Η Γερμανία έχει το πρώτο προσωποπαγές κόμμα της, το οποίο προορίζεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη γερμανική πολιτική: η Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (Bündnis Sahra Wagenknecht – BSW), που ιδρύθηκε επίσημα την 8η Ιανουαρίου, δεν έχει ακόμη ένα οριστικό εκλογικό πρόγραμμα (θα ψηφιστεί στις 27 του τρέχοντος μήνα), αλλά οι δημοσκοπήσεις την ανεβάζουν ήδη στο 14%.
Οι αριθμοί είναι εικονικοί προς το παρόν, αν όμως διεξάγονταν σήμερα εκλογές στη Γερμανία, η νεοσύστατη Συμμαχία θα μπορούσε να είναι τρίτο κόμμα, πίσω από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (18%-22%) και με πρώτους τους Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές (27%-30%).
Οι ίδιες δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν την αδυναμία των κυβερνητικών κομμάτων, με τους Σοσιαλδημοκράτες να δυσκολεύονται να ξεπεράσουν το 14%, τους Πράσινους να περιορίζονται στο 12% και τους Ελεύθερους Δημοκράτες να κυμαίνονται μεταξύ 4-5%. Συνολικά, ο κυβερνητικός συνασπισμός χωλαίνει, στην καλύτερη περίπτωση, γεγονός που καταδεικνύεται και από το πολύ χαμηλό ποσοστό αποδοχής της κυβέρνησης Σολτς αλλά και του ίδιου του καγκελάριου.
Επιπλέον, η δυσπιστία προς τον Σολτς και την κυβέρνησή του ενισχύεται από την οικονομική κατάσταση: η Γερμανία βρίσκεται επίσημα σε ύφεση, φέτος η ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει πολύ κάτω από τον μέσο όρο των προηγμένων οικονομιών και οι πολίτες της σίγουρα δεν αισιοδοξούν για το μέλλον. Ομως για τη Ζάρα Βάγκενκνεχτ και τη Συμμαχία της αυτή η δυσαρέσκεια αποτελεί πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο.
Γεννημένη το 1969 στην πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας από ιρανό πατέρα (που σύντομα επέστρεψε στην πατρίδα του και εξαφανίστηκε) και γερμανίδα μητέρα, η Βάγκενκνεχτ στα νιάτα της υπήρξε μαχητική μαρξίστρια. Το 2009 εκλέχτηκε στην Μπούντεσταγκ ως υποψήφια του Die Linke (Η Αριστερά) στη Ρηνανία-Βεστφαλία, ενώ την επόμενη χρονιά αναδείχτηκε αντιπρόεδρος του κόμματος, καταφέρνοντας τελικά να καταστεί ηγετική φυσιογνωμία της αντιπολίτευσης στο Κοινοβούλιο, και της Αριστεράς γενικότερα.
Το τελευταία χρόνια, ωστόσο, από το 2021 συγκεκριμένα, η γερμανίδα πολιτικός άρχισε να σκέφτεται ανοιχτά να ιδρύσει ένα δικό της κόμμα (λόγω των ολοένα εντονότερων και διαρκών συγκρούσεων εντός του Die Linke), ενώ τον περασμένο Οκτώβριο αποχώρησε, τελικά, μαζί με ακόμη εννέα βουλευτές.
Τόσο η ίδια όσο και οι υπόλοιποι αποστάτες διατήρησαν τις έδρες τους στο γερμανικό Κοινοβούλιο και, ως εκ τούτου, η Συμμαχία διαθέτει ήδη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (σε αντίθεση με το Die Linke, που αναγκάστηκε να προβεί στη διάλυση της κοινοβουλευτικής ομάδας του). Η Βάγκενκνεχτ δήλωσε ότι το κόμμα της θα διατηρήσει το σημερινό του όνομα έως τις επόμενες εθνικές εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για το φθινόπωρο του 2025, και στη συνέχεια θα επιλέξει ένα νέο.
«Ομως η σύσταση της “προσωπικής” της Συμμαχίας σηματοδοτεί μια σημαντική εξέλιξη για τη γερμανική πολιτική στο σύνολό της και συμβολικά βάζει τέλος στην εξαίρεση της Γερμανίας, όπου τα παραδοσιακά μαζικά κόμματα επιβίωσαν περισσότερο από ό,τι σε άλλα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη» γράφει σε ανάλυσή της η Ελενα Τεμπάνο της Corriere della Sera.
Με το κόμμα της, η Ζάρα Βάγκενκνεχτ προτείνει έναν συνδυασμό αριστερής οικονομικής πολιτικής (με υψηλούς μισθούς και γενναιόδωρα επιδόματα), κοινωνικού συντηρητισμού και εθνικιστικής εξωτερικής πολιτικής, με βάση μια περιοριστική προσέγγιση όσον αφορά τη μετανάστευση, τις περιβαλλοντικές πολιτικές και τα λεγόμενα «νέα δικαιώματα». Αυτός είναι και ο λόγος που η Βάγκενκνεχτ έχει χαρακτηριστεί μια «συντηρητική πολιτικός της Αριστεράς».
Κατά την παρουσίαση της Συμμαχίας της είπε ότι το κόμμα της συνεχίζει την αριστερή παράδοση του αγώνα για «κοινωνική δικαιοσύνη» και προάσπιση των ανθρώπων «που έχουν ξεχαστεί εδώ και χρόνια από τους πολιτικούς». Σημείωσε επίσης ότι πολλοί από αυτούς τους ξεχασμένους ανθρώπους συνδέουν πλέον την Αριστερά με «ζητήματα φύλου και τρόπου ζωής και αισθάνονται ότι δεν τους εκπροσωπεί».
Η Βάγκενκνεχτ επικρίνει επίσης τις πολιτικές της κυβέρνησης Σολτς για το κλίμα (υποστηρίζοντας ότι πλήττουν τους πιο ευάλωτους), ενώ αντιτίθεται στις τρέχουσες κυρώσεις κατά της Ρωσίας και στις αποστολές γερμανικών όπλων στην Ουκρανία.
Το πρόγραμμα (που θα ψηφιστεί στις 27 Ιανουαρίου στο συνέδριο του νεοσύστατου BSW και το περιεχόμενο του οποίου προδημοσίευσε η Frankfurter Allgemeine Zeitung) είναι «αναμφισβήτητα εθνικιστικό/κυριαρχικό», σύμφωνα με την ιταλίδα δημοσιογράφο, και στοχεύει την Ευρωπαϊκή Ενωση, επικρίνοντάς την για τον «καφκικό πολλαπλασιασμό των κανονισμών» και κυρίως για τις «αποστασιοποιημένες πολιτικές των απόμακρων και ελάχιστα ελεγχόμενων από τις δημοκρατίες τεχνοκρατών», πολιτικές τις οποίες «πολλοί πολίτες δικαίως βλέπουν ως επίθεση στη δημοκρατία και απειλή για την κουλτούρα και την ταυτότητά τους».
Στο πρόγραμμα της Συμμαχίας υποστηρίζεται ότι «η ΕΕ στην τρέχουσα κατάστασή της βλάπτει την ευρωπαϊκή ιδέα» και πως «η πορεία ολοκλήρωσης της Ευρώπης προς ένα υπερεθνικό ενιαίο κράτος» έχει αποδειχθεί ότι είναι ένας «λανθασμένος δρόμος, που διχάζει παρά ενώνει την Ευρώπη».
Προτείνεται επίσης ένα «μορατόριουμ για τη διεύρυνση της ΕΕ» και η αναστολή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Μολδαβία, τη Γεωργία και την Ουκρανία. Οσον αφορά τις ραγδαίες εξελίξεις στη διεθνή σκηνή, σύμφωνα με τη Ζάρα Βάγκενκνεχτ και το κόμμα της η ΕΕ είναι ένα «πιόνι στη σύγκρουση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και υποτελής των ΗΠΑ».
Η λογική συνέπεια αυτών των ευρωσκεπτικιστικών και αντιαμερικανικών θέσεων είναι η αποκήρυξη των επιλογών της ΕΕ για την Ουκρανία και τη Ρωσία. «Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένας αιματηρός πόλεμος δι’ αντιπροσώπων μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας» διαβάζουμε στο πρόγραμμα του BSW, με το κόμμα να ζητά «να σταματήσουν άμεσα όλες οι εξαγωγές όπλων στην Ουκρανία», προκειμένου «να παρακινηθεί η Ρωσία να αρχίσει διαπραγματεύσεις […] Περαιτέρω στήριξη και πληρωμές βοήθειας από το λεγόμενο “Ταμείο της Ουκρανίας” θα πρέπει επίσης να εξαρτηθούν από την προθυμία της ουκρανικής ηγεσίας να αρχίσει ειρηνευτικές συνομιλίες» προστίθεται στο έγγραφο.
Τέλος, το BSW προτείνει την άμεση αναστολή των διεθνών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη Ρωσία ως απάντηση στην εισβολή της στην Ουκρανία: «Θέλουμε να ξεκινήσουμε εκ νέου την προμήθεια πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία και να συνάψουμε μακροπρόθεσμα ενεργειακά συμβόλαια».
Ενα από τα αξιοσημείωτα σημεία του προγράμματος αφορά την ελευθερία της έκφρασης, με τη Συμμαχία να καταγγέλλει τον υποτιθέμενο «περιορισμό του πεδίου των “παραδεκτών» απόψεων”» και να υποστηρίζει ότι «υιοθετώντας τη στάση ενός σύγχρονου υπουργείου Αλήθειας, πολλοί πολιτικοί και δημοσιογράφοι, οι λεγόμενοι “fact-checkers”, απαιτούν τώρα να προσδιορίζουν τι είναι σωστό και τι λάθος».
«Πρόκειται για μια ρητορική εντελώς συγκρίσιμη με αυτή του AfD, που εδώ και χρόνια κατηγορεί τις δημοκρατικές κυβερνήσεις και τα κύρια γερμανικά μέσα ενημέρωσης ότι θέλουν να περιορίσουν την ελευθερία της έκφρασης, όπως έκανε το Κομμουνιστικό Κόμμα στην πρώην ΛΔΓ. Στην πραγματικότητα, το πρόγραμμα του BSW μοιάζει πολύ με αυτό του AfD από πολλές απόψεις. Και αυτό ακριβώς είναι το ενδιαφέρον» συνοψίζει η Ελενα Τεμπάνο.
Τα δυο μεγάλα παραδοσιακά κόμματα στη Γερμανία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και η συντηρητική Ενωση Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU), έχουν απολέσει τα τελευταία χρόνια σημαντικό μέρος της ισχύος τους, ενώ η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), που ιδρύθηκε το 2013, κατάφερε να αναγνωριστεί ως η νέα αντισυστημική δύναμη στη γερμανική πολιτική.
Κατά την τελευταία δεκαετία, όμως, το ακροδεξιό κόμμα υιοθετούσε και εξέφραζε ολοένα πιο εξτρεμιστικές και δυνητικά ανατρεπτικές θέσεις, ενίοτε με επικίνδυνες νεοναζιστικές προεκτάσεις, που έβρισκαν όλο και μεγαλύτερη απήχηση μεταξύ των δυσαρεστημένων πολιτών με την κυβέρνηση Μέρκελ, εσχάτως και με την κυβέρνηση Σολτς.
«Πλέον, πολλοί πιστεύουν (και οι πρώτες δημοσκοπήσεις το επιβεβαιώνουν) ότι η Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ μπορεί να προσελκύσει ψηφοφόρους που διαφορετικά θα υποστήριζαν το AfD, ειδικά στην Ανατολική Γερμανία, και κατ’ επέκταση να περιορίσει την πολιτική ισχύ του Afd αλλά και την ιδεολογική του έλξη. Οσον αφορά τις πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το BSW θα ήταν ελάχιστα διαφορετικό από το AfD, αλλά θα μπορούσε να είναι πιο θελκτικό για τα κεντρώα κόμματα ως κυβερνητικός εταίρος» γράφει η ιταλίδα δημοσιογράφος.
Το νεοσύστατο κόμμα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει οργανωτικά προβλήματα, με το Spiegel να αναφέρει ότι ζητήματα πρώτης προτεραιότητας στην παρούσα φάση είναι να βρεθούν οι κατάλληλοι υποψήφιοι για τις επόμενες εκλογές και να στηθεί ένας κομματικός μηχανισμός στην Ανατολική Γερμανία, όπου αναμένονται οι μεγαλύτερες εκλογικές επιτυχίες.
Εκφράζονται επίσης επιφυλάξεις όσον αφορά τα ηγετικά προσόντα της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, η οποία τα καταφέρνει στα ΜΜΕ αλλά υστερεί στην άμεση επαφή με τους πολίτες, καθώς και στη διοίκηση του κόμματός της.
«Δεν είμαι σίγουρος πόσο πειστική είναι στον δρόμο. Κάποτε έκανε μια παρουσίαση στην πρώην εκλογική μου περιφέρεια. Εφτασε με καθυστέρηση μιάμισης ώρας, δεν ζήτησε συγγνώμη, διάβασε το βιβλίο της, δεν δέχτηκε ερωτήσεις και αποχώρησε ψυχρή σαν πάγος. Ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της ήταν βαθιά αναστατωμένοι» ανέφερε σε συνέντευξή του στη Frankfurter Allgemeine Zeitung ο πρώην υπουργός του CDU Τόμας ντε Μεζιέρ, ένας πολιτικός που ανήκε στον στενό κύκλο της Ανγκελα Μέρκελ.
Με την πολιτική πραγματικότητα η Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ θα αναμετρηθεί για πρώτη φορά στις 9 Ιουνίου, ημέρα που, εκτός από τις ευρωεκλογές, στη Γερμανία θα διεξαχθούν επίσης δημοτικές εκλογές σε πολλά από τα ομοσπονδιακά κρατίδια της χώρας.
Ωστόσο, η πιο κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση για τη χώρα μέσα στο 2024 θα είναι οι εκλογές για την ανανέωση των τοπικών κοινοβουλίων στη Σαξονία, στη Θουριγγία και στο Βρανδεμβούργο, κρατίδια όπου η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία αναδεικνύεται πρώτο κόμμα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News