Οι εικόνες που έρχονται από την Τουρκία και τη βόρεια Συρία είναι πολύ σκληρές. Χρόνια έχουμε να δούμε τέτοιο θρήνο. Οικογένειες θαμμένες κάτω από τα συντρίμμια κι αυτοί που έμειναν στην επιφάνεια ανήμποροι, κεραυνοβολημένοι. Υπάρχει εξουσία που μπορεί να μεταβολίσει αυτά τα στιγμιότυπα; Καμία και πουθενά.
Αυτό που θα ήθελε κάθε ένας από τους οι πληγέντες είναι ένα συνεργείο διάσωσης να ψάχνει τους δικούς του. Γίνεται αυτό; Σε μια τόσο μεγάλη ακτίνα καταστροφής, με εκατοντάδες γκρεμισμένα κτίρια και χιλιάδες αγνοούμενους, είναι αντικειμενικά ανέφικτο. Καμία σύγχρονη Δυτική χώρα, όση βοήθεια κι αν δεχόταν, δεν θα μπορούσε να καλύψει ούτε τις μισές από τις ανάγκες διάσωσης.
Από την άλλη, το κράτος πρέπει να είναι παρόν όταν το χρειάζεσαι. Η κριτική για την έλλειψη σωστικών μέσων θα έχει αντίκτυπο για τον Ερντογάν, αλλά δεν θα είναι ο καταλύτης για το μέλλον της εξουσίας του. Το όποιο στοίχημα πέριξ της διάσωσης χάθηκε, απλώς και μόνο διότι δεν θα μπορούσε να κερδηθεί. Το διακύβευμα, όμως, με βάση το οποίο θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών είναι η διαχείριση της ανθρωπιστικής κρίσης που μαίνεται ήδη στην Τουρκία. Το πώς δηλαδή θα γίνει η αποκατάσταση των ζημιών, πού θα γίνει η εγκατάσταση των αστέγων, από που θα βρεθούν τα χρήματα προκειμένου να στηριχθούν όλοι όσοι έχασαν τις περιουσίες τους και οι οποίοι θα πρέπει να συνεχίσουν τη ζωή τους σε μια περιοχή ισοπεδωμένη, χωρίς δουλειές και χωρίς καμία ουσιαστική προοπτική.
Καίριας σημασίας θα είναι, επίσης, η τροπή που θα πάρουν τα πράγματα στο ζήτημα των προδιαγραφών ασφάλειας των κατασκευών. Ο Ερντογάν συλλαμβάνει ήδη εργολάβους, αλλά όποιος έχει ταξιδέψει τις δύο τελευταίες δεκαετίες στην Τουρκία και δη στην ενδοχώρα, έχει γίνει μάρτυρας της γενικότερης αναπτυξιακής λογικής που επικρατούσε, σαν ένα άτυπο συμβόλαιο κυβερνήσεων και πολιτών. Χιλιάδες νεόδμητα ακίνητα σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Σε τέτοιο βαθμό, που έως πρότινος, και με τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις της λίρας, ένα εισαγόμενο αυτοκίνητο ήταν πιο ακριβό από ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της Αγκυρας.
Επισπεύδουσα, προφανώς, και η αντιπολίτευση χτυπά τώρα τον Ερντογάν όπου τον βρίσκει. Θα είχε άλλες απαντήσεις απ’ αυτές του τούρκου προέδρου στα σημερινά αμείλικτα ερωτήματα; Κι αν κανείς το πάει ένα βήμα παραπέρα, ο ετερόκλητος συνασπισμός των έξι θα μπορέσει να χειριστεί καλύτερα τη μετατραυματική κατάσταση στην Τουρκία;
Οντας τόσα χρόνια κυρίαρχος του κράτους, μπορεί να ακούγεται παράλογο, αλλά ο Ερντογάν έχει αυτή τη στιγμή το πάνω χέρι. Αρκεί να δώσει έμφαση στην επόμενη μέρα, λαμβάνοντας τις απαραίτητες και στοχευμένες πρωτοβουλίες. Οι κάτοικοι στις περισσότερες περιοχές που επλήγησαν από τα 7,8 Ρίχτερ είναι φτωχοί και συντηρητικοί ισλαμιστές. Αποτελούν δηλαδή μέρος της εκλογικής βάσης του Ερντογάν.
Αξίζει κανείς να δει τα ποσοστά του τούρκου προέδρου στις εκλογές του 2018. Καχραμάνμαρας 74,2%. Αντιγιαμάν 67,4%. Γκαζιαντέπ 63,9%. Οσμανίγιε 63%. Αδανα 44,1%. Μόνο στο Ντιγιάρμπακιρ, τη «μητρόπολη» των Κούρδων της Τουρκίας, τα ποσοστά είναι αντεστραμμένα, καθώς ο (κούρδος υποψήφιος) Ντεμιρτάς έλαβε 64,3% και ο Ερντογάν περιορίστηκε στο 27,4%. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς ότι αν ο τούρκος πρόεδρος ανταποκριθεί στις ανάγκες των τοπικών πληθυσμών, τότε δεν θα μετρήσει αξιόλογες απώλειες – είναι άλλωστε δύσκολο για τους φανατικούς ψηφοφόρους του ΑΚΡ να στραφούν στους κεμαλιστές.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Ερντογάν θα διατηρήσει ανέπαφες τις δυνάμεις του στην υπόλοιπη επικράτεια. Πολλοί κάνουν ήδη τους παραλληλισμούς με τους σεισμούς του 1999 και τις επιπτώσεις στην κυβέρνηση Ετζεβίτ. Φθαρμένη και η τότε κεμαλική εξουσία, αυτό όμως που βάρυνε περισσότερο δεν ήταν η αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων διάσωσης, αλλά η απαλοιφή των πολυεπίπεδων επιπτώσεων μετά την πρώτη περίοδο της κρίσης. Και σε αυτό ο Ετζεβίτ απέτυχε, γεγονός που λειτούργησε σωρευτικά, τόσο στη λαϊκή δυσαρέσκεια, όσο και στην περαιτέρω ώθηση της καινοφανούς υποψηφιότητας του Ερντογάν.
Θα γίνουν οι εκλογές στην Τουρκία στις 14 Μαΐου; Προς το παρόν κάτι τέτοιο φαντάζει σχεδόν αδύνατο, κυρίως για πρακτικούς λόγους. Με την ευρύτερη πληγείσα περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης έως τις 7 Μαΐου, αναρωτιέται κανείς ακόμα και για το πού θα μπορούσαν να ψηφίσουν οι περίπου 13 εκατομμύρια κάτοικοι.
Είναι γεγονός ότι πριν από τον σεισμό, ο Ερντογάν ανέβαζε στροφές και ποσοστά. Τώρα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν και πλέον ο χρόνος δεν λειτουργεί σε βάρος, αλλά υπέρ του τούρκου προέδρου. Οσο μεγαλύτερο το διάστημα μέχρι το άνοιγμα της κάλπης, τόσο ισχυρότερες οι πιθανότητες για να στηθεί ένα θετικό κυβερνητικό αφήγημα και να φιλοτεχνηθεί ακόμα περισσότερο η εικόνα ενός στιβαρού ηγέτη, που πάνω απ’ όλα νοιάζεται και μπορεί να βοηθήσει τον λαό του.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Δυτικοί ηγέτες απέκτησαν ξαφνικά έναν παντελώς διαφορετικό ρόλο στην εξίσωση των τουρκικών εκλογών. Αποδιοπομπαίος τράγος και κατηγορούμενη για όλα τα δεινά της Τουρκίας, η Δύση φαίνεται πλέον να κρατά στα χέρια της μέρος της τύχης του Ερντογάν. Εκτός από την άμεση ανθρωπιστική βοήθεια, είναι βέβαιο ότι η Αγκυρα θα χρειαστεί επιπλέον αρωγή, την οποία οι Δυτικές πρωτεύουσες πρόθυμα θα δώσουν. Αρκεί να υπάρχουν τα αντίστοιχα ανταλλάγματα.
Εντελώς ρεαλιστικά, προκύπτει μια μεγάλη ευκαιρία για τους Δυτικούς να φέρουν τον Ερντογάν και πάλι στα νερά τους. Γιατί, λοιπόν, να θέλουν σε αυτή τη συγκυρία, και με την Τουρκία πολύ κοντά στην αποσταθεροποίηση, την εναλλαγή της εξουσίας; Και μάλιστα την παράδοση σε έναν συνασπισμό αμφιβόλου συνοχής; Σύμφωνα με μια πρώτη εκτίμηση, αυτή τη στιγμή το κόστος του σεισμού ξεπερνά τα 4 δισ. δολάρια. Οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές ποντάρουν ότι η Τουρκία δεν θα αργήσει να χτυπήσει –για ακόμα μια φορά– την πόρτα του ΔΝΤ.
Είναι φανερό ότι η χώρα βρίσκεται ξανά σε μεταιχμιακή κατάσταση, ενδεχομένως μπροστά σε μια συνολικότερη ανατροπή της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της. Στους επόμενους μήνες θα κριθεί το μέλλον, όχι μόνο του Ερντογάν, αλλά της Τουρκίας συνολικότερα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News