Με μια σειρά αλμάτων και καινοτομιών στους τομείς της ανάπτυξης ηλεκτρονικών συσκευών, η υπεροχή των ΗΠΑ στην τεχνολογία ήταν αδιαμφισβήτητη μέχρι την δεκαετία του 2000. Σύντομα, όμως –και ίσως μοιραία, με δεδομένη την ελεύθερη αποδήμηση του κεφαλαίου–, η Κίνα άρχισε να αποκτά το τεχνολογικό know how και να χτίζει μεθοδικά πάνω του.
Μια νέα έρευνα από αυστραλιανό think tank βρήκε ότι οι ΗΠΑ έχουν αρχίσει να χάνουν σημαντικό έδαφος στην τεχνολογική κούρσα με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Στρατηγικής Πολιτικής εξέτασε 44 τομείς τεχνολογικής καινοτομίας και κατέληξε ότι η Κίνα προηγείται σε 37 εξ αυτών. Ανάμεσά τους, οι ηλεκτρικές μπαταρίες, οι υπερηχητικές συσκευές και οι προηγμένες επικοινωνίες ραδιοσυχνοτήτων, όπως 5G και 6G.
Η έκθεση, που δημοσιεύθηκε στον Guardian, ανέφερε ότι οι ΗΠΑ έχουν την πρωτοπορία στις υπόλοιπες επτά κατηγορίες τεχνολογίας – σε τομείς όπως τα εμβόλια, οι κβαντικοί υπολογιστές και τα συστήματα εκτόξευσης στο Διάστημα. Το πιο ανησυχητικό για τους Αμερικανούς, είναι ότι το Πεκίνο δείχνει έτοιμο να δημιουργήσει συνθήκες μονοπωλίου σε μια σειρά από τεχνολογικούς τομείς.
Τα ευρήματα βασίστηκαν σε έρευνα «μεγάλου αντικτύπου» σε κρίσιμα και αναδυόμενα τεχνολογικά πεδία, εστιάζοντας σε εργασίες που δημοσιεύτηκαν σε κορυφαία περιοδικά τεχνολογίας. «Η έρευνά μας αποκαλύπτει ότι η Κίνα έχει χτίσει τα θεμέλια για να αναδειχθεί σε κορυφαία υπερδύναμη της επιστήμης και της τεχνολογίας στον κόσμο, παγιώνοντας μερικές φορές εντυπωσιακό προβάδισμα στους περισσότερους κρίσιμους και αναδυόμενους τεχνολογικούς τομείς», αναφέρει η έκθεση.
«Ο ιχνηλάτης κρίσιμης τεχνολογίας δείχνει ότι, για ορισμένους τεχνολογικούς τομείς, τα 10 κορυφαία ερευνητικά ιδρύματα στον κόσμο εδρεύουν στην Κίνα και παράγουν συλλογικά εννέα φορές περισσότερα υψηλού αντικτύπου ερευνητικά έγγραφα από τη δεύτερη χώρα (συχνότερα τις ΗΠΑ)», προσθέτει. Η Κινεζική Ακαδημία Επιστημών κατέλαβε την πρώτη ή τη δεύτερη θέση στις περισσότερες από τις 44 τεχνολογίες που περιλαμβάνονται στον ιχνηλάτη.
«Βλέπουμε επίσης τις προσπάθειες της Κίνας να ενισχύονται μέσω της εισαγωγής ταλέντων και γνώσης: το ένα πέμπτο των μεγάλου αντικτύπου εγγράφων της συντάσσονται από ερευνητές με μεταπτυχιακή εκπαίδευση σε μια από τις χώρες των “Πέντε Ματιών”», γράφει, αναφερόμενη στην ομάδα ανταλλαγής πληροφοριών που έχουν συστήσει ΗΠΑ, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία.
Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είπε στην ομιλία του για την «Κατάσταση της Ένωσης» στο Κογκρέσο τον περασμένο μήνα, ότι οι ΗΠΑ «επενδύουν στην αμερικανική καινοτομία, σε βιομηχανίες που θα καθορίσουν το μέλλον και όπου η κυβέρνηση της Κίνας σκοπεύει να κυριαρχήσει». Ωστόσο, το αυστραλιανό ινστιτούτο ισχυρίζεται ότι η Κίνα έχει υψηλές πιθανότητες δημιουργίας μονοπωλίου σε οκτώ τομείς τεχνολογίας, ανάμεσά τους στα υλικά κατασκευής νανοκλίμακας, στο υδρογόνο και στην αμμωνία για την ενέργεια, και στην συνθετική βιολογία.
Η έκθεση αναφέρει ότι τα βήματα της Κίνας στους υπερηχητικούς πυραύλους με πυρηνική ικανότητα το 2021 δεν θα έπρεπε να αποτελούν έκπληξη για τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ. «Σύμφωνα με την ανάλυση δεδομένων μας, τα τελευταία πέντε χρόνια, η Κίνα παρήγαγε το 48,49% των ερευνητικών εγγράφων υψηλού αντικτύπου στον κόσμο σε προηγμένους κινητήρες αεροσκαφών, συμπεριλαμβανομένων των υπερηχητικών, ενώ φιλοξενεί και επτά από τα 10 κορυφαία ερευνητικά ιδρύματα στον κόσμο σε αυτόν τον τομέα», αποκαλύπτει.
Σε όλους τους τομείς, το ινστιτούτο διαπίστωσε επίσης ότι υπήρχε «ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ –που είναι οι δύο κορυφαίες χώρες στους τομείς της τεχνολογίας–, και όλων των άλλων χωρών. «Τα δεδομένα υποδεικνύουν στη συνέχεια μια μικρή, δεύτερης κατηγορίας ομάδα χωρών, με επικεφαλής την Ινδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλες χώρες που εμφανίζονται τακτικά σε αυτήν την ομάδα –σε πολλούς τεχνολογικούς τομείς– περιλαμβάνουν τη Νότια Κορέα, τη Γερμανία, την Αυστραλία, την Ιταλία και σπανιότερα την Ιαπωνία», καταλήγει.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από μια ομάδα με επικεφαλής τον Τζέιμι Γκάιντα, ανώτερο αναλυτή στο Διεθνές Κέντρο Κυβερνοπολιτικής του ινστιτούτου και χρηματοδοτήθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Το ινστιτούτο ζητά επίσης από τις δημοκρατίες να ιδρύσουν μεγάλα κρατικά επενδυτικά ταμεία για έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία σε κρίσιμες τεχνολογίες. Προτείνει τη διάθεση του 0,5% έως 0,7% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος, σε συν–επένδυση με τον ιδιωτικό τομέα. Αναφέρει ότι ενώ τα κρατικά επενδυτικά ταμεία θα πρέπει να υποστηρίζουν τα πιο πολλά υποσχόμενα προγράμματα, οι κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να διαθέσουν κάποια κεφάλαια σε πρωτοβουλίες «υψηλού ρίσκου και υψηλής ανταμοιβής».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News