων στον πόλεμο της Κορέας του 1950-53.
«Ρίξτε μια γροθιά για να αποφύγετε εκατό» εμφανίζεται να λέει ο Μάο Τσε Τουνγκ. Εθνικιστές μπλόγκερ στην Κίνα έσπευσαν να κάνουν τους παραλληλισμούς: «Το Ιράν δεν μπορεί να μείνει με σταυρωμένα τα χέρια, ακόμα κι αν οι ΗΠΑ είναι πίσω από το Ισραήλ!» έγραψε ένας εξ αυτών.
Οι κινέζοι αξιωματούχοι, ωστόσο, μπορεί να είναι λιγότερο πρόθυμοι για μια πλήρη κλιμάκωση της έντασης. Το Ιράν εκτόξευσε ένα μπαράζ πυραύλων στο Ισραήλ την 1η Οκτωβρίου. Το Ισραήλ σφυροκοπά ανηλεώς τους πληρεξούσιους του Ιράν στη Γάζα και στον Λίβανο. Ολα αυτά προκαλούν αναστάτωση στην Κίνα, η οποία είναι μακράν η πιο ισχυρή από τις τέσσερις χώρες –συμπεριλαμβανομένων επίσης του Ιράν, της Βόρειας Κορέας και της Ρωσίας– που η Δύση αποκαλεί «άξονα της ανατροπής» και «κουαρτέτο του χάους».
Οι τέσσερις χώρες έχουν, πράγματι, ένα κοινό: απόλυτη περιφρόνηση για την παγκόσμια τάξη που καθοδηγείται από τις ΗΠΑ, αλλά και την ετοιμότητα για να τη διαταράξουν. Οι σχέσεις μεταξύ τους, όμως, είναι συχνά σκιώδεις, επισημαίνει ο Economist. Και παρά τη διαρκή επίδειξη δύναμης που κάνει η Κίνα στο θέμα της Ταϊβάν, υπάρχουν όρια στην όρεξη του Πεκίνου για σύγκρουση, πολλώ δε μάλλον ανοιχτή.
Η σχέση της Κίνας με το Ιράν βαθαίνει το δίλημμά της. Οι κινέζοι ηγέτες βλέπουν με πολύ καλό μάτι την κοσμοθεωρία του. Πέρυσι το Ιράν προσχώρησε στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, μια ευρασιατική λέσχη ασφάλειας και οικονομίας με επικεφαλής την Κίνα και τη Ρωσία. Τον Ιανουάριο το Ιράν έγινε δεκτό στους BRICS, μια άλλη ομάδα που η Κίνα και η Ρωσία προσπαθούν να καλλιεργήσουν ως αντίβαρο στη Δύση.
Και βέβαια, είναι στη μέση και τα πετρέλαια, τα οποία το Ιράν τής προσφέρει απλόχερα. Ο όγκος αυτού του εμπορίου είναι δύσκολο να υπολογιστεί ποσοτικά λόγω των περίπλοκων μηχανισμών που χρησιμοποιούν η Κίνα και το Ιράν για να αποφύγουν τις αμερικανικές κυρώσεις. Ωστόσο οι εκτιμήσεις τον ανεβάζουν στο 10%-15% των εισαγωγών αργού πετρελαίου της Κίνας. Αυτό είναι, επίσης, το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών καυσίμων του Ιράν.
Ως ο μεγαλύτερος αγοραστής ξένου πετρελαίου στον κόσμο, η Κίνα ανησυχεί για τον πιθανό αντίκτυπο ενός ευρύτερου πολέμου στη Μέση Ανατολή – τόσο για τη ροή όσο και για το κόστος του καυσίμου. Το Ιράν τής πουλάει φθηνά το πετρέλαιό του. Μια ισραηλινή επίθεση στις ιρανικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις θα οδηγούσε την Κίνα σε μεγαλύτερη εξάρτηση από άλλους, ακριβότερους προμηθευτές, όπως η Σαουδική Αραβία. Ακόμη κι έτσι, οι αποστολές της Σαουδικής Αραβίας προς την Κίνα θα μπορούσαν να παρεμποδιστούν στα στενά του Ορμούζ ή στην Ερυθρά Θάλασσα με πυραυλικές επιθέσεις από πλευράς Ιράν ή από τους υποστηριζόμενους από την Τεχεράνη Χούθι της Υεμένης.
Αυτό δύσκολα θα μπορούσε να πλήξει την Κίνα, γράφει ο Economist. Θεωρείται ότι διαθέτει αποθέματα που θα κάλυπταν τρεις ή τέσσερις μήνες χαμένων εισαγωγών. Και το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει το 18% του ενεργειακού εφοδιασμού της Κίνας, σε σύγκριση με το 34% των HΠA.
Ωστόσο, ένας ευρύτερος πόλεμος στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να απειλήσει τα εμπορικά συμφέροντα της Κίνας στην περιοχή. Το Πεκίνο έχει διοχετεύσει δισεκατομμύρια δολάρια σε έργα ενέργειας και υποδομών, ειδικά σε χώρες του Κόλπου όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Το Ισραήλ είναι επίσης αποδέκτης κινεζικών επενδύσεων, παρά τη μακροχρόνια υποστήριξη της Κίνας προς την παλαιστινιακή υπόθεση.
Τι θέλει η Κίνα από τη Μέση Ανατολή;
Η Κίνα παρακολουθεί την αμερικανική ισχύ να μειώνεται στη Μέση Ανατολή και «βλέπει» μια ευκαιρία για την ίδια. Εχει σφυρηλατήσει στενούς δεσμούς με το Ιράν, αλλά και με τη Σαουδική Αραβία και τους άλλους αντιπάλους του Ιράν. Κοινώς, παίζει σε όλα τα ταμπλό. Η Κίνα περιγράφει τις μεγάλες επενδύσεις της στην περιοχή ως μέρος της πρωτοβουλίας Belt and Road, ενός παγκόσμιου προγράμματος κατασκευής υποδομών που στοχεύει στην ενίσχυση του εμπορίου και της κινεζικής επιρροής.
Η πολιτικά τυφλή προσέγγιση του Belt and Road την έχει βοηθήσει να χαρακτηριστεί «μια υπερδύναμη που δεν παρεμβαίνει» και να την κρατήσει έξω από τα επιμέρους πολιτικά παιχνίδια. Η ίδια επιδιώκει να καλλιεργήσει αυτή την εικόνα μεταξύ των χωρών του παγκόσμιου Νότου, τις οποίες θεωρεί αντίβαρο στις ΗΠΑ.
Καθώς όμως η Μέση Ανατολή δείχνει να οδεύει προς ευρύτερη σύγκρουση, με το Ιράν στο επίκεντρό της, η διπλωματική ανεπάρκεια της Κίνας στην περιοχή κινδυνεύει να αποκαλυφθεί. Το Πεκίνο έχει κάνει τεράστιες προσπάθειες για να αποδείξει ότι η άποψή του «μετράει».
Για παράδειγμα, τον Μάρτιο του περασμένου έτους μεσολάβησε στα τελικά στάδια μιας συμφωνίας μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας για την αποκατάσταση των διπλωματικών τους σχέσεων, που είχαν διακοπεί εδώ και καιρό. Τον Ιούλιο οι αντίπαλες παλαιστινιακές φατρίες, η Φατάχ και η Χαμάς, ανακοίνωσαν ότι έφτασαν σε μια ασαφή συμφωνία στο Πεκίνο για τον σχηματισμό νέας παλαιστινιακής κυβέρνησης μόλις τελειώσει ο πόλεμος στη Γάζα.
Ωστόσο αυτές οι κινήσεις δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Το Ισραήλ απέρριψε τη «Διακήρυξη του Πεκίνου», καθώς δεν επιθυμεί τον παραμικρό ρόλο για τη Χαμάς επί παλαιστινιακών εδαφών.
Η οικονομική εξάρτηση του Ιράν από την Κίνα φαίνεται να παρέχει στο Πεκίνο μόχλευση έναντι της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Αλλά η Κίνα, προφανώς, αυτό που θέλει περισσότερο είναι η διαρκής εμπλοκή των ΗΠΑ στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Μια Αμερική που έχει την προσοχή της στραμμένη στους πολέμους στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή θα έχει λιγότερη όρεξη να αντιμετωπίσει την Κίνα στην υπόθεση της Ταϊβάν. Ετσι τουλάχιστον πιστεύει το Πεκίνο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κίνα είναι πρόθυμη να ρίξει λάδι στη φωτιά. Σε έκθεσή του αυτόν τον μήνα, το Carnegie Endowment for International Peace, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσινγκτον, περιέγραψε τους δεσμούς ασφαλείας μεταξύ Κίνας και Ιράν ως «πολύ περιορισμένους». Σημείωσε ότι «υπάρχουν φήμες» για την παροχή δορυφορικής τεχνολογίας από την Κίνα για το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν.
Ωστόσο, πρόσθεσε, σύμφωνα με τον Economist, «μέχρι στιγμής οι στρατιωτικοί καρποί της συμφωνίας περιλαμβάνουν μόνο μερικές κοινές ασκήσεις, που οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών κρίνουν ότι έχουν μικρή επιχειρησιακή αξία». Και παρότι η συμφωνία περιλάμβανε παροχή 400 δισ. δολαρίων σε κινεζικές επενδύσεις στο Ιράν επί 25 χρόνια, η Κίνα δεν δείχνει καμία προθυμία να ρίξει χρήμα εκεί.
Για το Πεκίνο, τα δύο άλλα μέλη του κουαρτέτου προκαλούν πιο ζωτικής σημασίας ανησυχίες. Η Ρωσία και η Βόρεια Κορέα συνορεύουν αμφότερες με την Κίνα και λειτουργούν ως ζώνες προστασίας έναντι της εξάπλωσης της αμερικανικής δύναμης και επιρροής. Αλλά ακόμη και με αυτές τις χώρες η Κίνα είναι επιφυλακτική. Παρέχει μεν τεράστια τεχνολογική υποστήριξη στις αμυντικές βιομηχανίες της Ρωσίας, αλλά όχι και όπλα για χρήση εναντίον της Ουκρανίας. Η Κίνα έχει επίσης καταστήσει σαφή την αντίθεσή της στην απειλούμενη χρήση πυρηνικών όπλων από τη Ρωσία.
Οσον αφορά τη Βόρεια Κορέα, η Κίνα δεν την εμπόδισε μεν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, αλλά θύμωσε ξεκάθαρα από την κίνηση αυτή. Το Carnegie Endowment λέει ότι μια συμφωνία που μοιάζει με αμυντική συνθήκη μεταξύ Βόρειας Κορέας και Ρωσίας, η οποία υπεγράφη τον περασμένο Ιούνιο, «θα μπορούσε να βάλει τη Ρωσία σε μπελάδες με την Κίνα, η οποία δεν θέλει να χάσει τον έλεγχο της Πιονγκγιάνγκ».
Για την Κίνα όλοι αυτοί οι αυταρχικοί φίλοι της είναι χρήσιμοι στη διαρκή προσπάθειά της να ενοχλεί τις ΗΠΑ. Αλλά, καταλήγει ο Economist, τους αντιμετωπίζει επίσης με προσοχή, δείχνοντας μικρότερη προθυμία για ρίσκο από τα άλλα μέλη της τετράδας.
Στη Μέση Ανατολή δεν θέλει να εμπλακεί σε μια περίπλοκη διαμάχη. Αν πραγματικά ξεσπάσει ανοιχτός πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, οι ηγέτες στο Πεκίνο είναι πιθανό να τον παρακολουθήσουν από διακριτική απόσταση, αν δεν μείνουν εντελώς αμέτοχοι, ελπίζοντας απλώς ότι τα κινεζικά συμφέροντα θα επιβιώσουν από τα διασταυρούμενα πυρά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News